Στην καρδιά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δύο νεαροί βρετανοί στρατιώτες, ο Σκόφιλντ και ο Μπλέικ, αναλαμβάνουν μια δύσκολη κι επικίνδυνη αποστολή. Σε μια μάχη ενάντια στον χρόνο, πρέπει να περάσουν στα εδάφη του αντιπάλου και να παραδώσουν ένα μήνυμα που θα σταματήσει μια θανάσιμη επίθεση σε εκατοντάδες στρατιώτες, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο αδερφός του Μπλέικ.
Σκηνοθεσία:
Sam Mendes
Κύριοι Ρόλοι:
Dean-Charles Chapman … υποδεκανέας Thomas ‘Tom’ Blake
George MacKay … υποδεκανέας William ‘Will’ Schofield
Mark Strong … λοχαγός Smith
Andrew Scott … υπολοχαγός Leslie
Richard Madden … υπολοχαγός Joseph Blake
Colin Firth … στρατηγός Erinmore
Benedict Cumberbatch … συνταγματάρχης MacKenzie
Claire Duburcq … Lauri
Adrian Scarborough … ταγματάρχης Hepburn
Daniel Mays … λοχίας Sanders
Jamie Parker … υπολοχαγός Richards
Michael Jibson … υπολοχαγός Hutton
Richard McCabe … συνταγματάρχης Collins
Justin Edwards … λοχαγός Ivins
Nabhaan Rizwan … Jondalar
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sam Mendes, Krysty Wilson-Cairns
Παραγωγή: Pippa Harris, Callum McDougall, Sam Mendes, Brian Oliver, Jayne-Ann Tenggren
Μουσική: Thomas Newman
Φωτογραφία: Roger Deakins
Μοντάζ: Lee Smith
Σκηνικά: Dennis Gassner
Κοστούμια: David Crossman, Jacqueline Durran
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: 1917
- Ελληνικός Τίτλος: 1917
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ φωτογραφίας, ήχου και ειδικών εφέ. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, αυθεντικό σενάριο, μουσική, σκηνικά, ηχητικά εφέ και μακιγιάζ/κομμώσεις.
- Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα) και σκηνοθεσίας. Υποψήφιο για μουσική.
- Βραβείο Bafta καλύτερης ταινίας, καλύτερης βρετανικής ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, σκηνικών, ήχου και ειδικών εφέ. Υποψήφιο για μουσική και μακιγιάζ/κομμώσεις.
- Καλύτερη ταινία από την Ένωση Παραγωγών Αμερικής.
- Καλύτερη ξένη ταινία στα David di Donatello.
Παραλειπόμενα
- Το στόρι προέρχεται εν μέρει από αφηγήσεις του Alfred Mendes, παππού του Sam Mendes. Χωρίς να αναφέρεται στους τίτλους, η αυτοβιογραφία The Autobiography of Alfred H. Mendes 1897-1991 συνόψιζε αυτές τις πολεμικές εμπειρίες.
- Ο Tom Holland ήταν ο πρώτος που ήρθε σε συνομιλίες για κάποιον ρόλο, αλλά δεν εντάχτηκε στο καστ λόγω υποχρεώσεων που είχε με το Chaos Walking.
- Πρωτόλεια εμφάνιση στα κρέντιτ του Sam Mendes ως σεναριογράφος.
- Η ταινία γυρίστηκε σε μεγάλα μονοπλάνα, με την κάμερα να έχει “χορογραφηθεί” ώστε να κρύβεται το μοντάζ (σύμφωνα με τον Roger Deakins ήταν 48 αυτά τα κοψίματα) και να φαίνεται ως δύο ενιαίες λήψεις καθ’ όλη την ταινία. Πολλοί αναφέρθηκαν σε εφέ ενός μονόπλανου, αλλά στη μία ώρα και 6 λεπτά, η κάμερα σβήνει όταν χάνει τις αισθήσεις του ο υποδεκανέας Γουίλ.
- Λόγω των μακριών λήψεων, το καστ χρειάστηκε να περάσει από πρόβες έξι μηνών.
- Γυρίσματα έγιναν στην περιοχή του Salisbury Plain, όπου υπάρχουν κτίσματα αρχαιολογικής σημασίας, μεταξύ αυτών και το περίφημο Stonehenge. Παρά τις αρχικές ανησυχίες των υπευθύνων του μέρους, διεξήχθη πρώτα μια έρευνα στον χώρο, πριν κατασκευαστούν τα οποιαδήποτε σκηνικά.
- Πρώτη ταινία που γυρίστηκε με ψηφιακές κάμερες Arri Alexa Mini LF, τις οποίες η Arri είχε παραδώσει στην παραγωγή δύο μόλις μήνες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα.
- Σε κάποιες σκηνές χρειάστηκε να συμμετέχουν ακόμα και 500 κομπάρσοι.
- Πάνω από ένα χιλιόμετρο χαρακωμάτων χρειάστηκε να σκαφτεί για τα γυρίσματα.
- Για τη γαλλίδα Claire Duburcq, αυτό ήταν το κινηματογραφικό της ντεμπούτο.
- Πρώτη ταινία που κερδίζει το Όσκαρ ειδικών εφέ από το 1970 και το Τόρα! Τόρα! Τόρα!
- Το κόστος έφτασε στα 100 εκατομμύρια δολάρια, αλλά τα κέρδη στα 384,9.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 9/1/2020
Σαν να είδε ο Sam Mendes στο πρόσωπο της «Δουνκέρκης» μια πρόκληση, αυτή της κινηματογραφικής ταινίας μεγάλου μήκους που λειτουργεί σαν εμπειρία όσο το δυνατόν πιο αληθοφανούς αισθητικής καταβύθισης στο βίωμα του πολέμου, αποφασίζοντας να επιστρατεύσει όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του για να ξεπεράσει ακόμη και τον Christopher Nolan σε αυτή τη δοκιμασία. Αν μπει κανείς σε μια διαδικασία σύγκρισης, σε κάποια σημεία βγαίνει κερδισμένος ο πρώτος (η νοηματική του «1917» είναι ξεκάθαρα αντιπολεμική, όχι με ημίμετρα) και σε άλλα ο δεύτερος (η δουλειά του μοντέρ Lee Smith στη «Δουνκέρκη», που παρεμπιπτόντως έχει επιμεληθεί και το φιλμ του Mendes, παράγει περισσότερη ένταση και σασπένς, κάνει τον θεατή να αισθάνεται πιο ασφυκτικά την επερχόμενη απειλή). Γεγονός όμως είναι πως το στοίχημα για σπουδαίο σινεμά κερδίζεται με χαρακτηριστική άνεση. Κι αυτό γιατί το όλο εγχείρημα δεν αποτελεί μονάχα έναν τεχνικό θρίαμβο, αλλά και μια γνήσια αντιμιλιταριστική κραυγή, ίσως κάπως απλοϊκή, εσκεμμένα όμως γιατί έχει ως στόχο την πηγαία λαϊκότητα, την απήχηση σε ένα όσο το δυνατόν πιο ευρύ κοινό. Η δε κινηματογράφηση συνδυάζει ιδανικά την κατασκευαστική αρτιότητα με την έντονη καλλιτεχνική ταυτότητα, εναλλάσσοντας την επίδειξη άψογης τεχνικής με ανάπαυλες που διαθέτουν μια βαθιά ποιητική χροιά σε εικαστικό επίπεδο, με το εύρημα τού – έστω μετά επεξεργασίας στο μοντάζ- μονόπλανου να δίνει στην αφήγηση μια υποδειγματική ροή.
Σε μεμονωμένους τομείς «πιάνεται» ακόμη και το άριστα: ο Roger Deakins για μία ακόμη φορά δημιουργεί εικόνες που διαθέτουν μια υπογραφή ολότελα δικιά του και συνάμα σε άρρηκτη συνύπαρξη με τη σκηνοθετική ταυτότητα του Mendes. Ειδικά ολόκληρη η σεκάνς στο Εκούστ-Σεν-Μεν αξίζει ξεχωριστής αναφοράς, γεμάτη στοιχειωτικά χρώματα και φωτισμούς που παραπέμπουν σε όνειρο. Το σκορ του Thomas Newman βρίσκεται πάντοτε σε σχεδόν απόλυτη αρμονία με τη δράση, πότε λειτουργώντας συμπληρωματικά στην υποβάλλουσα ατμόσφαιρα, πότε χτίζοντας σασπένς έχοντας τον ρόλο μουσικής θρίλερ, και πότε καταλήγοντας σε μεγαλειώδη ορχηστρικά ξεσπάσματα που συνεπαίρνουν. Είναι δε άκρως πρωτοποριακή η κεντρική σύλληψη της σκηνογραφικής διεύθυνσης του έμπειρου Dennis Gassner (σταθερός συνεργάτης τόσο του Mendes όσο και των αδερφών Coen), η οποία αφορά σχεδόν εξολοκλήρου εξωτερικούς χώρους, άρα και μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από το στήσιμο εντός ενός σπιτιού ή ενός κινηματογραφικού στούντιο. Το πείραμα πετυχαίνει θριαμβευτικά, καθώς η αληθοφάνεια του τελικού αποτελέσματος δεν βάζει τον θεατή καν στη διαδικασία να σκεφτεί πως ό,τι βλέπει δεν ήταν εξαρχής στημένο για τους συντελεστές. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και το λιτό μεν, αποτελεσματικό δε σενάριο, που συμπυκνώνει σε φράσεις και γεγονότα ποικίλα μηνύματα, όχι με βάθος παραπάνω από αυτό που μπορεί να βρει κανείς συνήθως σε σινεμά είδους, ωστόσο εύστοχα και ουσιαστικά.
Περνώντας ξανά σε μια σύγκριση με την παρεμφερή «Δουνκέρκη», μπορεί κάποιος να μιλήσει και για μια ανώτερη ηθικά καλλιτεχνική απόφαση εκ μέρους των βασικών συντελεστών όσον αφορά την «ακατάλληλη για ανηλίκους» (αν και πάλι όχι τόσο ακραία όσο θα μπορούσε) απεικόνιση της βίας που αρμόζει σε ένα φιλμ με επίκεντρο έναν πόλεμο, σε αντίθεση με τη δημιουργία του Nolan που έχτιζε τον τρόμο μέσα κυρίως από την υπόνοια. Το σημαντικότερο πάντως που πρέπει να εμπεδωθεί εδώ είναι πως το «1917» κατορθώνει να εξισορροπήσει τις χάρες ενός μεγάλου, εμπορικού χαρακτήρα έπους (έστω και με κάποιες συμβάσεις που συνοδεύουν αυτό τον χαρακτηρισμό) με τις άφθονες πινελιές που υποδηλώνουν ένα πιο προσωπικό καλλιτεχνικό όραμα. Λίγα φιλμ στη σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική μνήμη έχουν μιλήσει τόσο ξεκάθαρα και ανθρωπιστικά για την ισοπέδωση του ατόμου όταν βρίσκεται σε εμπόλεμες συνθήκες. Ακόμη λιγότερα έχουν αποφύγει την παγίδα να εξυμνήσουν εμμέσως την εμπόλεμη σύγκρουση απεικονίζοντάς την. Σε συνδυασμό με τον αισθητικό και οπτικοακουστικό άθλο που ο Mendes και οι συνεργάτες του φέρνουν εις πέρας, η όλη εικόνα αποδεικνύει τρανταχτά πως το σινεμά δεν ξέμεινε από ανανεωμένες φόρμες και τρόπους αφήγησης, αρκεί να υπάρχει η τόλμη για την υλοποίησή τους…
Βαθμολογία: