127 Ώρες
- 127 Hours
- 2010
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ιταλικά
- Βιογραφία, Δραματικό Θρίλερ, Επιβίωσης
- 03 Φεβρουαρίου 2011
Ο ορειβάτης Άρον Ράλστον αιχμαλωτίζεται σε ένα απομονωμένο φαράγγι στη Γιούτα, στη μέση του πουθενά, όταν μια πέτρα πέφτει πάνω στο χέρι του. Τις επόμενες πέντε ημέρες, για την ακρίβεια 127 ώρες, ο Άρον αναλογίζεται τη ζωή του, θυμάται τους φίλους του, την αγαπημένη του, την οικογένειά του και τις δύο πεζοπόρους που γνώρισε πριν το ατύχημά του, και μετράει το θάρρος του για να αντεπεξέλθει και να σωθεί.
Σκηνοθεσία:
Danny Boyle
Κύριοι Ρόλοι:
James Franco … Aron Ralston
Kate Mara … Kristi Moore
Amber Tamblyn … Megan McBride
Clemence Poesy … Rana
Lizzy Caplan … Sonja Ralston
Kate Burton … Donna Ralston
Treat Williams … Larry Ralston
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Danny Boyle, Simon Beaufoy
Παραγωγή: Danny Boyle, Christian Colson, John Smithson, Michael Maker
Μουσική: A.R. Rahman
Φωτογραφία: Anthony Dod Mantle, Enrique Chediak
Μοντάζ: Jon Harris
Σκηνικά: Suttirat Anne Larlarb
Κοστούμια: Suttirat Anne Larlarb
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: 127 Hours
- Ελληνικός Τίτλος: 127 Ώρες
Σεναριακή Πηγή
- Αυτοβιογραφία: Between a Rock and a Hard Place του Aron Ralston.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (James Franco), διασκευασμένου σεναρίου, μουσικής, μοντάζ και τραγουδιού (If I Rise).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (James Franco) σε δράμα, σεναρίου και μουσικής.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (James Franco), σεναρίου, μουσικής, φωτογραφίας, μοντάζ και ήχου.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία, όπως αυτή περιγράφηκε από τον Aron Ralston, που την έζησε, το 2004. Το γεγονός έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2003, στην πολιτεία της Γιούτα, όπου έγιναν και τα γυρίσματα.
- Ο Danny Boyle ήθελε επί τέσσερα χρόνια να κάνει την ταινία, περιγράφοντας την ως “μια ταινία δράσης με έναν ήρωα που δεν μπορεί να κινηθεί”.
- Ο τίτλος αναφέρεται στις ώρες από την έναρξη της περιπέτειας του Άρον στους βράχους, ως τη στιγμή που έλαβε τέλος η περιπέτεια του.
- Ο πρώτος που προσεγγίσθηκε για τον κεντρικό ρόλο ήταν ο Cillian Murphy, όντας η βασική σκηνοθετική επιλογή. Στα υπόψιν ήταν και οι Shia LaBeouf, Sebastian Stan.
- Ο Boyle προχώρησε στην πολλή σπάνια επιλογή να προσλάβει δύο διευθυντές φωτογραφίας, με τους Anthony Dod Mantle και Enrique Chediak να μοιράζονται στη μέση την ταινία, αλλά εναλλάξ από σκηνή σε σκηνή. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον σκηνοθέτη και τον Franco να δουλέψουν μαζί αναπόσπαστα.
- Ο Franco είχε δηλώσει πως όταν είδε “αίμα” στο χέρι του ένιωσε τόσο δύσκολα, που οι αντιδράσεις του σε αυτά τα σημεία ήταν φυσικές.
- Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες των ΜΜΕ ήθελαν το trailer να προκάλεσε έντονη εντύπωση στους θεατές, σε σημείο να υπάρχουν λιποθυμίες.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η ταινία έβγαλε ένα σινγκλ, το If I Rise. Αυτό είναι σε σύνθεση A. R. Rahman, Dido και Rollo Armstrong, κι ερμηνεύεται από την Dido.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 6/12/2010
Ένας James Franco για Όσκαρ. One man show από τον υποτιμημένο αυτό νεαρό Αμερικανό ηθοποιό, που βγάζει όλη την ερμηνευτική του δύναμη στριμωγμένος μέσα σε ένα σκηνικό 2×2. Υποδύεται τον αναρριχητή Aron Ralston, ο οποίος το 2003 εγκλωβίστηκε για πέντε μέρες μέσα ένα απομονωμένο φαράγγι στη Γιούτα των Η.Π.Α., όταν ένας βράχος αποκολλήθηκε από τη θέση του, τον παρέσυρε από ύψος 20 μέτρων και του καταπλάκωσε το χέρι.
Στο Slumdog Millionaire, ο Danny Boyle έκανε τους ερμηνευτές του στην άκρη και αναδείχτηκε ο πρωταγωνιστής της ίδιας της δημιουργίας, ανταμειβόμενος για την προσπάθειά του με το όσκαρ σκηνοθεσίας. Εδώ, γίνεται το ακριβώς αντίθετο, αφού το λιτό και απέριττο σενάριο του Boyle ωφελεί από φύσεως τον ηθοποιό που θα καταφέρει να το αξιοποιήσει. Το αναμφισβήτητο ταλέντο του Franco είναι ικανό να το αναδείξει και να το απογειώσει, παρά τις όποιες αδυναμίες του, και ως ένα σημείο το πετυχαίνει. Ταινία όμως, δεν είναι μόνο ο Franco.
Από εκεί και πέρα, ο Boyle χρησιμοποιώντας τις ίδιες γνώριμες τακτικές παλεύει να καλύψει, ανώδυνα και σε μορφή καρικατούρας, την διαδρομή που διανύει ο Ralston από την κατάσταση του ψυχεδελικού συμπαντικού του ζενίθ, στο απόλυτο σωματικό και ψυχικό τέλμα.
Γίνεται επ`αυτού προβλέψιμος, αν και με κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία στο πλάνο του, σε γενικές γραμμές όμως, δεν παρουσιάζει τίποτα το καινούργιο. Χρωματικές εκρήξεις, σουρεαλιστικές αναφορές, σκηνοθεσία με ένταση, περίτεχνοι πειραματισμοί στο μοντάζ, ρυθμός που χτυπάει κόκκινο. Πλήρης από γνώριμα κινηματογραφικά παραισθησιογόνα. Ο ήχος αποθεώνει την εικόνα του και κάνει την περισσότερη δουλειά, ενώ η φωτογραφία προσαρμόζεται στην κατάσταση του ήρωα, μεταβαλλόμενη σε φως, δύναμη, αισθητική άποψη, ανάλογα με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα προκειμένου να δώσει έμφαση σε αυτές. Το 127 Hours είναι ταινία μέσης διάρκειας, μοιάζει εντούτοις μακροσκελής, δεδομένου της φύσης του χαρακτήρα και της δομής της ιστορίας, η οποία κολλάει κι αυτή μαζί με τον ήρωα στα έγκατα της γης. Γίνεται αισθητό ότι της λείπει η εξέλιξη, ειδικότερα δε όταν ο Boyle προδίδεται από την αδυναμία να περιορίσει την καλλιτεχνική του αδρεναλίνη, ή τουλάχιστον να την αξιοποιήσει, να την κατανείμει πιο αποτελεσματικά. Το σενάριο ήταν το ρίσκο και είναι προφανές ότι έγινε προσπάθεια να χτιστεί πάνω στα παιχνίδια του μυαλού, τις σκέψεις, το όραμα, τις αναπολήσεις και τις συνειδησιακές εκρήξεις του ανθρώπου που αντιλαμβάνεται τον θάνατο να καραδοκεί από κοντά αλλά δεν έχει τα μέσα να τον αντιμετωπίσει. Καλά όλα αυτά δε λέω, όμως το αποτέλεσμα είναι που μετράει και για μένα αυτό είναι μέτριο, ωστόσο όχι απογοητευτικό. Αν πρέπει να ιεραρχηθούν τα επιμέρους τμήματα, σίγουρα στην κορυφή κατατάσσεται ο James Franco και στο πρώτο επίπεδο ο Danny Boyle.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 1/2/2011
O Danny Boyle στα πρώτα του βήματα έμοιαζε να είχε θεοποιήσει τον Kubrick σε βαθμό αηδίας. Προσπαθώντας, λοιπόν, να γίνει ο δεύερος Stanley Kubrick, άργησε κάπως να βρει την προσωπική του ταυτότητα. Πλέον, όμως, έχει το δίχως άλλο αναδειχθεί σε έναν χαρισματικό δημιουργό που ξέρει να αφήνει το δικό του στίγμα σε οτιδήποτε με το οποίο καταπιάνεται. Ακριβώς αυτό θα κάνει και εδώ.
Η ιστορία ενός μηχανικού-λάτρη της ορειβασίας που έμεινε για πέντε μέρες «κολλημένος» σε ένα φαράγγι ακούγεται αρκετά πληκτική. Κι όμως, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να κάνει το κοινό του επί μία ώρα και 30 λεπτά να μην στρέψει αλλού το βλέμμα. Η σκηνοθεσία μοιάζει να γνωρίζει κινηματογραφικά ρεύματα και τάσεις, αλλά δεν μιλώ για μια στείρα απομνημόνευση της σινεφιλικής παράδοσης της, αλλά για μοντέρνα επανένταξη της στον σύγχρονο κινηματογραφικό χάρτη. Τα αργά του πλάνα συνοδεύονται πάντα από το soundtrack της ταινίας, γεγονός που τους χαρίζει μια μοναδική ένταση κι αποδιώχνει κάθε έννοια στατικότητας. Επιπρόσθετα, έχουμε να κάνουμε με μια σκηνοθεσία απόλυτα δυναμική, δίχως όμως περιττά στολίδια, φτιαγμένη σοφά για να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού.
Βέβαια, ως συνοδοιπόρους στην προσπάθεια του, και πολύ άξιους μάλιστα, ο Danny Boyle έχει τον εκπληκτικό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα που έπλασε και τον James Franco που επέλεξε για να τον ερμηνεύσει. Πρόκειται για μια ταινία που από τη φύση της είναι αρκετά low-profile κι αποτελεί μελοδραματική παγίδα. Ο Danny Boyle δεν πέφτει στη φάκα σαν πρωτάρης ποντικός, δεν επενδύει στην εύκολη δραματουργία. Φθηνά συγκινησιακά τρικ που θα προκαλέσουν δάκρυα -κροκοδείλια ή μη- δεν θα βρείτε εδώ. Αντίθετα, επενδύει σε έναν ήρωα ψύχραιμο κι αποφασισμένο, που ξέρει τι τον περιμένει και δεν βάζει ποτέ τα κλάματα. Και παίρνει το αρχέτυπο αυτό ψυχραιμίας και το εξελίσσει. Μια δόση τρέλας και ισχυρής αυτοπεποίθησης και
«τσουπ», ο ήρωας μας είναι έτοιμος. Τώρα, ο νεαρός γόης ονόματι James Franco δίνει σάρκα κι οστά σε έναν ήρωα που βιώνει την απελπισία με τον δικό του τρόπο. Με μια αποφασιστικότητα τουλάχιστον αξιοθαύμαστη, που κοιτά στα μάτια την κατάσταση του και δεν παραδίνεται στα όσα έχει γράψει γι` αυτόν η μοίρα.
Μοιάζω υπερενθουσιασμένη, αλλά δεν είμαι. Όλα αυτά ήταν απλές διαπιστώσεις που δεν μπορώ να παραβλέψω. Η ταινία ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Μια προσπάθεια αξιοπρεπής σε όλα τα επίπεδα, που πολλοί δεν θα αγαπήσουν λόγω του θέματος της. Πάντως, ως προσωπικό στοίχημα του σκηνοθέτη, αυτός είναι που αναδεικνύεται κάτι παραπάνω από νικητής.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 1/2/2011
Σε ένα συγκλονιστικό για κάποιον περιστατικό, λέμε ότι άλλο να το λες κι άλλο να το βλέπεις. Τι γίνεται, όμως, όταν αυτή η οπτικοποίηση απομυθοποιεί το περιστατικό, ακριβώς επειδή γίνεται με όρους θεάματος; Όταν ξεκινούσε το σινεμά, ο Danny Boyle παρήγαγε κάτι το φρέσκο, το μοντέρνο. Αυτή τη στιγμή, οριοθετεί τον καινό ακαδημαϊσμό. Η ταινία του θα μπορούσε να σαρώσει σε μια απονομή βραβείων, αλλά θα ήταν υπερβολή αν έπαιρνε οποιοδήποτε σημαντικό αγαλματάκι. Σε όλα του άρτιος λοιπόν ο Boyle, αλλά το 127 Ώρες μοιάζει περισσότερο με εκτεταμένο διαφημιστικό σποτ παρά με ταινία μυθοπλασίας.
Μιλώντας για αρτιότητα, η φωτογραφία, το μοντάζ, ο ήχος, η μουσική, τα σκηνοθετικά τρικ και η ερμηνεία του James Franco κρατούν πολύ ψηλά τη σημαία. Εδώ, όμως, τίθεται θέμα αλλοίωσης του ρεαλισμού σε μια εν γένει καθηλωτική ιστορία. Ο κινηματογράφος γίνεται πολέμιος του συναισθήματος κι εμείς παρακολουθούμε την τραγική ιστορία του ορειβάτη με την ελπίδα να πάθει κάτι το ακόμα χειρότερο για να απεγκλωβιστεί το ισχνό σενάριο. Και η πλάκα είναι πως αυτή η μηδαμινή ανάπτυξη σεναρίου και η έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς χαρακτήρα του ήρωα σώζονται από τα τρικ του Boyle. Όχι, δεν θα το έλεγες αποτυχία, ίσως επειδή γεννήθηκε για να μην είναι. Χαμένη ευκαιρία όμως για συγκλονιστικό σινεμά είναι στα σίγουρα.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 7/5/2013
Για να καταφέρει ο σκηνοθέτης του «Slumdog Millionaire» να «ξεχειλώσει» το στόρι (η αληθινή ιστορία του ορειβάτη Aron Ralston που έμεινε εγκλωβισμένος μέσα σε ένα στενό φαράγγι στο Γκραντ Κάνυον με ένα βράχο να έχει σπάσει το χέρι του για πέντε ημέρες) ώστε να αποκτήσει αξιόλογη διάρκεια, χωρίς να γίνει φορτικό, έχει χρησιμοποιήσει αρκετά τρικ και έχει προσθέσει στο σενάριο πάμπολλα ευρήματα, άλλοτε εύστοχα, άλλοτε περιττά. Μα τι σημασία έχει αν η οθόνη είναι χωρισμένη στα δύο ή στα τρία και τι ενδιαφέρον έχει να χρησιμοποιείται διαρκώς (παρεμπιπτόντως πολύ καλή) μουσική, ενώ η ταινία θα έπρεπε να δίνει έμφαση στη σιωπή; Και μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί η ταινία θα ήταν καλύτερη αν δεν είχε υπερφορτωθεί τόσο πολύ, απλά και μόνο με το γεγονός ότι παρότι αυτή ξεκινά με τη γνωριμία του Ralston με δύο ορειβάτισσες και -μεταφορικά- του θεατή με το τοπίο, δεν έχει κανένα απολύτως ενδιαφέρον μέχρι να εγκλωβιστεί ο πρωταγωνιστής από τον βράχο που πλακώνει το χέρι του!
Κι από κει κι έπειτα, θα μπορούσε να αποτελεί ένα καθηλωτικό ή ψυχοφθόρο ή γενικώς ένα ιδιαιτέρως επώδυνο έργο, αλλά δυστυχώς πλατειάζει με βιντεοκλιπίστικες, μελοδραματικές σκηνές παραισθήσεων, αναμνήσεων και άλλων προσπαθειών του σκηνοθέτη να διατηρήσει το ενδιαφέρον, που τελικά καταφέρνουν μάλλον το αντίθετο. Το αποτέλεσμα είναι στο τέλος η αίσθηση της λύτρωσης να είναι μόνο επιφανειακή, να εντοπίζεται στη μουσική επένδυση αλλά να λείπει από την ουσία και να αδυνατεί να μιλήσει στην ψυχή.
Ωστόσο, ο Danny Boyle έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τον πρωταγωνιστή του, James Franco, που δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία και είναι αυτός που στην πραγματικότητα κρατά το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ στις πλάτες του.
Γενικότερα, οι «127 Ώρες» αποτελούν μια ιδιαίτερη ταινία που σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη, αλλά δεν μένει αξέχαστη όπως ενδεχομένως να μπορούσε…
Η αλήθεια είναι ότι την ίδια χρονιά προηγήθηκε και το σαφώς καλύτερο και πιο τολμηρό παρόμοιου θέματος «Buried», από την αναπόφευκτη σύγκριση του οποίου με την ταινία του Boyle, η τελευταία αποδεικνύεται ηττημένη. Θα είχε κάνει σίγουρα εντονότερη αίσθηση αν η χρονική διαφορά κυκλοφορίας τους ήταν μεγαλύτερη.
Βαθμολογία: