Ο εισαγγελέας Βάργκας γίνεται μάρτυρας βομβιστικής έκρηξης μετά φόνου στα αμερικανο-μεξικανικά σύνορα κι αναλαμβάνει την υπόθεση, παρότι βρίσκεται σε ταξίδι του μέλιτος. Πρέπει όμως να συνεργαστεί με τον διεφθαρμένο αστυνόμο Κουίνλαν, τον οποίο υποψιάζεται ότι παραποιεί στοιχεία για να στηρίξει τις κατηγορίες του. Ο Κουίνλαν, από την πλευρά του, στήνει μια ολόκληρη πλεκτάνη με θύμα τη γυναίκα του Βάργκας, για να τον ξεφορτωθεί από τα πόδια του.

Σκηνοθεσία:

Orson Welles

Κύριοι Ρόλοι:

Charlton Heston … Ramon Miguel ‘Mike’ Vargas

Janet Leigh … Susan Vargas

Orson Welles … αστυνόμος Hank Quinlan

Joseph Calleia … αστυνομικός Pete Menzies

Akim Tamiroff … ‘θείος’ Joe Grandi

Joanna Moore … Marcia Linnekar

Marlene Dietrich … Tanya

Ray Collins … εισαγγελέας Adair

Dennis Weaver … διευθυντής ξενοδοχείου

Zsa Zsa Gabor … ιδιοκτήτρια κλαμπ

Mercedes McCambridge … αρχηγός συμμορίας

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Orson Welles

Παραγωγή: Albert Zugsmith

Μουσική: Henry Mancini

Φωτογραφία: Russell Metty

Μοντάζ: Aaron Stell, Virgil W. Vogel

Σκηνικά: Robert Clatworthy, Alexander Golitzen

Κοστούμια: Bill Thomas

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Touch of Evil
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Άρχων του Τρόμου
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Το Άγγιγμα του Κακού [επανέκδοσης]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ο Άρχοντας του Τρόμου

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Badge of Evil του Whit Masterson.

Παραλειπόμενα

  • Οι υψηλές κριτικές και πωλήσεις του Badge of Evil το 1956 έκαναν το αφεντικό της Universal, τον Edward Muhl, να οραματίζεται τις κινηματογραφικές του προοπτικές, και άμεσα απέκτησε τα δικαιώματα. Στον τηλεοπτικό Paul Monash ανατέθηκε να γράψει ένα σενάριο μέσα σε τέσσερις βδομάδες, αλλά αυτό δεν άρεσε τον παραγωγό Albert Zugsmith, που πάγωσε προσωρινά το σχέδιο. Το στούντιο επέμεινε και πρότεινε για τον πρώτο ρόλο τον Charlton Heston. Εκείνος διάβασε το σενάριο αμέσως μετά το πέρας των Δέκα Εντολών, και το βρήκε αρκετά καλό. Όταν ρώτησε τη Universal πάνω στον ποιον είχαν κατά νου για σκηνοθέτη, ανακάλυψε ότι δεν υπήρχε κανένα όνομα στο τραπέζι, αλλά και ότι είχαν κλείσει για τον ρόλο του αστυνόμου τον Orson Welles. Τότε ο Heston θεώρησε αυτονόητο να γίνει πρόταση στον Welles και για τη σκηνοθεσία, κι εκείνος δέχτηκε και πρότεινε να γράψει από την αρχή το σενάριο.
  • Ο Welles έκανε αρκετές αλλαγές στο σενάριο σε σχέση με το αρχικό υλικό, με κυριότερες τις αναφορές στον ρατσισμό και την αλλαγή των οπτικών γωνιών της αφήγησης. Άλλαξε επίσης τον τόπο δράσης από το Σαν Ντιέγκο στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ (αν και τα γυρίσματα έγιναν στο Βένις της Καλιφόρνιας) και το όνομα του κεντρικού ήρωα από αμερικανικό σε μεξικανικό.
  • Η Janet Leigh ήταν μια προσωπική επιλογή του σκηνοθέτη, που πρόλαβε να της το γνωστοποιήσει μέσω τηλεγραφήματος, πριν εκείνη μάθει από τον ατζέντη της για την πρόταση.
  • Η κάμεο εμφάνιση της Zsa Zsa Gabor προέκυψε μετά από επιμονή του Albert Zugsmith, μια και ήταν φίλη του.
  • Με σύμμαχο τον διευθυντή φωτογραφίας Russell Metty, ο Welles επέκτεινε τη φόρμα του νουάρ, προσθέτοντας νέες τεχνικές, όπως το βάθος πεδίου (deep focus), τον δολοφόνο εκτός πλάνου και τα πολύ χαμηλά πλάνα (low-angle shots). Ξεχωριστό είναι και το αρχικό πανοραμικό πλάνο -ένα γύρισμα από γερανό που κρατάει περίπου 3μιση λεπτά.
  • Ο Welles βρίσκονταν όπως πάντα παρών καθ’ όλη τη διαδικασία του μοντάζ, την οποία ξεκίνησε με τον Edward Curtiss, που όμως αντικαταστάθηκε από τον Virgil Vogel λόγω δημιουργικών διαφορών. Κατά την απουσία όμως του Welles για τηλεοπτικό σόου στη Νέα Υόρκη, το στούντιο κανόνισε ειδική προβολή ώστε να δει πώς πάει η ταινία. Ο Vogel ειδοποίησε τον σκηνοθέτη, εκείνος εξοργίστηκε, και η Universal ανάβαλε την προβολή. Με τον Vogel όμως σε αυτό το σημείο να παραιτείται, το στούντιο προσέλαβε τον Aaron Stell να ολοκληρώσει εκείνος το μοντάζ. Όταν ο Welles επέτρεψε στο Χόλιγουντ. πληροφορήθηκε ότι δεν του επιτρέπονταν να μπει στην αίθουσα του μοντάζ. Έτσι, αποχώρησε και ταξίδεψε στο Μεξικό για να κάνει τον Δον Κιχώτη. Ο Stell ολοκλήρωσε το μοντάζ με μεγάλη δυσκολία, αλλά και πολλές αλλαγές κατά το δοκούν. Τα στελέχη του στούντιο δεν έμειναν ικανοποιημένα με όσα είδαν, και ανέθεσαν στον βοηθό μοντέρ Ernest J. Nims να τους παραδώσει μια πιο συμβατική μορφή. Μετά από έναν μήνα δουλειάς, ο Welles μπόρεσε να δει αυτό το τελικό μοντάζ, και παρότι κράτησε μια διπλωματική συμπεριφορά, έμεινε ικανοποιημένος. Παρέμενε όμως ένα ακόμα σημαντικό θέμα, κι αυτό αφορούσε τη διαταγή του στούντιο για κάποια επαναληπτικά γυρίσματα που αφορούσαν 15 εξτρά λεπτά ταινίας. Σε αυτά σκηνοθέτης ήταν ο -ελάχιστα πετυχημένος- Harry Keller, με τους Heston και Leigh να μη θέλουν να συμμετάσχουν, μένοντας πιστοί στον Welles (αλλά λόγω συμβολαίου υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν). Σε αυτά ο Welles ντουμπλάρεται από κάποιον ηθοποιό, του οποίου το όνομα δεν έγινε γνωστό. Ο Heston είχε εκφραστεί αργότερα με τα χειρότερα λόγια για αυτήν του την εμπειρία.
  • Το φιλμ κυκλοφόρησε στις αίθουσες με διάρκεια 108 λεπτά, και δεν άρεσε. Αργότερα, μέσα στο ίδιο έτος, κυκλοφόρησε μαζί με ένα άλλο νουάρ (ως βοηθητικό!), και είχε πλέον διάρκεια 94ων λεπτών.
  • Ενώ η Universal Pictures έκανε ό,τι μπορούσε για να μη συμπεριληφθεί το φιλμ στο φεστιβάλ των Βρυξελλών (με την ευκαιρία της διεθνούς έκθεσης εμπορίου), η ταινία προβλήθηκε εκεί με τον Welles παρών, και προς έκπληξη του τελευταίου, κέρδισε δύο βραβεία.
  • Η ταινία επανεκδόθηκε το 1998 με μοντάζ του Walter Murch (εργαζόμενος πάνω σε σημειώσεις του Welles), και ήταν αυτή η εκδοχή που όχι μόνο αποκατέστησε τη φήμη της, αλλά και βοήθησε στο να θεωρείται μία από τις καλύτερες της έβδομης τέχνης. Αυτή η διαδικασία πήγαζε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ο καθηγητής κινηματογράφου Robert Epstein ανακάλυψε μια κόπια 108 λεπτών της ταινίας και με την προβολή της ώθησε το αμερικανικό ινστιτούτο κινηματογράφου να αναγνωρίσει την ιστορική της αξία. Το 1975, ο Jonathan Rosenbaum έγραφε σε ένα άρθρο ότι αυτή η εκδοχή ήταν ουσιαστικά το final-cut του Welles.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 2/11/2024

«Οι λέξεις είναι ανίκανες να περιγράψουν την πολυπλοκότητα αυτής της ιστορικής εναρκτήριας σεκάνς στην αρχιτεκτονική του χώρου, και να αποτυπώσουν πλήρως το μεγαλείο της. Είναι κάτι που κάνει τους νέους να θέλουν να γίνουν κινηματογραφιστές και τους καθιερωμένους κινηματογραφιστές να θέλουν να αποσυρθούν από φθόνο και απογοήτευση», γράφει ο DaleThomajan στο βιβλίο του «From Cyd Charisse to Psych» (1992). Αναφέρεται, φυσικά,  στο εναρκτήριο πλάνο-σεκάνς του «Άρχοντα του Τρόμου», που αποτελεί την κορυφή της σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας του Orson Welles, αλλά και μάθημα που διδάσκεται σε όλες τις σχολές κινηματογράφου. Αν και κάποιοι κατηγόρησαν τον Welles για επιδειξιομανία, στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο πλάνο είναι κινηματογραφικά, στιλιστικά και θεματικά απαραίτητο, καθώς δημιουργεί ένα ζητούμενο του σινεμά: την αρμονική ενότητα χρόνου και χώρου της δράσης.

Ο «Άρχων του Τρόμου» θεωρείται από πολλούς ως το κύκνειο άσμα της κλασικής περιόδου του φιλμ νουάρ, και αναμφισβήτητα μία από τις πιο λαμπρές και χαρακτηριστικές ταινίες του Welles, μετά από απουσία 11 ετών από το Χόλιγουντ. Παρόλο που ο Welles σκηνοθέτησε την ταινία χωρίς δυσκολίες και σε χρόνο ρεκόρ, το στούντιο δυσαρεστημένο με το μοντάζ του κυκλοφόρησε μια πιο σύντομη αλλά αποτυχημένη έκδοση με πρόσθετες σκηνές γυρισμένες από τον Harry Keller. Όπως είναι λογικό, ο πικραμένος Welles συνέταξε ένα σημείωμα 58 σελίδων, στο οποίο πρότεινε τις αλλαγές που θα βελτίωναν την ταινία. Τελικά η εκδοχή του Welles  αποκαταστάθηκε και προβλήθηκε πολύ αργότερα -το 1998- όταν και εκτιμήθηκε όχι μόνο η εικαστική της λαμπρότητα, αλλά και η ανατριχιαστικά οξυδερκής κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής.

Στη λαϊκή κουλτούρα των ΗΠΑ, το Μεξικό έχει συχνά προσφέρει μια μεταφορά για τη σκοτεινή πλευρά της αμερικανικής συνείδησης. Σε ταινίες, τραγούδια και μυθιστορήματα, οι Αμερικανοί «καταφεύγουν στο Μεξικό» για να ξεφύγουν από τους νόμους των ΗΠΑ. Η ιστορία της ταινίας διαδραματίζεται στο Λος Ρόμπλες, μια άθλια συνοριακή πόλη -«οι παραμεθόριες πόλεις αναδεικνύουν τα χειρότερα σε μια χώρα», λέει ένας χαρακτήρας. Είναι ένα μέρος με μπαρ, στριπτιτζάδικα και οίκους ανοχής, με  τη μουσική να ξεχύνεται στους δρόμους από παντού. Είναι ένα είδος ουδέτερης ζώνης, όπου τα όρια μεταξύ νομιμότητας και εγκλήματος γίνονται τόσο θολά που δεν διακρίνονται.

Ο “Mike” Vargas (Charlton Heston), ένας μεξικανός αξιωματικός της δίωξης ναρκωτικών, βρίσκεται στον μήνα του μέλιτος με τη σύζυγό του, Susan (Janet Leigh), όταν ένα αυτοκίνητο ανατινάζεται ακριβώς μπροστά στα μάτια τους, λίγο μετά τη διέλευση των συνόρων. Έχοντας επίγνωση των πολιτικών προεκτάσεων, ο Vargas ασχολείται με την έρευνα που ακολουθεί, αλλά σύντομα έρχεται αντιμέτωπος με έναν βετεράνο αρχηγό της αμερικανικής αστυνομίας, τον λοχαγό Hank Quinlan (Orson Welles). Βασικός ύποπτος θεωρείται ο Sanchez, ένας Μεξικανός που είναι παντρεμένος με την κόρη του άνδρα που σκοτώθηκε στην έκρηξη. Αφού υποβάλλει τον Sanchez σε μια βάναυση ανάκριση στο διαμέρισμά του, ο Quinlan ανακαλύπτει δύο ράβδους δυναμίτη που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ενοχή του Μεξικανού. Ωστόσο ο Vargas είναι πεπεισμένος ότι ο Quinlan «φύτεψε» τον δυναμίτη για να εξασφαλίσει μια γρήγορη καταδίκη, και ξεκινά τη δική του έρευνα για προηγούμενες υποθέσεις του αστυνομικού. Συνειδητοποιώντας την απειλή, ο πανούργος Quinlan επινοεί ένα σχέδιο για να τον απαξιώσει…

Στη λογοτεχνική πηγή της ταινίας, το «Badge of Evil» (1956) του Whit Masterson, εξιστορείται  μια καθαρά αστυνομική σύγκρουση μεταξύ του ενάρετου και του σαθρού. Ωστόσο, στο σενάριό του ο Welles εξυψώνει τον Quinlan στο ανάστημα ενός τυραννικού «Καίσαρα» και τον Vargas στο ανάστημα ενός ηθικολόγου «Βρούτου». O πρώτος ενσαρκώνει την κατάχρηση εξουσίας στο όνομα της «αυθεντίας» του, ο δεύτερος ενσαρκώνει τον προοδευτισμό στο όνομα της δημοκρατίας. Είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο ανεξιχνίαστων θεματοφυλάκων του σωστού και του λάθους που παρέχει στην ταινία τη μηχανική δυναμική της.

Με τον Quinlan ο Welles ολοκληρώνει τη γκαλερί των biggen-than-life δεσποτικών χαρακτήρων που έχει ερμηνεύσει: από τον Kane, τον Arkadin μέχρι τον Falstaff. Απεικονίζεται ως ένα τεράστιο αρχέγονο θηρίο -ένα μυθολογικό «Behemoth»- που επιβάλλεται σε κάθε σκηνή με κυριαρχική υπόσταση: αδίστακτος, ψυχοπαθής, ρατσιστής, βάναυσος, διεφθαρμένος. Ένα σατανικό ον, που στο όνομα της δικαιοσύνης είναι έτοιμο να κατασκευάσει στοιχεία για να παγιδεύσει ένοχους, τους οποίους αναγνωρίζει χάρη σε μια διαίσθηση που είναι τόσο αλάνθαστη όσο και ηθικά αμφίσημη. Κι όμως, αυτό που τον διαχωρίζει από άλλους «άθλιους αστυνομικούς» της οθόνης είναι οι υπαινιγμοί ότι κάποτε ήταν (;) ένας «σπουδαίος ντετέκτιβ». Τι τον έριξε τόσο χαμηλά; Κυρίως η αποτυχία του να βρει τον δολοφόνο της γυναίκας του και ο επακόλουθος αλκοολισμός που τον οδήγησε σε σωματική αποσύνθεση. Ως σκηνοθέτης ο ιδεαλιστής Welles δεν διστάζει να καταγγείλει την απεχθή μορφή ενός τέρατος, αλλά ως ηθοποιός καλείται να υπερασπιστεί αυτό τον κάποτε υποδειγματικό, έντιμο και θαρραλέο αστυνομικό. Αυτή η εκπληκτική αντίφαση καθιστά τον «Άρχοντα του Τρόμου» έναν αξεπέραστο κινηματογραφικό προβληματισμό για την αιώνια πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό.

Ο Vargas, ως σύμβολο αφοσίωσης στη νομιμότητα και στη δικαιοσύνη, παρέχει μια ισχυρή αντίσταση στην αμοραλιστική φιγούρα του Quinlan. Η απροκάλυπτη φυλετική προκατάληψη εναντίον του μετατρέπει τη σύγκρουσή τους σε μια πολιτιστική και ιδεολογική μονομαχία. Σταδιακά ο Vargas συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο το προσωπικό κόστος της ηθικής ακεραιότητάς του, ειδικά όταν η σύζυγός του γίνεται στόχος στα άνομα σχέδια του Quinlan.

Η εξωτική παραξενιά της ταινίας στέφεται θαυμάσια από την εμπνευσμένη εμφάνιση της Marlene Dietrich, ως τσιγγάνας  μάντισσας Tanya και πρώην ερωμένης του  Quinlan. Η Tanya λειτουργεί ταυτόχρονα ως αποστασιοποιημένη παρατηρήτρια και κυνική σχολιάστρια των γεγονότων που εκτυλίσσονται. Αντιμετωπίζει τον Quinlan με ένα μείγμα οίκτου και περιφρόνησης, και αναδεικνύει την ευαλωτότητά του όταν λίγο πριν το τέλος τής ζητά να διαβάσει το μέλλον του στα χαρτιά. «Δεν έχεις καθόλου… Το μέλλον σου έχει εξαντληθεί», είναι  τα λόγια της που βρίσκουν μια προφητική  απήχηση για τον Welles, καθώς αυτή ήταν η τελευταία ταινία του στο Χόλιγουντ. Τα τελευταία της λόγια -«Ήταν κάποιου είδους άντρας…»- ορθώνονται ως μελαγχολικός, διφορούμενος επικήδειος που αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του.

Ελάχιστες ταινίες έχουν μια τόσο βαθιά αλληγορική αίσθηση του τοπίου όσο ο «Άρχων του Τρόμου». Σκηνοθέτης χώρων και σύνθεσης κάδρου παρά ηθοποιών, με την εμπνευσμένη mise-en-scene του συνθέτει μια χωρική χορογραφία, στην οποία κάθε χαρακτήρας και κάθε πράξη εντάσσεται οργανικά σε ένα απόλυτα πειστικό σύνολο. Από τις πρώτες στιγμές η ταινία αποπνέει μια ρυπαρή και αποπνικτική ατμόσφαιρα. Στον καυτό μεξικάνικο αέρα νοιώθουμε την οσμή των σκουπιδότοπων, των βιομηχανικών απόβλητων, των παρακμιακών μοτέλ και των βρώμικων μπαρ -μια σύνοψη όλων των αποσαθρωμένων πόλεων στην ιστορία του φιλμ νουάρ.

Η ευέλικτη κάμερα του Russell Metty υιοθετεί όλα τα γνωστά φιλμ νουάρ μοτίβα δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβίας και έντασης που αντανακλά την ηθική παρακμή των χαρακτήρων. Το βάθος πεδίου, η οπτική παραμόρφωση, το παιχνίδι των σκιών, οι οξείες γωνίες λήψης ενισχύουν την αίσθηση του αλλόκοτου, του γκροτέσκο και του εξωπραγματικού. Το ηχητικό σύμπαν είναι ένα κατακλυσμιαίο μπαράζ από επικαλυπτόμενους διάλογους, εκκωφαντικά  ηχητικά εφέ, και τη χάλκινη, εσκεμμένα παρεμβατική μουσική του Henry Mancini.

Ο «Άρχων του Τρόμου» είναι έργο αντισυμβατικό χωρίς να καταφεύγει στον μεταμοντερνισμό, που επανεφευρίσκει το αστυνομικό δράμα φρεσκάροντας τις καθιερωμένες παραμέτρους του νουάρ. Παράλληλα είναι ένας διαλογισμός για την ηθική αμφισημία και τη διαβρωτική φύση της εξουσίας, φορτισμένος με μηδενιστική μοιρολατρία και σαιξπηρικές αντηχήσεις.

Μεγάλο μέρος του έργου του Welles ήταν αυτοβιογραφικό, και οι χαρακτήρες που επέλεξε να παίξει (Kane, Macbeth, Othello) ήταν γίγαντες που καταστράφηκαν από την ύβρι. Άραγε ποιο ποσοστό από τον χαρακτήρα του Quinlan ταυτίζεται με τον ίδιο τον Welles, αυτή την παρεξηγημένη ιδιοφυΐα που άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση στον κινηματογράφο του 20ού αιώνα, αλλά που δυσκολευόταν να κάνει ταινίες στην πατρίδα του; Ο «Άρχων του Τρόμου» είναι η ιστορία της παρακμής ενός ανθρώπου, που τόσο ηθικά όσο και σωματικά θυμίζει τον Welles, έναν έκπτωτο άγγελο που έκαψε τα φτερά του στο Χόλιγουντ και σπατάλησε τη δύναμη και την ιδιοφυΐα του σχεδιάζοντας μαξιμαλιστικά έργα, περιπέτειες σε όλο τον κόσμο, αλλά τελικά θέρισε μόνο λύπες, αποτυχίες και πικρία.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *