1820, Όρεγκον. Ο ‘Κούκι’, ένας μοναχικός τυχοδιώκτης με ταλέντο στη μαγειρική, ενώνει δυνάμεις με έναν κινέζο εργάτη. Όταν ένας ξιπασμένος λεφτάς από την Αγγλία καταφθάνει στην περιοχή, οι δύο συνεργάτες καταστρώνουν ένα παράτολμο σχέδιο. Κάθε νύχτα, αρμέγουν κρυφά την αγελάδα του μεγαλοκτηματία, φτιάχνοντας πεντανόστιμα κεκάκια που γίνονται ανάρπαστα. Αυτή η παμπόνηρη κι επικερδής επιχείρηση, όμως, κρύβει και πολλούς κινδύνους.
Σκηνοθεσία:
Kelly Reichardt
Κύριοι Ρόλοι:
John Magaro … Otis ‘Cookie’ Figowitz
Orion Lee … King-Lu
Rene Auberjonois … ο άντρας με το κοράκι
Toby Jones … ο μεγαλοπαράγοντας
Ewen Bremner … Lloyd
Scott Shepherd … ο καπετάνιος
Gary Farmer … Totillicum
Alia Shawkat … η γυναίκα με τον σκύλο
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jonathan Raymond, Kelly Reichardt
Παραγωγή: Neil Kopp, Vincent Savino, Anish Savjani
Μουσική: William Tyler
Φωτογραφία: Christopher Blauvelt
Μοντάζ: Kelly Reichardt
Σκηνικά: Anthony Gasparro
Κοστούμια: April Napier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: First Cow
- Ελληνικός Τίτλος: Η Πρώτη Αγελάδα
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Half-Life του Jonathan Raymond.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
- Βραβείο επιτροπής στο φεστιβάλ του Ντοβίλ.
- Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ της Χιχόν.
Παραλειπόμενα
- Γυρίστηκε με μόλις 2 εκατομμύρια δολάρια. Η σκηνοθέτις όμως δήλωσε για αυτό ότι “ήταν πολλά για μένα”.
- Ο εναλλακτικός τίτλος ήταν Slow Elk.
- Στους τίτλους αναφέρεται και το όνομα της γελάδας, κι αυτό είναι Evie.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/1/2021
Από την εναρκτήρια σκηνή του συγκεκριμένου φιλμ καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται να δει κάτι πολύ ξεχωριστό. Η συνέχεια και η κατάληξη απλά επιβεβαιώνουν πανηγυρικά αυτή την αρχική εντύπωση. Πρόκειται για ιδιοσυγκρασιακό σινεμά, που παράλληλα διακρίνεται από μια πολύ ειδικού τύπου ευαισθησία, που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα σπάνιο κι εύθραυστο αβγό που χρειάζεται προστασία.
Όσοι δυσανασχετήσουν λόγω των αργών ρυθμών, των φαινομενικά απλών διαλόγων και κάποιων άλλων στοιχείων που ένας λιγότερο έμπειρος θεατής θα μπορούσε να αποκαλέσει «δύστροπα», θα έχουν παραμερίσει μια από τις πιο ιδιαίτερες ιστορίες φιλίας της πρόσφατης κινηματογραφικής μνήμης και συνάμα μια «κοφτερή» πολιτική αλληγορία γύρω από τα δομικά αδιέξοδα του καπιταλισμού, η οποία είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο προσβάσιμη από όσο φαίνεται. Και όλα αυτά με μια σκηνοθετική γραφή τόσο λιτή αλλά και με τόσο έντονη αίσθηση ταυτότητας, της οποίας κάθε επιλογή έχει τη δική της σημασία (όπως για παράδειγμα το σχεδόν τετράγωνο κάδρο, που είναι σαν να τονίζει τα εξαιρετικά στενά περιθώρια των ηρώων!). Ουσιαστικά, ο μόνος λόγος που το τελικό αποτέλεσμα δεν αγγίζει υπερβατικά επίπεδα, ενώ θα μπορούσε, είναι η ταπεινότητα της Reichardt, η οποία σεναριακά έχει ευρύ πεδίο στόχευσης, αλλά σημαδεύει στα χαμηλά. Αυτό το γνώρισμα λειτουργεί σαν δίκοπο μαχαίρι: τιμάει τη δημιουργό, που ενώ επανειλημμένα εδώ αποδεικνύει την καλλιτεχνική της αξία ποτέ δεν ξεπέφτει στην αυταρέσκεια (εν αντιθέσει δυστυχώς με μερικούς συναδέλφους της από το ανεξάρτητο κύκλωμα), ταυτόχρονα όμως περιορίζει τη δυναμική μιας πολύ αξιόλογης ιστορίας.
Πέραν αυτής της υποσημείωσης και κάνα δυο άλλων ενστάσεων (η φιλία μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών «χτίζεται» σκηνοθετικά κι ερμηνευτικά, αλλά όχι εξίσου αποτελεσματικά σε επίπεδο σεναρίου, ενώ επίσης δίνεται η αίσθηση πως η Reichardt κάποιες φορές «στρογγυλεύει» κάπως τη σκληρότητα της καθημερινότητας στην Αμερική των αρχών του 19ου αιώνα), η συνολική εικόνα είναι εξαιρετική. Κατασκευαστικά, η «Πρώτη Αγελάδα» είναι ένα σεμινάριο αποτελεσματικής αξιοποίησης ενός περιορισμένου προϋπολογισμού. Η σκηνογραφία και τα κοστούμια προφανώς προσαρμόζονται στα φτωχικά δεδομένα της εποχής στην οποία αναφέρεται το φιλμ, όμως ταυτόχρονα είναι τομείς που έχουν επιμεληθεί με εκπληκτικά μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια. Τα «βρώμικα» χρώματα της φωτογραφίας του Christopher Blauvelt εντείνουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τον ρεαλισμό του ύφους.
Είναι όμως η ουσία των όσων εκφράζονται μέσω του σεναρίου που κάνει το φιλμ αυτό που είναι. Η σκληρότητα της εξουσίας, η τραγική ματαιότητα του ρομαντισμού εντός των πλαισίων της αμερικανικής νοοτροπίας, η καταδίκη τού να βρίσκεται κανείς στον «πάτο» του συστήματος, είναι συνθήκες που όλες αποδίδονται με σκληρή ειλικρίνεια και με απόλυτα συνειδητοποιημένη πολιτικά ματιά από την πλευρά της Reichardt. Ταυτόχρονα αντιμετωπίζει με τρυφερότητα τους δύο κεντρικούς ήρωές της, φροντίζοντας παράλληλα η ταινία της να αποτελέσει φόρο τιμή στον ιδεαλισμό που αυτοί εκπροσωπούν και σε όλα τα ασυμβίβαστα πνεύματα των οποίων τα κατορθώματα χάθηκαν στον αδυσώπητο ρου της ιστορίας… Κι ενώ η ίδια έχει οπωσδήποτε καλούς λόγους για να επιδιώξει ένα συναισθηματικό κρεσέντο, επιδεικνύει από την αρχή μέχρι το -άκρως μελαγχολικό- τέλος μια υποδειγματική εγκράτεια που τελικά ωφελεί καθοριστικά τη μεγάλη εικόνα.
Το ντουέτο των John Magaro και Orion Lee είναι σίγουρα εξαιρετικό. Αμφότεροι καταφέρνουν να εκπέμψουν με μεγάλη επιτυχία την αίσθηση του απόκληρου, του ανθρώπου που γεννήθηκε σε λάθος εποχή. Ειδικά η συγκινητική εσωστρέφεια του πρώτου συνοψίζει κατά κάποιον τρόπο και το ύφος του φιλμ. Ξεχωριστή μνεία αξίζει ο Toby Jones, που συνδυάζει αριστοκρατικό αέρα και μοχθηρία με ερμηνευτική δεξιοτεχνία. Η συνεισφορά των τριών τους είναι πολύτιμη για το όραμα της Reichardt, το οποίο είναι νοηματικά κι αισθητικά απολύτως ολοκληρωμένο.
Δημιουργίες σαν τη συγκεκριμένη που επιμένουν «ρομαντικά» όπως οι φανταστικοί χαρακτήρες της σε ένα στιλ κινηματογράφησης κι αφήγησης κόντρα στις λογικές ταχυφαγείου που επικρατούν στο σημερινό σινεμά, ακόμη κι εκτός πλαισίου των μεγάλων στούντιο, δεν γίνεται παρά να γίνουν δεκτές με θερμές αγκάλες.
Βαθμολογία: