
Όλα Χάθηκαν
- All Is Lost
- 2013
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δραματικό Θρίλερ, Επιβίωσης, Περιπέτεια
- 07 Νοεμβρίου 2013
Ένας ιστιοπλόος μεγάλης ηλικίας, αλλά εξαιρετικής φυσικής κατάστασης, κάνει ένα μοναχικό ιστιοπλοϊκό ταξίδι όταν ξαφνικά το σκάφος του συγκρούεται με ένα τεράστιο κοντέινερ, το οποίο χωρίς εμφανή λόγο πλέει στη μέση του ωκεανού. Η μικρή τρύπα που ανοίγει στο σκάφος δεν δημιουργεί άμεσο κίνδυνο κι όμως το νερό που μπαίνει καταστρέφει αμέσως το δορυφορικό κινητό, τον ασύρματο κι άλλα ζωτικά όργανα του σκάφους. Το μόνο που μένει είναι ένας άνθρωπος που πρέπει να επιβιώσει μόνος απέναντι στη φύση, που όμως δεν είναι πρόθυμη να τον αφήσει να γλιτώσει εύκολα…
Σκηνοθεσία:
J.C. Chandor
Κύριοι Ρόλοι:
Robert Redford … ο άντρας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: J.C. Chandor
Παραγωγή: Neal Dodson, Anna Gerb, Justin Nappi, Teddy Schwarzman
Μουσική: Alex Ebert
Φωτογραφία: Frank G. DeMarco
Μοντάζ: Pete Beaudreau
Σκηνικά: John P. Goldsmith
Κοστούμια: Van Broughton Ramsey
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: All Is Lost
Ελληνικός Τίτλος: Όλα Χάθηκαν
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ηχητικών εφέ.
- Χρυσή Σφαίρα μουσικής. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Robert Redford) σε δράμα.
- Υποψήφιο για Bafta ήχου.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία γυρίστηκε όλη μέσα σε ειδική δεξαμενή νερού στα Baja Studios στο Μεξικό. Χρειάστηκαν μονάχα τρεις ημέρες ανοιχτά στον ωκεανό, ώστε να μαζευτούν και κάποια μακρινά πλάνα.
- Χρεισιμοποιήθηκαν 3 γιοτ για τα γυρίσματα, όπου και τα τρία καταστράφηκαν.
- Κατά γυρίσματα, ο Robert Redford μούλιασε τόσο πολύ και σε συνεχή βάση, που έπαθε μόλυνση στο αριστερό του αυτί, και έχασε το 60% της εκεί ακοής του.
- Εκτός από τον Redford, δεν υπάρχει κανένας άλλος στο καστ της ταινίας.
- Το σενάριο έχει ελάχιστο μονόλογο, και καλύφθηκε με 32 μόνο σελίδες.
- Στην εκτός συναγωνισμού πρεμιέρα του στο φεστιβάλ Κανών, χειροκροτήθηκε επί 9 λεπτά.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος
Έκδοση Κειμένου: 7/10/2013
Ο αμερικανός σκηνοθέτης J.C. Chandor εμφανίστηκε πρώτη φορά στα κινηματογραφικά δρώμενα με την υποψηφία για Όσκαρ ταινία του, «Ο Δρόμος του Χρήματος», η οποία, με τη χρήση διαλογών κι ομιλιών προσπάθησε να παρουσιάσει και να μας εξηγήσει την οικονομική κρίση σαν να ήμασταν «ένα μικρό παιδί». Η νέα του ταινία «Όλα Χάθηκαν» δεν έχει σχεδόν καθόλου ομιλία. Υπάρχει ένας σύντομος μονόλογος (που χρησιμεύει ως πρόλογος) και κάνα δύο φωνές, αλλά μέχρι εκεί.
Η υπόθεση θέλει τον Robert Redford να παίζει έναν ανώνυμο και μοναχικό ιστιοπλόο που ξυπνά ένα πρωί για να βρει το σκάφος του να έχει πέσει πάνω σε ένα κοντέινερ, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαρροή νερού στην καμπίνα του. Διαθέτοντας μια εξαιρετική προσοχή στη λεπτομέρεια, η ταινία επικεντρώνεται στην προσπάθεια επιβίωσης του πρωταγωνιστή, καθώς ήρεμα αλλά με προσοχή κάνει τα σωστά πράγματα, ξεπερνώντας μια σειρά από καταστροφικά και δραματικά γεγονότα, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι δεν θα πεθαίνει στη μέση του ωκεανού. Κι εδώ κρύβεται η δύναμη της. Στο εντελώς μη δραματοποιημένο τρόπο με τον οποίο ο χαρακτήρας τα βγάζει πέρα με κάθε πρόβλημα. Δεν υπάρχουν δάκρυα ή κατηγόριες, δεν υπάρχουν εκλύσεις στον Θεό ή στροφή προς την προσευχή. Δεν κολλάει στην κατάσταση του, αλλά προσπαθεί να βγει από αυτήν. Μπορεί να μην είναι γρήγορος, αλλά η ηλικία του είναι ένα πλεονέκτημα. Είναι ένας άνθρωπος από μια γενιά που ξέρει πώς να κάνει πράγματα και ο Redford το αποδίδει αυτό υπέροχα.
Και μπορεί η πρώτη εντύπωση να είναι πως μιλάμε για μια απλή ιστορία ενός άνδρα που χάνεται στην θάλασσα, όμως το «Όλα Χάθηκαν» είναι πολλά παραπάνω. Φέρνοντας στο μυαλό το μυθιστόρημα «Ο Γέρος και η Θάλασσα» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ όσον αφορά την απεικόνιση του ανθρώπου ενάντια στα στοιχειά της φύσης, το φιλμ του Chandor είναι ένα πρωτότυπο και συγκλονιστικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που μάχεται για τη ζωή του. Οι μεταφορές και οι οπτικές λεπτομέρειες που βρίσκονται κρυμμένες μέσα στην απλοϊκότητα του θέματος, είναι σε τέτοιο βάθος που είναι πραγματικά εντυπωσιακό και καθηλωτικό όταν κάτσεις να το σκεφτείς. Η ρεαλιστικότητα, τώρα, με την οποία είναι όλα αποτυπωμένα, μετατρέπει το έργο σε μια συναρπαστική και γεμάτη σασπένς περιπέτεια.
Ως ο μοναχικός χαρακτήρας, ο Robert Redford παραδίδει μια αξιοθαύμαστη ερμηνεία. Χωρίς άλλους ανθρώπους γύρω του, δεν αρθρώνει λέξη, ενώ για χάρη της πίστης του Chandor στους θεατές και την ικανότητα τους να καταλάβουν από μόνοι τους τα πράγματα, δεν υπάρχει ούτε καν αφήγηση του ήρωα για να εξηγήσει τι σκέφτεται κι αισθάνεται. Αντ’ αυτού, είναι το πρόσωπό του και οι ενέργειές του που αντικαθιστούν την ομιλία. Εκεί που ένας άλλος ηθοποιός θα έμπαινε στον πειρασμό να υπερβάλλει, ο Redford διατηρεί μια απίστευτη στωικότητα, γεγονός που καθιστά τις στιγμές που ξεσπάει ακόμα πιο ισχυρές. Όμως, πέρα από αυτή τη στωικότητα, μπορούμε πάντα να δούμε ότι το μυαλό του λειτουργεί, ότι έχει ένα σχέδιο. Είναι μια αριστοτεχνική απόδοση από έναν θρύλο του Χόλιγουντ, που θα τον οδηγήσει σίγουρα σε βραβεύσεις.
Συνοψίζοντας, το «Όλα Χάθηκαν» είναι ένα εξωφρενικά εντυπωσιακό επίτευγμα του Chandor. Μια εκπληκτικά ώριμη και βαθιά ιστορία για τη δύναμη της φύσης, τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και τη δύναμη της θέλησης που έχουμε όλοι μέσα μας προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αυτή τη δύναμη και τις δυσκολίες και να επιβιώσουμε.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 27/9/2014
Το όλο κείμενο του φιλμ δεν ξεπερνά τη μία σελίδα. Εδώ «μιλάει» καθαρά η εικόνα με την υπόκρουση της θάλασσας να την ντύνει, εδώ έχουμε καθαρό κινηματογράφο όπου η αλληλουχία των πλάνων και η «σιωπηλή» ερμηνεία του 77χρονου Ρόμπερτ Ρέντφορντ (κορυφαία του στιγμή) καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα υπαρξιστικό έπος του «ενός ανδρός απέναντι στα στοιχεία της φύσης», ενώ στο τέλος, και πάλι με την ίδια εκφραστική λιτότητα, έχουμε μια δραματική κορύφωση που μας χαρίζει γνήσια συγκίνηση. Ο ωκεανός, η μοναξιά, η καταιγίδα, οι καρχαρίες, η ψυχραιμία και η λογική, το πείσμα, όλα σε βάζουν μέσα. Απόλυτος ρεαλισμός, σινεμά-αλήθεια. Ένα φιλμ από τον πολυσχιδή όπως φαίνεται Τζ. Σι. Τσάντορ («Margin Call»), που θα ενθουσίαζε τους Τζακ Λόντον («Call of the Wild») και Έρνεστ Χέμινγουεϊ («The Old Man and the Sea»).
Βαθμολογία: