
Εμφύλιος Πόλεμος
- Civil War
- 2024
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Επιστημονικής Φαντασίας, Έπος, Θρίλερ, Περιπέτεια, Πολεμικό Δράμα, Ταινία Δρόμου
- 18 Απριλίου 2024
Η Λι, μια φωτορεπόρτερ, και μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων ακολουθούν μια γεμάτη αδρεναλίνη διαδρομή στην κατακερματισμένη Αμερική του κοντινού μέλλοντος, η οποία ισορροπεί στο χείλος του γκρεμού.
Σκηνοθεσία:
Alex Garland
Κύριοι Ρόλοι:
Kirsten Dunst … Lee
Wagner Moura … Joel
Cailee Spaeny … Jessie
Stephen McKinley Henderson … Sammy
Sonoya Mizuno … Anya
Nick Offerman … ο πρόεδρος
Jefferson White … Dave
Juani Feliz … Joy Butler
Nelson Lee … Tony
Edmund Donovan … Eddie
Jojo T. Gibbs … λοχίας
Jesse Plemons … στρατιώτης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Alex Garland
Παραγωγή: Gregory Goodman, Andrew Macdonald, Allon Reich
Μουσική: Geoff Barrow, Ben Salisbury
Φωτογραφία: Rob Hardy
Μοντάζ: Jake Roberts
Σκηνικά: Caty Maxey
Κοστούμια: Meghan Kasperlik
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Civil War
- Ελληνικός Τίτλος: Εμφύλιος Πόλεμος
Παραλειπόμενα
- Ο Alex Garland δήλωσε πως η ταινία είναι συγγενική με προηγούμενο φιλμ του, Men (2022),
- Τα γυρίσματα έγιναν στην πολιτεία της Τζόρτζια αλλά και στο Λονδίνο.
- Ο Jesse Plemons είχε αρνηθεί ότι ήταν μέλος του καστ, μέχρι που αποκαλύφθηκε η συμμετοχή του μέσω του πρώτου trailer.
- Με μπάτζετ 50 εκατομμύρια δολάρια, έγινε η πιο ακριβή παραγωγή της A24. Μαζί όμως έγινε και η δεύτερη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της ανεξάρτητης εταιρίας, με κέρδη 122,6 εκατομμύρια δολάρια.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 17/4/2024
Δεν υπάρχει κανένα απτό στοιχείο που να κατατάσσει τον “Εμφύλιο Πόλεμο” στο είδος της επιστημονικής φαντασίας και παρόλα αυτά δεν παρατηρείται καμιά απόσταση από τις προηγούμενες ταινίες του Alex Garland όπως το “Ex Machina” και το “Annihilation”. Είναι μια τρομακτική συνειδητοποίηση ότι όσα παρακολουθούμε αποτελούν ταυτόχρονα έναν δυστοπικό εφιάλτη και μια ολότελα επίκαιρη κατάσταση που θα μπορούσε να εκτυλίσσεται κυριολεκτικά την αυριανή μέρα, μετατρέποντας την ταινία αυτή σε μια δυσβάσταχτη εμπειρία.
Σε πρώτο επίπεδο, παρακολουθούμε ένα road-trip μιας ομάδας τεσσάρων πολεμικών ανταποκριτών, η σύνθεση της οποίας έχει και αυτή τη σημασία της μέσα στο πολυεπίπεδο έργο του Garland -μαζί με τους δύο κορυφαίους ανταποκριτές βρίσκονται ένας θρυλικός αλλά ανήμπορος λόγω ηλικίας να πραγματοποιήσει την αποστολή δημοσιογράφος και μια νεαρή κοπέλα στην πρώτη της απόπειρα να εξασκήσει το επάγγελμα. Στον δρόμο τους για την Ουάσιγκτον γινόμαστε μάρτυρες μιας Αμερικής ερειπωμένης και εγκαταλελειμμένης. Βλέπουμε πώς η δουλειά των ανταποκριτών τους φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια της ανθρώπινης αντοχής και πώς οδηγούνται σε μια σκληρότητα για αυτοπροστασία. Αυτό εκφράζεται πρωτίστως μέσω της Λι, που υποδύεται μια συγκλονιστική Kirsten Dunst, η οποία μετουσιώνει το διττό της απάνθρωπης αποστασιοποίησης και τους ωκεανούς σκέψεων και συναισθημάτων πίσω από το πρόσωπό της, λειτουργώντας ως μέντορας της Τζέσι που πραγματοποιεί το δικό της ταξίδι ανακάλυψης των μεθόδων αυτοπροστασίας.
Το σεναριακό πρόσχημα της ταινίας έχει τη διάθεση να αναλύσει τον ακραίο διχασμό που συναντάει κανείς όχι μόνο στην Αμερική αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο έτσι όπως εκφράζεται την τελευταία δεκαετία στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Ο Garland καταφέρνει δύο εξαιρετικά συγγραφικά επιτεύγματα: το πρώτο είναι να μην αναφέρεται ποτέ κάποια συγκεκριμένη χρονολογία, με την αίσθηση ότι όλα μπορούν να συμβαίνουν αυτή τη στιγμή να υπερβαίνει μια τέτοια ανάγκη. Το δεύτερο είναι πως καθόλη τη διάρκεια της ταινίας κανένας δεν παίρνει θέση στο ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τα αίτια της απόσχισης των πολιτειών, δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη για το ποιος κρύβεται από πίσω, κανένα όνομα δεν αναφέρεται ποτέ. Υπάρχουν μόνο δύο αντίπαλοι στρατοί και η αφήγηση του Garland είναι τόσο σφιχτά δομημένη που ξεχνάς να αναρωτηθείς και ο ίδιος. Πολύ συχνά δεν διακρίνεις καν σε ποιο στρατόπεδο ανήκουν οι στρατιώτες που εμφανίζονται στην οθόνη και γίνεσαι απλά μάρτυρας αποτρόπαιων και ανατριχιαστικών συμπεριφορών, μιας πραγματικότητας που καμία πλευρά ποτέ σε κανέναν πόλεμο δεν παραδέχεται, ότι ο επίσημος σκοπός ενός πολέμου είναι διαφορετικός από τον πραγματικό, γεννώντας στον άνθρωπο μια βιαιότητα χωρίς αντίκρισμα. Οι πιο ενοχλητικές σκηνές της ταινίας καταφέρνουν να είναι αυτές στις οποίες οι ανταποκριτές συναντούν πολίτες και το ζητούμενο για τον Garland είναι να δείξει τις αντιδράσεις των χαρακτήρων απέναντι σε όσα γίνονται μάρτυρες. Ούτε οι ίδιοι παίρνουν κάποια θέση υποστήριξης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, αλλά ο Garland τους αξιοποιεί για να υπονοήσει την ηθική πλευρά του επαγγέλματος αυτού, με τις φωτογραφίες που τραβούν με τις μηχανές τους να είναι ένας ατελείωτος εφιάλτης και ταυτόχρονα το όνειρο κάθε δημοσιογράφου να έχει στα χέρια του, το οποίο πηγαίνοντάς το ένα βήμα παραπέρα αφορά και εμάς ως καταναλωτές αυτού του είδους ωμής γραφικότητας.
Η ταινία δεν αφήνει το περιεχόμενο να μιλήσει από μόνο του και ο Garland σκηνοθετεί συνταρακτικές σκηνές είτε αφορούν διαλόγους είτε μια από τις καλύτερες απεικονίσεις στρατιωτικών επιχειρήσεων που έχουμε δει στην οθόνη. Η εξαιρετική δουλειά στον σχεδιασμό ήχου τη μετατρέπει σε ενεργό στοιχείο της αφήγησης, καθώς μας βάζει εντός της δράσης όπου κάθε αντίληψη ζωής αποτελεί θανάσιμο κίνδυνο, ενώ η κινηματογράφηση του φινάλε αρκεί για να κάνει τον Garland αποδέκτη σημαντικών βραβείων.
Βαθμολογία: