Αυτή είναι η ιστορία αγάπης της νεαρής Μάρεν, που μαθαίνει να επιβιώνει στο περιθώριο, και του Λι, ενός τυχοδιώκτη και απόκληρο νέου. Οι δυο τους διασταυρώνονται και βιώνουν τη δική τους οδύσσεια μέσα από κρυμμένα περάσματα, παράδρομους και καταπακτές με φόντο την Αμερική του Ρόναλντ Ρίγκαν. Όλοι οι δρόμοι τούς οδηγούν στο τρομαχτικό παρελθόν τους και στην τελική δοκιμασία που θα καθορίσει αν η αγάπη τους μπορεί να αντέξει τη διαφορετικότητα τους.

Σκηνοθεσία:

Luca Guadagnino

Κύριοι Ρόλοι:

Taylor Russell … Maren Yearly

Timothee Chalamet … Lee

Mark Rylance … Sully

Michael Stuhlbarg … Jake

Andre Holland … Frank Yearly

Chloe Sevigny … Janelle Yearly

David Gordon Green … Brad

Claudio Encarnacion Montero … Dwan

Jake Horowitz … Lance

Anna Cobb … Kayla

Jessica Harper … η γιαγιά της Maren

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: David Kajganich

Παραγωγή: Timothee Chalamet, Luca Guadagnino, David Kajganich, Francesco Melzi d’Eril, Lorenzo Mieli, Marco Morabito, Gabriele Moratti, Theresa Park, Peter Spears

Μουσική: Trent Reznor, Atticus Ross

Φωτογραφία: Arseni Khachaturan

Μοντάζ: Marco Costa

Σκηνικά: Elliott Hostetter

Κοστούμια: Giulia Piersanti

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Bones and All
  • Ελληνικός Τίτλος: Bones and All

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Bones & All της Camille DeAngelis.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο σκηνοθεσία και νέας ηθοποιού (Taylor Russell).

Παραλειπόμενα

  • Η διασκευή του μυθιστορήματος του 2015 της Camille DeAngelis είχε ανακοινωθεί το 2019 με σκηνοθέτη τον Antonio Campos. Όλα ξεκαθάρισαν το 2021, όταν μαζί με το όνομα του Luca Guadagnino εμφανίστηκαν και οι δύο κεντρικοί ηθοποιοί.
  • Ο Guadagnino γυρίζει για πρώτη φορά ταινία σε αμερικανικό έδαφος, με την παραγωγή όμως να είναι κυρίως ιταλική.
  • Τα γυρίσματα σημαδεύτηκαν από διαρρήξεις σε αυτοκίνητα μελών του συνεργείου. Κι ενώ υπήρξαν διαμαρτυρίες ως προς το να καλύψει η τοπική αρχή την ασφάλεια τους, το δημοτικό συμβούλιο του Σινσινάτι πλήρωσε τα 50 χιλιάδες δολάρια που απαιτήθηκαν από τους παραγωγούς.
  • Η αμερικανή καλλιτέχνιδα Elizabeth Peyton δέχτηκε την παραγγελία του σκηνοθέτη για έναν πίνακα βασισμένο στο φιλμ. Το έργο της ονομάστηκε Kiss (Bones and All), και αποτέλεσε την αρχική αφίσα της ταινίας, με την οποία παρουσιάστηκε και στο φεστιβάλ Βενετίας.
  • Πρώτη συνεργασία σε διανομή για τις Metro-Goldwyn-Mayer και United Artists Releasing, μετά τη συμφωνία της δεύτερης με την Amazon το 2022. Αυτό όμως αφορά μόνο τα δικαιώματα στις ΗΠΑ, μια και στον υπόλοιπο πλανήτη τα ανέλαβε η Warner Bros. Pictures, πλην της Ιταλίας (Vision Distribution).

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Trent Reznor και Atticus Ross έγραψαν και το τραγούδι (You Made it Feel Like) Home, ερμηνευμένο από τους ίδιους και τη Mariqueen Maandig Reznor.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 23/11/2022

Η υψηλή ποιότητα στην οπτική απεικόνιση που χαρακτηρίζει κάθε δουλειά του ικανότατου σκηνοθέτη Luca Guadagnino είναι το εργαλείο του για να καταστήσει θελκτικές τις δημιουργίες του στο κοινό. Η αποδοχή και η εμπορικότητά του φέρνουν στον νου έναν χαμένο σινεφιλισμό του παρελθόντος, ενώ ακόμα και στο έμπειρο μάτι, οι επιρροές που εντοπίζονται δεν φαντάζουν ως εύκολες λύσεις ενός διαβασμένου σκηνοθέτη. Το στιλ επιτάσσεται πρωτίστως από τις διαπροσωπικές σχέσεις των χαρακτήρων που αποτελούν κινητήριο δύναμη και δεν αντιμετωπίζονται ποτέ επιδερμικά.

Στην περίπτωση του “Bones and All”, είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που διασώζει το όλον από το να εκπέσει σε ένα χαοτικό συνονθύλευμα ειδών. Παρά την προσεκτική διασκευή του ομώνυμου βιβλίου όσον αφορά την εσωτερική συνοχή των εκάστοτε σκηνών, το περιεχόμενό τους διαφέρει σημαντικά στην εστίαση του ενδιαφέροντος, κάνοντάς με αρχικά να αναρωτιέμαι ποια είναι η ιστορία που παρακολουθώ και αν υπάρχει εντέλει κάποιο νόημα.

Με τη μελαγχολική εκφραστικότητα να αποτελεί το δυνατό αλλά ίσως το μοναδικό της σημείο, η Taylor Russell συστήνεται ως η 18χρονη παρίας Μάρεν που προσπαθεί να ενταχθεί στην παρέα των στερεοτυπικά κοινωνικών συμμαθητριών της. Η κάμερα του Guadagnino απεικονίζει τη συνθήκη με μαεστρικά πλάνα διακριτικής σημασίας, ώσπου αιφνιδίως η Μάρεν κατασπαράζει το δάχτυλο της συμμαθήτριάς της, αφήνοντας το κατακρεουργημένο κόκκαλο να κρέμεται από το άκρο της. Αυτή η γκροτέσκα περιγραφή αντιστοιχεί πλήρως στην κινηματογράφηση κάθε ανάλογης σκηνής, όπου χαρακτήρες ξεσκίζουν και μασουλούν ματωμένα κομμάτια σάρκας αφήνοντας πίσω τους κάτι που θυμίζει σκηνή βίαιου εγκλήματος. Αν ακούγεται δυσάρεστο και κακόγουστο, είναι…

Ρίχνοντας το βάρος στην οπτική ανάδειξη των επιμέρους στοιχείων, ο Guadagnino μοιάζει να μας αποσπά από αυτό που ούτε ο ίδιος ούτε το σενάριο έχουν αποφασίσει: τι είναι ο κανιβαλισμός που παρουσιάζεται στην ιστορία και πώς προσδιορίζει τελικά την ίδια την ταινία; Πρόκειται για μια φαντασμαγορία τρόμου; Ένα μετεφηβικό υπερφυσικό ρομάντζο; Μια ταινία δρόμου για δύο ανθρώπους που δεν μπορούν να ενταχθούν στην κοινωνία; Παρότι η τελευταία παρουσιάζεται λόγω του στιλ που διατηρεί ο Guadagnino σαν η πιο πιθανή απάντηση, το σενάριο του David Kajganich μοιάζει σαν μια γενική ιδέα με πολλές πιθανές προεκτάσεις που δεν πέρασαν ποτέ από το στάδιο της νοηματικής αξιολόγησης και επιλογής.

Για χαρακτήρες που «απλώς» δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τις κανιβαλιστικές τάσεις τους, η ταινία τούς κάνει να συμπεριφέρονται υπερβολικά σαν βρικόλακες, προσδίδοντάς τους μεταφυσικά χαρακτηριστικά όπως την ικανότητα να αντιλαμβάνονται μέσω της οσμής ο ένας τον άλλον ή το πότε κάποιο υποψήφιο θύμα πλησιάζει προς τον θάνατο. Σε όλο το εύρος του βαμπιρικού μύθου, από το “Νοσφεράτου” μέχρι το “Λυκόφως”,  η κατάποση αίματος δεν είναι το κυρίαρχο σημαίνον θέαμα και συχνά εκφράζει μεταφορικά στοιχεία όπως το σεξ, την εξουσία και την εμμονή. Αν όμως οι χαρακτήρες, που υποτίθεται ότι το κοινό πρέπει να τους νιώσει, να τους κατανοήσει και να τους συμπονέσει, τρώνε ανθρώπους χωρίς κάποιο υψηλότερο ή χαμηλότερο νόημα πέρα από την πράξη αυτή καθαυτή, πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;

Η ταινία οδηγεί τον Timothee Chalamet, για λόγους που δεν σχετίζονται με την υποκριτική του δεινότητα, να εγκλωβίσει την ερμηνεία του μεταξύ της ειλικρινούς του προσέγγισης και του εμφανισιακού του στιλ, το οποίο περισσότερο από ποτέ καθορίζει τον χαρακτήρα που υποδύεται, σαν να πρόκειται για μοντέλο που παρουσιάζει μια νεανική κολεξιόν. Σεναριακά στοιχεία που θα μπορούσαν να ρίξουν λίγο φως γύρω από την προσωπικότητά του, πέρα από την αβρή ιδιοσυγκρασία του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τη σεξουαλικότητά του, διατηρούνται μονίμως σε ένα άβολο φόντο και τον καθιστούν συγκεχυμένο παρά μυστηριώδη.

Το επίπεδο ερμηνειών των δεύτερων ρόλων είναι ένα εκ του ασφαλούς παιγμένο στοίχημα, με έκτακτες παρουσίες ποικίλων βαθμών σημασίας. Ο Michael Stuhlbarg κεντάει σε μια άκρως κόντρα εμφάνιση, η Jessica Harper προσθέτει κύρος σε έναν διεκπεραιωτικό ρόλο, ενώ η αξιοθαύμαστη Chloe Sevigny παρέχει ένα σύντομο και αναγκαίο στοιχείο σοκ. Επιτελούν τον σκοπό τους και μετά εξαφανίζονται, άλλη μια ένδειξη του επεισοδιακού χαρακτήρα της ταινίας εις βάρος ενός ολοκληρωμένου αποτελέσματος. Παρόμοιο σκοπό επιτελεί και το επιμελημένο soundtrack, με Kiss και Joy Division σαν συνοδευτικό στην ατμοσφαιρική μουσική των Trent Reznor και Atticus Ross.

Είναι απορίας άξιο πώς ο Guadagnino κατορθώνει με τη σκηνοθετική μαεστρία του να ανυψώσει την αίσθηση σοβαρότητας σε μια επιτηδευμένη ιστορία που προσπαθεί να καλύψει τις χαρακτηριστικές ατέλειές της με γερές δόσεις ποζεριάς. Κατορθώνει έτι μία φορά να δημιουργήσει κάτι θελκτικό ακόμα και σε πιο απρόσιτα καλλιτεχνικά πλαίσια, εντούτοις η επιλογή αυτού του κενού πρωτότυπου υλικού μοιάζει χαμένος κόπος για τους ταλαντούχους εμπλεκόμενους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *