Το καλοκαίρι του 2004, η Ελλάδα μάγεψε την Ευρώπη με την πιο αναπάντεχη νίκη της στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Οι θεατές ανά τον κόσμο παρακολούθησαν με δυσπιστία και δέος το αουτσάιντερ του θεσμού, μια ομάδα η οποία χωρίς να έχει καμία απολύτως νίκη σε σημαντική διοργάνωση, κατατρόπωσε τους γίγαντες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης. Ο αρχιτέκτονας πίσω από αυτό τον απροσδόκητο θρίαμβο ήταν ο θρυλικός γερμανός προπονητής, ο “βασιλιάς” Όττο Ρεχάγκελ. Έχοντας σημειώσει τεράστιες επιτυχίες για τη χώρα του, πήρε την παράτολμη απόφαση να εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του, για να αναλάβει την αδύναμη ελληνική ομάδα ποδοσφαίρου. Αυτή είναι ιστορία για το πώς δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κουλτούρες ενώθηκαν, μίλησαν την ίδια γλώσσα και έγραψαν μαζί ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική μυθολογία.

Σκηνοθεσία:

Christopher Andre Marks

Κύριοι Ρόλοι:

Otto Rehhagel … ο ίδιος

Κεντρικό Επιτελείο:

Παραγωγή: Shani Hinton, Christopher Andre Marks

Μουσική: Andres Soto, Daniel Sebastien Weinberg

Φωτογραφία: Λευτέρης Αγαπουλάκης, Γιάννης Καννάκης, Στέλιος Πίσσας

Μοντάζ: Chris Iversen, Yann Heckmann

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: King Otto
  • Ελληνικός Τίτλος: Βασιλιάς Όττο

Παραλειπόμενα

  • Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τον ελληνο-αμερικανό Christopher Andre Marks.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 12/9/2021

Εκτός των εγχώριων συνόρων, εντός των οποίων ο συγκεκριμένος αθλητικός θρίαμβος διαμόρφωσε συνειδήσεις εμμέσως μέχρι και σε ένα πολιτικό επίπεδο επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της «εθνικής υπερηφάνειας», η κατάκτηση του κορυφαίου τίτλου του Euro 2004 από την Ελλάδα είναι σίγουρα μια ιστορία που διαθέτει ένα πολύ έντονα εξωτικό ενδιαφέρον, τύπου «η νίκη του απόλυτου αουτσάιντερ», που προσφέρεται για ενθουσιώδες σινεμά.

Και πράγματι, σε επίπεδο καθαρόαιμης διασκέδασης τουλάχιστον, το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την όλη προσπάθεια του Christopher Andre Marks, με μια ροή που είναι αβίαστη και με μια δουλειά στο μοντάζ που μεταδίδει σε μεγάλο βαθμό τον ενθουσιασμό και την ενέργεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Ο όγκος της πληροφορίας που μεταφέρεται στον θεατή είναι «τόσο-όσο», μιας και προτεραιότητα έχει να βιωθεί κυρίως συναισθηματικά η διαδρομή από τα υπόγεια στα ουράνια της εθνικής ομάδας. Το βασικό πρόβλημα βρίσκεται εκεί που έρχεται η σειρά να μιλήσει κανείς για ένα από τα βασικά συστατικά του ντοκιμαντέρ εν γένει: την τεκμηρίωση. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την κατανόηση των γεγονότων μέσα από τη συλλογιστική πορεία που ακολουθεί το φιλμ δεν είναι μόνο προφανή, αλλά και άκρως επιδερμικά, κι ενίοτε κι εμμέσως προσβλητικά. Ως προς τον τελευταίο χαρακτηρισμό, επαναλαμβάνεται συχνά και σε πολλαπλές παραλλαγές το γνώριμο κλισέ «ε, έπρεπε να έρθει ένας Γερμανός να μας στρώσει εμάς τους Έλληνες», με άσχημους συνειρμούς προς αυτή την κατεύθυνση της υποταγής του κατώτερου στον ανώτερο λαό να κουβαλούν κι άλλες λεπτομέρειες, όπως η καρέκλα στην οποία κάθεται ο Rehhagel ενώ εξιστορεί, που παραπέμπει σε θρόνο όσον αφορά την εμφάνιση.

Ουκ ολίγες φορές δίνεται η αίσθηση πως οι συντελεστές δεν ξέρουν σε ποια ακριβώς παράμετρο του θέματος που εξετάζουν να εστιάσουν. Ο τίτλος παραπέμπει στον συμπαθή προπονητή εκ Γερμανίας, τα πρώτα λεπτά αφιερώνουν κάποια ώρα στα πρώτα χρόνια της ζωής του και στην πολύ επιτυχημένη πορεία του στον αθλητισμό εκτός Εθνικής Ελλάδος, αλλά μετά αυτή η προσέγγιση εγκαταλείπεται εντελώς για να δοθεί έμφαση στον δρόμο προς το Euro ’04. Πιο συνεπές θα ήταν τα γεγονότα πριν από αυτή την τελική νίκη να αποτελούσαν από την αρχή το επίκεντρο της εξιστόρησης του ντοκιμαντέρ και να αντιμετωπίζονταν με μια αποστασιοποιημένη ματιά παρατηρητή, ή να υιοθετούσε ο Marks καθαρά την οπτική γωνία του Rehhagel μέσα από τη διαδρομή προς τον συγκεκριμένο θρίαμβο.

Παρότι η εμβάθυνση δεν είναι το φόρτε του όλου εγχειρήματος, εντοπίζονται ευτυχώς άλλες αρετές που αναπληρώνουν κάποια κενά, με πιο ενδεικτική την ικανότητα του φιλμ να μεταφέρει τον θεατή στο κλίμα της εποχής, όχι μόνο μέσω του αρχειακού υλικού αλλά και με τη βοήθεια των συνεντεύξεων που μεταδίδουν αρκετά από τον ενθουσιασμό εκείνων των ημερών. Επίσης, το σύνολο είναι ευτυχώς σφιχτοδεμένο από άποψη χρόνου και περιεχομένου, χωρίς μεγάλη ποσότητα «λίπους». Σε γενικές γραμμές πάντως, ο «Βασιλιάς Όττο», όσο κι αν θεωρητικά είναι φτιαγμένος από τα υλικά που καθιστούν κάθε ιστορία ενός αθλητικού αουτσάιντερ γοητευτική, προσφέρεται μεν για μια αρκετά ευχάριστη παρακολούθηση, σίγουρα όμως δεν μένει τόσο αξέχαστος όσο το πραγματικό γεγονός γύρω από το οποίο περιστρέφεται, λόγω του ότι δεν ξεφεύγει από την επιφάνεια, και της άρνησής του να δει τα δρώμενα από μια ματιά που θα προσέφερε κάτι έστω κι ελαφρώς καινούριο και σε όσους είναι εξοικειωμένοι μαζί τους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *