To Ελ Καπιτάν είναι ένας γρανιτένιος μονολιθικός σχηματισμός στο Εθνικό Πάρκο Γιοσέμιτι, στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Ο μονόλιθος, ύψους περίπου 900 μέτρων, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στον πλανήτη για κάθε αναρριχητή, εξαιτίας της κάθετης κλίσης του. Το ντοκιμαντέρ αυτό καταγράφει στιγμή προς στιγμή τον αδιανόητο άθλο του Άλεξ Χόνολντ, ο οποίος σκαρφάλωσε στην κορυφή του Ελ Καπιτάν, χωρίς τη βοήθεια σκοινιών ή προστατευτικού εξοπλισμού, υπογράφοντας ένα από τα σπουδαιότερα κατορθώματα στην ιστορία της αναρρίχησης.

Σκηνοθεσία:

Jimmy Chin

Elizabeth Chai Vasarhelyi

Κύριοι Ρόλοι:

Alex Honnold … ο ίδιος

Κεντρικό Επιτελείο:

Παραγωγή: Jimmy Chin, Shannon Dill, Evan Hayes, Elizabeth Chai Vasarhelyi

Μουσική: Marco Beltrami

Φωτογραφία: Jimmy Chin, Clair Popkin, Mikey Schaefer

Μοντάζ: Bob Eisenhardt

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Free Solo
  • Ελληνικός Τίτλος: Free Solo

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ.
  • Βραβείο Bafta καλύτερου ντοκιμαντέρ.
  • Βραβείο κοινού για ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ του Τορόντο.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία είναι μια δημιουργία του National Geographic.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 16/3/2019

Και μόνο για το ασύλληπτου δέους θέαμα του Alex Honnold επί τω έργω, βάζοντας σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή του για να ικανοποιήσει την εσωτερική του ανάγκη να ξεπεράσει τα προσωπικά του όρια, κατορθώνοντας υπερβάσεις που φαντάζουν αδιανόητες ακόμη και για άτομα με φυσική κατάσταση άνω του μέσου όρου, το «Free Solo» έχει να υπερηφανεύεται πως απεικονίζει κάτι που το διαφοροποιεί από ένα σύνηθες ντοκιμαντέρ. Όπως όμως το πραγματικό πρόσωπο που βρίσκεται στο επίκεντρο δεν αρκείται στο καλό κι επιδιώκει πάντοτε σχεδόν το ακόμη καλύτερο, έτσι και οι συντελεστές του φιλμ πάνε παραπέρα από απλώς μια επαγγελματική, οπτικά ελκυστική και καλοστημένη απεικόνιση μιας εκ των πιο επικίνδυνων αθλητικών δραστηριοτήτων. Εντέλει παραδίδουν ταυτόχρονα ένα τόσο ουσιώδες όσο και συναρπαστικό ψυχογράφημα μιας προσωπικότητας που όσο περισσότερο «ανοίγεται» στον φακό τόσο πιο πολύ φαίνεται να έχει μη εκτεθειμένες πτυχές που θα είχαν την ανάγκη ενός φορμάτ τηλεοπτικής σειράς για να ξετυλιχθούν πλήρως όσο κι έναν συγκινητικό φόρο τιμής σε όλους αυτούς που επιλέγουν συνειδητά τον δρόμο της ελεύθερης μοναχικής αναρρίχησης καταλαβαίνοντας πλήρως το ρίσκο που τον συνοδεύει και κυρίως σε εκείνους που δυστυχώς έχουν πληρώσει το τίμημα του βιώματος της συγκεκριμένης εμπειρίας με την ίδια τους τη ζωή. Η ένταση δε των συναισθημάτων που διατρέχουν το σύνολο (αγωνία, ενθουσιασμός, αγάπη) είναι σε ένα επίπεδο τόσο υψηλό που θα το ζήλευε και μια πραγματικά σπουδαία ταινία μυθοπλασίας. Είναι πραγματικά από τις περιπτώσεις που επιβεβαιώνει το κλισέ «η ζωή ξεπερνάει τη φαντασία».

Δύσκολα θα επιτυγχανόταν ένα εξίσου σπουδαίο αποτέλεσμα αν ο άνθρωπος που πρωταγωνιστεί μπροστά από την κάμερα δεν χαρακτηριζόταν από ένα σύνολο τόσο ενδιαφέροντων στοιχείων, πολλές φορές αντιφατικών μεταξύ τους. Καταρχάς η ίδια η καταγραφή της ταινίας δεν τον αντιμετωπίζει μονοσήμαντα: πρόκειται για μια φιγούρα που και θαυμασμό μπορεί να προκαλέσει αυτονόητα για την απίστευτη δεξιότητα με την οποία βγάζει εις πέρας άθλους πέραν του κανονικού για τα όρια του ανθρωπίνου σώματος, και απορία για το πως επιμένει να περπατάει σε αυτήν την πορεία παρά το κόστος της τόσο στον ίδιο όσο και στα άτομα που βρίσκονται δίπλα του αλλά και συμπόνια για τη μοναξιά που βιώνει σε πνευματικό επίπεδο λόγω του ότι δεν μπορεί να φέρει τον περίγυρό του στη θέση να κατανοήσει την προσωπική του «αποστολή». Πρόκειται για ένα καθηλωτικό πορτραίτο, μεγαλεπήβολο, που ταυτόχρονα όμως έχει τα δυο του πόδια πατημένα γερά επάνω στη γη, εξοικειώνει τον θεατή με το πρόσωπο που παρακολουθεί, δεν το ανυψώνει στη σφαίρα του μύθου ούτε το αγιοποιεί μέσω μιας τεχνητής μεγέθυνσης και αποστασιοποίησης.

Φυσικά η μεγαλύτερη στιγμή του «Free Solo» δεν είναι άλλη από την κορύφωσή του, όταν έρχεται η ώρα για τον Honnold να υλοποιήσει τη φιλόδοξη επιθυμία του. Μονάχα αυτή η σεκάνς βάζει κάτω οποιαδήποτε απόπειρα για σασπένς και αδρεναλίνη έχει επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια στα είδη του θρίλερ και της δράσης εντός ή εκτός Χόλιγουντ. Είναι μια εμπειρία που σίγουρα απαιτεί την κινηματογραφική αίθουσα για να γίνει αντιληπτή στο μάξιμουμ και απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα. Αποτελεί ευτύχημα το ότι το εγχείρημα αυτό αλλά και το άτομο που το σχεδίασε έγιναν μέρος ενός λεπτομερούς ντοκουμέντου που απαθανάτισε κάτι εμβληματικό εν τη γενέσει του και όχι μιας βιογραφίας ενδεχομένως οσκαρικής στόχευσης που αναγκαστικά θα φίλτραρε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τα δεδομένα. Όπως εξίσου χαρμόσυνο είναι το πως αυτή η καταγραφή αναλαμβάνεται από κινηματογραφιστές παθιασμένους για το αντικείμενο, διατεθειμένους να δείξουν στον φακό και την ενδιαφέρουσα διαδικασία για το στήσιμο καθώς και τους εαυτούς τους για μια βαθύτερη κατανόηση της όλης συνθήκης, ποτέ όμως στο σημείο να υπερκαλύπτουν αυτά τα στοιχεία την ουσία που βρίσκεται στο επίκεντρο. Εν ολίγοις, ένας αληθινά θριαμβευτικός συνδυασμός τεχνοκρατικής τελειομανίας και ξεσηκωτικού μεγαλείου, μια δημιουργία που επιζητά και αξίζει ένα μεγάλο κοινό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

8 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *