Από την αυγή ως το σούρουπο, λίγες ώρες από τη ζωή του Όσκαρ, ενός σκιώδη χαρακτήρα που ταξιδεύει από τη μία ζωή στην άλλη. Μαζί με αυτό είναι και αφεντικό, δολοφόνος, ζητιάνος, τέρας, οικογενειάρχης. Συντροφιά του είναι μονάχα η Σελίν, η λεπτή ξανθιά γυναίκα πίσω από το τιμόνι της συσκευής που τον μεταφέρει ολόγυρα στο Παρίσι.

Σκηνοθεσία:

Leos Carax

Κύριοι Ρόλοι:

Denis Lavant … Κος Oscar & άλλοι

Edith Scob … Celine

Eva Mendes … Kay M

Kylie Minogue … Eva Grace/Jean

Michel Piccoli … ο άντρας με το σημάδι

Elise Lhomeau … Lea/Elise

Jeanne Disson … Angele

Leos Carax … ο κοιμισμένος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Leos Carax

Παραγωγή: Martine Marignac, Albert Prevost, Maurice Tinchant

Φωτογραφία: Yves Cape, Caroline Champetier

Μοντάζ: Nelly Quettier

Σκηνικά: Florian Sanson

Κοστούμια: Anais Romand

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Holy Motors

Ελληνικός Τίτλος: Holy Motors

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Tokyo! (2008)

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο νεολαίας.
  • Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Denis Lavant), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Edith Scob), σενάριο, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και ήχο στα Cesar.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη ταινία του Leos Carax από το 1999.
  • Επί πέντε χρόνια, ο σκηνοθέτης προσπαθούσε να βρει κεφάλαια για μια μεγάλη αγγλόφωνη ταινία. Αφού αντιμετώπισε μονάχα δισταγμό, αποφάσισε να κάνει μια πιο μικρού μπάτζερ γαλλόφωνη, μήπως πετύχει να επανακτήσει το όνομα του στο διεθνές σινεμά. Παίρνοντας έμπνευση από το ψηφιδωτό Tokyo!, στο οποίο είχε συμμετοχή με μια μικρού μήκους ταινία, στράφηκε στον συνηθισμένο του συνεργάτη Denis Lavant, και αποφασίζοντας να την περάσει σε ψηφιακό φιλμ (κάτι το οποίο γενικά αποστρέφονταν), σκέφτηκε ότι ίσως τραβήξει επενδυτές.
  • Αρχικά, όταν συμφώνησε ο Carax με τον Michel Piccoli, η σκέψη ήταν να μην μπορούσε να είναι αναγνωρίσιμος επί της οθόνης, και στα κρέντιτ να βγει με ψευδώνυμο. Όμως, το θέμα διέρρευσε γρήγορα στο ίντερνετ, και η σκέψη “κάηκε”.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Neil Hannon συνέθεσε για την ταινία το τραγούδι Who Were We?, σε στοίχους δικούς του και του σκηνοθέτη.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 22/11/2012

Ο Λεός Καράξ ξεκίνησε το 1984 με μια μαυρόασπρη άσκηση πάνω στους Τρυφό και Γκοντάρ («Boy Meets Girl»), συνέχισε με τρεις παθιασμένες ερωτικές ιστορίες με ήρωες που διακατέχονται από μια ρέμπελη ποιητική διάθεση, πάντα ενδιαφέρουσες ανεξάρτητα από την κριτική τους υποδοχή (καλή ή μέτρια) και ξαφνικά μας παραδίδει ένα… αριστούργημα. Πρόκειται για το απόλυτο σινεμά ως τέχνη και ως στοχασμό πάνω στην τέχνη, με θέμα την «κοινωνία του θεάματος και της αφήγησης», όπως αυτά υφίστανται σε αλλεπάλληλες αλληλεπιδράσεις, χωρίς διδακτισμό και νοηματικές κατευθύνσεις. Το φιλμ ξεκινά με τον ίδιο τον σκηνοθέτη να ξυπνά, να διαπερνά (με ένα δάκτυλο- κλειδί) την ταπετσαρία που παριστάνει ένα δάσος και μέσα από έναν διάδρομο να βρίσκεται στον άδειο εξώστη ενός κινηματογράφου, κατάμεστου στην πλατεία, τη στιγμή που από έναν διάδρομό της περνούν ένα νήπιο κι ένας σκύλος, δύο όντα που δεν «διαβάζουν» τις εικόνες.

Αυτό που ακολουθεί είναι «η ταινία». Βλέπουμε, δηλαδή, όχι μια ταινία, αλλά βλέπουμε ότι βλέπουμε μια ταινία. Ο κύριος Όσκαρ (Ντενίς Λαβάν) βγαίνει από την επιβλητική μπάουχαους έπαυλη του, πλησιάζει την τεράστια λιμουζίνα του, η γηραιά σοφέρ του, Σελίν (Εντίτ Σκομπ σε στυλ Λαγκάρ), του ανοίγει την πόρτα και ξεκινάει η μέρα. Πλάι του έχει τους φακέλους που περιέχουν τα «ραντεβού» της ημέρας. Πρόκειται για ρόλους που θα υποδυθεί, με τη λιμουζίνα να λειτουργεί ως καμαρίνι φορτωμένο με ρούχα, μηχανισμούς κ.λπ. Θα τον δούμε να κάνει στάσεις σε εξωτερικούς κι εσωτερικούς χώρους και να γίνεται: γριά ζητιάνα, φαντασμαγορικός ήρωας πολεμικών τεχνών και γαλαξιακός εραστής σε ένα sci-fi κυβερνο-περιβάλλον, άλλοτε κάτι σαν έξαλλος κουασιμόδος σε νεκροταφείο όπου αρπάζει τη μοντέλα που φωτογραφίζεται από καλλιτεχνικό συνεργείο (Εύα Μέντες) και την πάει σε σπηλιά όπου την «ευνουχίζει» μεταλλάσσοντας τους χιτώνες της σε μπούργκα και την αγιοποιεί ως Μεγάλη Μητέρα ξαπλώνοντας πάνω της σε στυλ «πιετά». Θα τον δούμε να είναι πατέρας με έφηβη κόρη σε μια συζήτηση που αποκαλύπτει ένα αρνητικό σύμπλεγμα Ηλέκτρας, ως πρωτοστάτη μιας ομάδας αντρών με ακορντεόν που ορχούν οδεύοντας σε πανηγυρικό, επαναστατικό τόνο, στη συνέχεια ως θύμα αφού σκοτώσει έναν αντίπαλο και τον μακιγιάρει σαν να ‘ναι ο εαυτός του, ως ακτιβιστή που σκοτώνει τραπεζίτη σε μπιστρό και σκοτώνεται κι αυτός από τους σεκιουριτάδες, ως γέρο θείο που πεθαίνει πλάι στην ανιψιά του, ως παλιό εραστή που συναντιέται τυχαία με παλιά του αγάπη (Κάιλι Μινόγκ, κι αυτή επιβαίνουσα σε ανάλογη λιμουζίνα =όλοι είναι συνένοχοι) και τέλος ως απλό ηθοποιό που τέλειωσε τη δουλειά του, πληρώνεται από την επίσης υπάλληλο Σελίν που τον αφήνει στο ταπεινό του σπίτι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, που από τα παράθυρα βλέπουμε ότι είναι πιθηκοειδή. Εντέλει και η αρχική εικόνα του ως μπίζνεσμαν ήταν ρόλος, αλλά μάλλον και η τελευταία. Στο ενδιάμεσο, τον επισκέπτεται στη λίμο ένας γηραιός κύριος (Μισέλ Πικολί) και λέει ότι «ανησυχούμε» για σένα «μήπως κουράστηκες» και «τι σε έκανε να επιλέξεις αυτή τη δουλειά» κ.λπ. Ο Όσκαρ απαντά «ποιοι είναι αυτοί που ανησυχούν;» και «η γοητεία του να υποδύεσαι με παρακίνησε από την αρχή».

Στοχαζόμαστε μαζί τους και ‘μείς. Ποιοι είναι οι άλλοι; Αν το πάρουμε οικονομικά είναι η βιομηχανία του θεάματος. Αν το πάρουμε κοινωνιολογικά γίνεται συνυπεύθυνος και ο θεατής. Πληρώνει για να βλέπει. Θέλει να βλέπει. Ξέρει ότι βλέπει διάφορους ρόλους και μάλιστα στο παρόν φιλμ πολλά κινηματογραφικά είδη (νουάρ, περιπέτεια, μελό, δράμα, μιούζικαλ κ.λπ ) κι όμως συμμετέχει συγκινησιακά σε κάθε σεκάνς, ενώ ψάχνει να βρει και νοήματα. Έτσι είναι κατασκευασμένη η συνείδηση. Να πλάθει διαρκώς φαντάσματα και να κάνει φαντασιακές θεσμίσεις. Η τελική σκηνή είναι ιδιοφυής. Όλες οι λιμουζίνες τελειώνοντας τα «ραντεβού» επιστρέφουν στη στεγασμένη βάση τους (επωνυμία εταιρίας: Holy Motors) και… ας μην το αποκαλύψω. Αλλά θα πω ότι αυτό που συμβαίνει επιβεβαιώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία που έχει εγκλωβιστεί τόσο πολύ μέσα από τις αλλεπάλληλες εικόνες και αφηγήσεις, ώστε υφίσταται ως τυφώνας που στοχεύει στον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς μεταφυσικές σταθερές, ακόμη και επιστημονικές τέτοιες –με την έννοια ότι η μεταφυσική αφορά και την εσώτερη ερμηνεία της φυσικής. Είναι τελικά όλα γλώσσα; Είχε δίκιο ο Λακάν; Αναρωτιέμαι πόσα θα ‘χε να πει ο Ζίζεκ για αυτό το φιλμ.

Σε επίπεδο παραγωγής και εντέλει κινηματογραφίας το έργο είναι άρτιο, συναρπαστικό, με ρυθμό, με σεναριακή οικονομία και ο Ντενίς Λαβάν, με εσωτερικότητα στην ερμηνεία του, κάνει το ρεσιτάλ της ζωής του. Ένα φιλμ που θα το ζήλευε ο Μπουνουέλ.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur

Έκδοση Κειμένου: 7/1/2013

Για πολλούς αριστούργημα, για άλλους τόσους ανούσια «ψευτο-καλλιτεχνιά», σίγουρα όμως το «Holy Motors» είναι η πιο αμφιλεγόμενη και μία από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες της χρονιάς που μόλις έφτασε στο τέλος της. Κι όχι άδικα. Ο Leos Carax, σε ένα προκλητικά χαρακτηριστικό δείγμα της δημιουργικής του εσωστρέφειας, διηγείται μία ημέρα από τη ζωή του πρωταγωνιστή του, του κυρίου Όσκαρ, κατά την οποία αυτός μεταφέρεται με τη λιμουζίνα του για να παραστεί σε μία σειρά από επαγγελματικά ραντεβού. Μιλώντας βέβαια για «επαγγελματικά ραντεβού» έχει στο μυαλό του κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ ό,τι μπορείτε να φανταστείτε… Η δουλειά του, εν ολίγοις, είναι να υποδύεται ρόλους. Κάθε φορά που βγαίνει από τη λιμουζίνα-καμαρίνι του, έχει και διαφορετική ταυτότητα και οι εν λόγω ρόλοι του θα είναι από μια γριά ζητιάνα μέχρι ένας δολοφόνος σε αποστολή να σκοτώσει… τον εαυτό του!

Θα κοιτάτε απορημένα, θα εκνευριστείτε, θα αναφωνήσετε «επιτέλους» ή θα σκάσετε στα γέλια μετά το τέλος της ταινίας. Όλες οι αντιδράσεις είναι απολύτως λογικές. Παράλογη, ίσως ασυνάρτητη, αλλά αν μη τι άλλο φοβερά ευφάνταστη, χωρίς, πολλές φορές, να σου ξεκαθαρίζει αν πρέπει να την πάρεις στα σοβαρά, η ταινία μέχρι κάποιο σημείο δεν βγάζει κανένα απολύτως νόημα! Σταδιακά όμως, αρχίζουν όλο και συχνότερα να εμφανίζονται στοιχεία που μοιάζουν να κρύβουν μέσα τους ουσία, κομμάτια ενός χαώδους παζλ που φαινομενικά ταιριάζουν μεταξύ τους…

Αφού το φιλμ τελειώσει, καρφώνεται με ευκολία στο μυαλό σου. Για μέρες. Και κατά την ομολογουμένως δύσκολη επεξεργασία του, ανακαλύπτεις πως τα κομμάτια που ταιριάζουν ολοένα και πολλαπλασιάζονται. Το φιλμ πλέον μοιάζει με γρίφο που σιγά-σιγά αποκωδικοποιείται, αν και είναι μάλλον αδύνατο να λυθεί εξολοκλήρου.

Όπως μαρτυρούν ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας της και η σύντομη εμφάνιση του ίδιου του Carax στην εναρκτήρια σεκάνς, η οποία λειτουργεί κάπως σαν ένα εισαγωγικό σημείωμα, η ταινία είναι καθαρά προσωπική για τον δημιουργό της. Λαμβάνοντας αυτό υπ’ όψιν, μπορεί κανείς να διακρίνει την ανάγκη του τελευταίου να εκφραστεί μέσα από το σινεμά. Συνεπώς, αν και είναι πολύ πιθανόν ο καθένας να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, το «Holy Motors» μοιάζει τελικά με μια έκφραση προσωπικών ανησυχιών (κυρίως απέναντι στην νέα εποχή της τεχνολογίας) και βαθιά υπαρξιακών προβληματισμών. Για την ακρίβεια, αποτελεί έναν κυκεώνα τέτοιων φόβων και αναζητήσεων, εκφρασμένο με τόσο πάθος και έξαρση ώστε φαντάζει χαοτικός, ακόμα και στο μυαλό του ίδιου του σκηνοθέτη. Σε παρασύρει, όμως, στον δρόμο του, ακόμη κι αν δύσκολα θα δοθεί ξεκάθαρη απάντηση στο αναπόφευκτο «τι ήθελε να πει ο ποιητής;»…

Τι είναι λοιπόν το «Holy Motors»; Καλή ερώτηση… Είναι ένας υπαρξιακής χροιάς, εσωτερικός διάλογος του δημιουργού του, εκφρασμένος σε μία απολαυστικά μυστηριώδη ταινία, την οποία όσο περισσότερο σκέφτεσαι, τόσο περισσότερο σου αρέσει…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *