Τυφλό Σημείο
- Blindspotting
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραμεντί
- 25 Οκτωβρίου 2018
Όκλαντ, Καλιφόρνια. O Κόλιν προσπαθεί να περάσει τις τελευταίες τρεις ημέρες της αστυνομικής του επιτήρησης όσο πιο ομαλά γίνεται στην ύστατη προσπάθειά του να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Ωστόσο, ο παιδικός του φίλος Μάιλς είναι ένας πραγματικός μαγνήτης για μπελάδες. Οι δύο κολλητοί επιστρέφουν στην παλιά τους γειτονιά όπου η νοσταλγία μπλέκεται με καινούργια απρόσμενα σκηνικά και σπαρταριστά γεγονότα. Μία αναποδιά όμως αρκεί ώστε να βάλει τον Κόλιν σε νέες περιπέτειες και να κάνει τα πράγματα να σοβαρέψουν.
Σκηνοθεσία:
Carlos Lopez Estrada
Κύριοι Ρόλοι:
Daveed Diggs … Collin Hoskins
Rafael Casal … Miles
Janina Gavankar … Val
Jasmine Cephas Jones … Ashley
Ethan Embry … αστυνόμος Molina
Tisha Campbell-Martin … Mama Liz
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Rafael Casal, Daveed Diggs
Παραγωγή: Jessica Calder, Keith Calder, Rafael Casal, Daveed Diggs
Μουσική: Michael Yezerski
Φωτογραφία: Robby Baumgartner
Μοντάζ: Gabriel Fleming
Σκηνικά: Tom Hammock
Κοστούμια: Emily Batson
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Blindspotting
- Ελληνικός Τίτλος: Τυφλό Σημείο
Παραλειπόμενα
- Πρώτη κινηματογραφική σκηνοθεσία για τον Carlos Lopez Estrada, κι ενώ ήταν ενεργός στον χώρο των μουσικών βίντεο.
- Ο Daveed Diggs και ο Rafael Casal, φίλοι στην προσωπική τους ζωή, έγραψαν το σενάριο περίπου στα μέσα των ’00, έχοντας κατά νου να αναδειχτεί το Όκλαντ, μια περιοχή που πιστεύουν ότι είναι υποβαθμισμένη στον κινηματογράφο. Για τα επόμενα 9 χρόνια, το πρώτο αυτό σενάριο συνεχώς αναπτύσσονταν, με μοναδικό σκοπό, λόγω που καθυστερούσε να γίνει ταινία, την αναβάθμιση του στα νέα χρονικά πρότυπα.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/10/2018
Το “Τυφλό Σημείο” έχει όλα τα βασικά γνωρίσματα ενός πολλά υποσχόμενου, δυνατού αλλά κι ελαττωματικού σε σημεία σκηνοθετικού ντεμπούτου (ο Carlos López Estrada έχει μεν παρελθόν στο χώρο των φιλμ μικρού μήκους και των βιντεοκλίπ, αλλά τεχνικά αυτό είναι το πρώτο του ολοκληρωμένο κινηματογραφικό βήμα): φρεσκάδα, ένας παρορμητικός και συνάμα νεανικός ενθουσιασμός, πηγαία αυθεντικότητα στην περιγραφή συμπεριφορών και καταστάσεων, αλλά ταυτόχρονα και μια υπερφόρτωση αισθητικά και θεματικά πάνω στη φόρα του να μπουν όσα περισσότερα καρπούζια γίνεται κάτω από την ίδια μασχάλη λόγω δημιουργικής υπερέντασης. Η κωμική πλευρά της ταινίας, ακόμη κι αν μερικές φορές φαντάζει να “υπερφορτώνει” ιδιοσυγκρασιακά για να αφήσει ένα δικό της στίγμα (κι αυτό βέβαια με αρκετά δάνεια από πρώιμο Spike Lee), είναι άκρως λειτουργική, βγάζει πηγαίο και καλοπροαίρετο γέλιο, καταφέρνοντας παράλληλα να “χρωματίσει” τους χαρακτήρες και να τους καταστήσει ακόμη πιο συμπαθείς και ανθρώπινους από ότι αν η ίδια ιστορία έμενε μονάχα σε ένα σοβαρό προσωπείο κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού. Έτσι, ακόμη κι όταν γίνεται η στροφή προς το δράμα, ομολογουμένως συχνά με τρόπο κάπως υπερβολικά εμφατικό και ηθικοπλαστικό (ειδικά όσον αφορά τις σκηνές των ονείρων και των παραισθήσεων του πρωταγωνιστή που χρησιμοποιούν υπέρ το δέον κραυγαλέους συμβολισμούς), είναι η συμβίωσή του με το χιούμορ που έχει προηγηθεί που κάνει το σύνολο να στέκεται σε ένα καλό επίπεδο και το πως εναλλάσσονται, με το ένα κομμάτι να δίνει “πάσες” στο άλλο.
Ο Estrada πολύ έξυπνα ντύνει τα δρώμενα με ένα φανταχτερό, πλουμιστό περιτύλιγμα, υιοθετώντας μια φόρμα υπερστυλιζαρισμένη, σαν να βγήκε από τις σελίδες κάποιου κόμικ, και που σε συνδυασμό με τα λαμπερά χρώματα της φωτογραφίας Robby Baumgartner, είναι σαν να φιλτράρουν τις ταπεινές γειτονιές του Όουκλαντ υπό το αισθητικό πρίσμα της γενιάς που είναι τώρα στα πράγματα στις Η.Π.Α., μεγαλωμένης μέσα στη χιπ χοπ (η ροκ ως το επικρατέστερο σε δημοφιλία μουσικό είδος στη νεολαία έχει πεθάνει τα τελευταία χρόνια), τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα κινήματα στο πνεύμα του “Black Lives Matter”. Μπορεί κάποιος να ψέξει αυτήν την επιλογή τονίζοντας ότι έτσι απομακρύνεται από μια ρεαλιστική οπτική που θα όφειλε να έχει ένα φιλμ τόσο στενά συνδεδεμένο με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, όμως εν τέλει είναι αυτή η θεώρηση που κάνει τη διαφορά, όχι μόνο γιατί είναι μια ξεχωριστή εικαστικά πρόταση, αλλά κι επειδή καταφέρνει έτσι να μπει στη νοοτροπία της κοινότητας που απεικονίζει και να την κάνει να εισακουστεί και σε επίπεδο προσωπικής έκφρασης πέραν της πολιτικής. Έτσι κατορθώνει να μιλήσει πιο γνήσια και να επικοινωνήσει με μεγαλύτερη δύναμη τον προβληματισμό του από ότι αν ακολουθούταν ο δρόμος ακόμη ενός αστικού δράματος μιμούμενο το ύφος που καθιερώθηκε δεκαετίες πριν ελέω Sidney Lumet.
Το μεγαλύτερο όμως ατού εδώ είναι η πραγματικά απολαυστική χημεία και η αλληλεπίδραση μεταξύ των Daveed Diggs και Rafael Casal που υπογράφουν και το σενάριο. Η γεμάτη σκαμπανεβάσματα φιλία τους και η ανωριμότητα του δεύτερου που ισορροπείται με την επιφυλακτικότητα και την εγκράτεια του πρώτου καθιστούν το “Τυφλό Σημείο” και μια ουσιώδη μελέτη επάνω στην κατασκευή του λεγόμενου buddy movie, παίζοντας με τις συμβάσεις του είδους για να κινηθεί εκτός των ορίων του. Είναι φανερή και η επίδραση που έχουν ασκήσει οι σκορσεζικοί “Κακόφημοι Δρόμοι” στην αποτύπωση αυτής της σχέσης, και ακόμη κι αν εδώ δεν πρόκειται για περίπτωση ενός εκκολαπτόμενου δημιουργού παρόμοιου διαμετρήματος, τα περισσότερα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα σωστό πρώτο σκηνοθετικό βήμα δηλώνουν παρόντα. Έστω και με μια πλοκή που ανά φάσεις δείχνει υπερβολικά αποσπασματική και “χαλαρή”, σαν μια συρραφή πολλών μεμονωμένων ευρημάτων που προέκυψαν ύστερα από διαδικασία ιδεοκαταιγισμού, πρόκειται για μια δουλειά με παλμό και ισχυρή προσωπικότητα, που στον πυρήνα των νοημάτων της αφορά ένα πληθυσμιακό εύρος ακόμη μεγαλύτερο και από αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο του προβληματισμού που αναπτύσσει.
Βαθμολογία: