
Ένα φρικαλέο έγκλημα κοριτσιού συνταράσσει έναν παγωμένο καταβολισμό ιθαγενών Αμερικανών στη Γιούτα. Ο δασοφύλακας Κόρι Λάμπερτ θα αναλάβει υπό τη συνοδεία μιας νέας πράκτορος του FBI, την Τζέιν Μπάνερ, και μαζί θα ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον αρχηγό αστυνομίας της φυλής, τον Μπεν Σόγιο, ώστε να ενωθούν τα κομμάτια και να βρεθεί η άκρη του νήματος. Όσο πιο βαθιά όμως σκάβουν αυτοί οι τρεις, τόσο οι ζωές τους μπαίνουν σε μεγάλο ρίσκο.
Σκηνοθεσία:
Taylor Sheridan
Κύριοι Ρόλοι:
Jeremy Renner … Cory Lambert
Elizabeth Olsen … Jane Banner
Graham Greene … Ben Shoyo
Kelsey Asbille … Natalie Hanson
Gil Birmingham … Martin Hanson
Julia Jones … Wilma Lambert
Martin Sensmeier … Chip Hanson
Jon Bernthal … Matt Rayburn
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Taylor Sheridan
Παραγωγή: Elizabeth A. Bell, Peter Berg, Matthew George, Basil Iwanyk, Wayne L. Rogers
Μουσική: Nick Cave, Warren Ellis
Φωτογραφία: Ben Richardson
Μοντάζ: Gary Roach
Σκηνικά: Neil Spisak
Κοστούμια: Kari Perkins
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Wind River
- Ελληνικός Τίτλος: Στα Ίχνη του Ανέμου
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σκηνοθεσίας για το τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι.
Παραλειπόμενα
- Αρχικός πρωταγωνιστής ήταν ο Chris Pine, αλλά αποχώρισε.
- Κατά τα γυρίσματα, η Elizabeth Olsen έπαθε προσωρινή τύφλωση από το χιόνι.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/8/2017
Έχοντας εξελιχθεί σε μια πένα σπάνιας δημιουργικής ωριμότητας σε μόλις δύο χρόνια, ο Taylor Sheridan, εδώ στη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, παραμένει σταθερός στην προβληματική που είχαν τόσο το σκοτεινό “Sicario” όσο και το ευρηματικό νεο-γουέστερν “Hell or High Water”: την εκδίκηση. Στο πρώτο του σενάριο αυτή αφορούσε το χαρακτήρα του Benicio Del Toro απέναντι σε ένα μεγαλοδιακινητή ναρκωτικών, στο δεύτερο τα φιλμικά αδέρφια Chris Pine και Ben Foster να παίρνουν το αίμα τους πίσω από την τράπεζα που κλείνει την οικογενειακή τους φάρμα, στο “Wind River” παίρνει τη μορφή της οργής των γονιών, ιδιαίτερα του πατέρα, για το φόνο της κόρης του, αλλά και την ανεκδήλωτη παρόμοια επιθυμία του χαρακτήρα του Jeremy Renner σχετικά με ένα εξαιρετικά τραυματικό γεγονός του παρελθόντος του.
Η πλοκή συμφιλιώνει το αιώνιο στερεοτυπικό δίπολο του Ινδιάνου και του καουμπόι μέσω της διαδικασίας της επεξεργασίας του πένθους. Το τελικό πλάνο περιλαμβάνει όλη την ουσία της ταινίας. Το παγωμένο, επιβλητικό τοπίο (για αυτόν το λόγο ίσως να ήταν καταλληλότερη μια φθινοπωρινή ή χειμερινή διανομή για τη συγκεκριμένη περίπτωση ταινίας), στο περιθώριο μιας τόσο γεμάτης αντιφάσεις χώρα όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, μακριά από τα κέντρα που σφύζουν «επιτυχία», ζωή και υλισμό, θυμίζει ελαφρώς “Frozen River” και “Winter’s Bone”, το έργο του Sheridan δε μοιράζεται με το πρώτο ένα αστυνομικό σασπένς ως προς την επίλυση του εγκλήματος και στην εκρηκτική κορύφωσή του. Χαλαρά βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η ταινία συγκινεί και συναρπάζει, έχει ένα ρυθμό που κυλάει αβίαστα και μια, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ιστγουντική σχεδόν αύρα που υπήρχε διάχυτη και στο “Hell or High Water”. Δυστυχώς όμως υπάρχουν κάποια προβλήματα που κατατάσσουν το τρίτο σεναριακό χτύπημα του Sheridan σε χαμηλότερη θέση σε ποιοτικό επίπεδο από τις δύο προηγούμενες απόπειρές του. Ο χαρακτήρας της Elizabeth Olsen, αν και δίνεται η εντύπωση στην αρχή ότι θα αναπτυχθεί και θα ταιριάξει με το σύνολο της πλοκής, παραμένει μάλλον διακοσμητικός και η σύνδεσή της με τον ήρωα του Jeremy Renner δεν οδηγεί πουθενά. Όταν έρχεται και η στιγμή για την επίλυση του μυστηρίου η διαδρομή ολοκληρώνεται κάπως βιαστικά και άτσαλα. Η εστίαση στους δύο χαρακτήρες που αποτελούν ουσιαστικά όλο τον πυρήνα του δράματος, τον πατέρα της δολοφονημένης κοπέλας και τον κυνηγό αφήνει ελαφρώς στην άκρη την επαρκή ανάπτυξη και άλλων ηρώων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενδιαφέρον από την πλευρά του θεατή για κάποιο άλλο πρόσωπο πέραν εκείνων. Ακόμη κι αν φαίνεται να φθίνει ελαφρώς από πόνημα σε πόνημα, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος μέχρι να κάνει το μοιραίο στραβοπάτημα τουλάχιστον έχει καταφέρει να τραβήξει τα βλέμματα για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν και για μερικούς ακόμη, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι το σύνολο της δουλειάς του εκπέμπει κάτι ευπρόσδεκτα παλιομοδίτικο με την καλή έννοια, σεναριακά σύμπαντα που διέπονται από άγραφους κώδικες ηθικής και τιμής που εδράζονται στην έννοια της διατήρησης του ανδρισμού, πέρα από επιφανειακές macho ψευτοαξίες και περισσότερο κοντά στη σημασία του να αποδίδει κανείς αυτά που πρέπει εκεί που πρέπει. Πολύ σωστά, το φινάλε δεν επιφέρει καμία λύτρωση, παρά μόνο συνειδητοποίηση μιας εξαιρετικά δυσάρεστης κατάστασης, ενός αναπόδραστου αδιεξόδου που θα βασανίζει τους εμπλεκομένους για πάντα και δε θα τους αφήσει ίδιους ποτέ ξανά.
Σε τελική ανάλυση, το “Wind River” είναι κάτι παραπάνω από ένα απλά αποτελεσματικό στο είδος του αστυνομικό θρίλερ, είναι μια ευαίσθητη και χαμηλόφωνη σπουδή επάνω στην οδύνη του θρήνου και τη συμφιλίωση μπροστά στο δέος της ανθρώπινης εμπειρίας στις χειρότερες στιγμές της. Παρά τα ελαττώματά του, είναι σίγουρα ένα ξεχωριστό φιλμ.
Βαθμολογία: