Όταν ο Ντάνιελ Πλέινβιου πληροφορείται μυστηριωδώς ότι σε μια μικρή πόλη κάπου στα δυτικά αναβλύζουν τόνοι πετρελαίου, αποφασίζει να πάρει την τύχη στα χέρια του και μετακομίζει μαζί με το γιο του H.W. στη σκονισμένη Λιτλ Μπόστον. Σε αυτή την πόλη, όπου το κέντρο της ζωής των κατοίκων είναι η εκκλησία του χαρισματικού ιεροκήρυκα Ιλάι Σάντεϊ, o Πλέινβιου και ο H.W. πιάνουν την καλή. Ωστόσο, αν και όλοι πλουτίζουν χάρη στην πετρελαιοπηγή, τα πάντα αλλάζουν καθώς οι συγκρούσεις κλιμακώνονται και κάθε ανθρώπινη αξία απειλείται από τη διαφθορά, την απάτη και τη ροή του πετρελαίου.

Σκηνοθεσία:

Paul Thomas Anderson

Κύριοι Ρόλοι:

Daniel Day-Lewis … Daniel Plainview

Paul Dano … Paul Sunday/Eli Sunday

Dillon Freasier … H.W. Plainview

Kevin J. O’Connor … Henry

Ciaran Hinds … Fletcher Hamilton

Russell Harvard … H.W. Plainview (ενήλικος)

David Warshofsky … H.M. Tilford

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paul Thomas Anderson

Παραγωγή: Paul Thomas Anderson, Daniel Lupi, JoAnne Sellar

Μουσική: Jonny Greenwood

Φωτογραφία: Robert Elswit

Μοντάζ: Dylan Tichenor

Σκηνικά: Jack Fisk

Κοστούμια: Mark Bridges

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: There Will Be Blood
  • Ελληνικός Τίτλος: Θα Χυθεί Αίμα

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Oil! του Upton Sinclair.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Daniel Day-Lewis) και φωτογραφίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, διασκευασμένο σενάριο, μοντάζ, σκηνικά και ηχητικά εφέ.
  • Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Daniel Day-Lewis) σε δράμα. Υποψήφιοι για καλύτερη ταινία (δράμα).
  • Βραβείο Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Daniel Day-Lewis). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Paul Dano), σενάριο, μουσική, φωτογραφία, σκηνικά και ήχο.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Βραβείο σκηνοθεσίας και μουσικής.
  • Βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπάστιαν.

Παραλειπόμενα

  • Το πρώτο σενάριο γράφτηκε από τον Eric Schlosser, συγγραφέα του Fast Food Nation. Πιστεύοντας ότι θα γίνει μια μεγάλη ταινία, πήρε τα δικαιώματα του βιβλίου του Upton Sinclair, και βγήκε προς αναζήτηση κάποιου σκηνοθέτη που θα παθιάζονταν με αυτό όμοια με εκείνον. Ο Anderson εκείνη την εποχή έγραφε ένα σενάριο για δύο αντιμαχόμενες οικογένειες. Έβλεπε όμως ότι δεν του έβγαινε, και εκεί έπεσε πάνω στο βιβλίο. Παθιάστηκε άμεσα, επικοινώνησε με τον Schlosser, και βρέθηκε ο ίδιος να κάνει τη διασκευή, που πλέον ήταν ιδιαιτέρως ελεύθερη.
  • Έχοντας ήδη δουλέψει με αυτόν, ο σκηνοθέτη έγραφε το σενάριο με τον Daniel Day-Lewis κατά νου. Σύμφωνα με τον ηθοποιό, και μόνο που του ζήτησε να παίξει, αρκούσε για να αποδεχτεί τον ρόλο.
  • Τα στούντιο δεν πίστευαν ότι υπήρχε προοπτική για τη μεγάλη ταινία, και χρειάστηκαν δύο χρόνια για τον Anderson ώστε να βρει την απαραίτητη χρηματοδότηση.
  • Ο μικρής εμβέλειας ηθοποιός Kel O’Neill ήταν ο αρχικός Ιλάι Σάντεϊ. Δύο βδομάδες μετά την έναρξη γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης τον αντικατέστησε με τον Paul Dano (οι φήμες ήθελαν τον O’Neill να μην τα πηγαίνει καλά με τον Day-Lewis), ο οποίος είχε τον μικρότερο ρόλο του Πολ Σάντεϊ. Αποτέλεσμα αυτών ήταν ο Dano να ερμηνεύσει και τα δύο αδέλφια.
  • Η ταινία αφιερώθηκε στον Robert Altman, που έφυγε από τη ζωή όταν ο Anderson βρίσκονταν στο μοντάζ.
  • Γυρίστηκε με κάμερες Panavision XL 35 mm, με υψηλής ταχύτητας αναμορφικούς φακούς.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 15/2/2008

Πρόκειται για μια ταινία φτιαγμένη, από την μελέτη έως το τελευταίο πλάνο, να είναι άρτια και να ικανοποιήσει τα σινεφιλικά μας ένστικτα. Ο Paul Thomas Anderson, έτσι κι αλλιώς, είναι αποδεικτέα ένας σκηνοθέτης ικανός να αναλάβει και το πλέον δύσκολο έργο, όπως ήταν και το ογκώδες μυθιστόρημα του Upton Sinclair, ακόμα κι αν δεν το ακολούθησε κατά πόδας.

Η ιστορία ξεκινάει στην Καλιφόρνια των λυκαυγών του 20ου αιώνα, και ακολουθεί την επική ιστορία του Ντάνιελ Πλέινβιου, ενός άντρα ικανού για όλα. Το χτίσιμο της προσωπικότητας του Ντάνιελ παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη ταινία, αφού η ματιά του Anderson είναι τόσο μακρινή και ταυτόχρονα τόσο κοντινή. Μπορείς να τον θαυμάσεις (προσωπικά όχι) σαν έναν άνθρωπο που έστυψε την πέτρα και έβγαλε χρυσάφι, στην περίπτωση αυτή πετρέλαιο, ενάντια στους νόμους της φύσης, πλάθοντας μια τεράστια περιουσία και δίνοντας στο Αμερικανικό Όνειρο υπόσταση. Μπορείς, όμως, και να τον σιχαθείς για τον καιροσκοπισμό του, τα αψυχολόγητα συναισθήματα του, την ανήλεη σκληρότητα του, και όπως θα αποδειχτεί, για το χατίρι της αλήθειας του ορθού λόγου, τη κρυφή του δολοφονική ταυτότητα.

Δεν γνωρίζω αν το είχε κατά νου το 1920 όταν κι έγραφε το βιβλίο ο Sinclair, αλλά ο Anderson φανερά μας παρουσιάζει την αυγή του σύγχρονου καπιταλισμού και των ριζών ολόκληρου του σύγχρονου πολιτισμένου κόσμου. Ο Ντάνιελ Πλέινβιου είναι ο άνθρωπος πίσω από την εικόνα, είναι ο κρυφός ήρωας της σημερινής ματαιοδοξίας, είναι η απόσταση από τον βούρκο των πετρελαιοπηγών της Καλιφόρνια στη γυαλιστερή Γουόλ Στριτ. Το έπος του Πλέινβιου είναι γεμάτο συμβολισμούς που αφορούν και την πατρότητα, τη θρησκεία, το αφεντιλίκι, τον αντρισμό, την πίστη και άλλες βάσεις της σημερινής «θεοσεβούμενης» και «οικογενειοκρατικής» κοινωνίας των ΗΠΑ. Μια ταινία που θα έπρεπε να μισήσει ο μέσος Αμερικανός, αν βέβαια καταλάβαινε τους συμβολισμούς, εκτός και αν (κάτι το οποίο υποψιάζομαι ισχυρώς) έχει αποδεχτεί τις ρίζες του όπως ακριβώς είναι.

Πριν αναφερθώ σε ρόλους, θα κάνω ένα πέρασμα από κάποια άλλα στοιχεία της ταινίας. Η φωτογραφία του Johnny Greenwood υπακούει στο φυσικό πεδίο και εκμεταλλεύεται τη δράση με πολύ θεαματικό τρόπο. Το μοντάζ του Dylan Tichenor βοηθάει τους ρυθμούς του σκηνοθέτη. Τα σκηνικά του Jack Fist είναι μινιμαλιστικά και αφήνουν το έπος να επικεντρωθεί στον ανθρώπινο παράγοντα. Το σενάριο του ίδιου του σκηνοθέτη είναι αιχμηρό, έχει λίγες κουβέντες και σταράτες, και ακολουθάει κανόνες ελεγειακού γουέστερν. Όλα αυτά μαζί με το μοντάζ ηχητικών εφέ είναι υποψήφια για Όσκαρ, όχι όμως και η μουσική του John Greenwood (Radiohead), η οποία ενώ μπορεί να μην εντυπωσιάζει αυτόνομα, είναι τρομακτικά λειτουργική και είναι ίσως το μυστικό της κατανυκτικής ατμόσφαιρας της ταινίας. Με ελάχιστα όργανα εν δράσει, θυμίζει κάποιες χαρακτηριστικές στιγμές την κλασική μουσική του 2001 του Kubrick.

Σε πιο γενικές γραμμές, μέσα σε ένα αριστούργημα ατμόσφαιρας και σκηνοθετικής αφήγησης (θα το ζήλευε κι ο Terrence Malick του Μέρες Ευτυχίας), ο Paul Thomas Anderson εκμεταλλεύεται ό,τι έχει -δείχνει, επιδεικτικά, να μη θέλει πολλά-, και παρουσιάζει ένα ανθρώπινο έπος της νίκης του κακού πάνω στο καλό. Συντρίβει τις ρίζες της πατρίδας του, όπως λίγα έργα το έχουν καταφέρει, και συγκεντρώνει πάνω σε μία κραταιά προσωπικότητα ολόκληρη τη δεινότητα του σύγχρονου καπιταλιστή. Οι μόνες ενστάσεις είναι πως ίσως έπρεπε να δώσει ψυχή σε περισσότερους ήρωες (κατά τα πρότυπα της Πύλης της Δύσεως του Cimino), κάτι βέβαια συζητήσιμο, και ότι θέλοντας να δώσει έμφαση στη δράση, χρησιμοποιεί έναν πιο μοντέρνο τόνο σε κάποιες σκηνές, χαλώντας λίγο την κατανυκτική εικόνα. Ο Daniel Day-Lewis κρατάει με ευκολία το βάρος του κεντρικού ρόλου, και χωρίς να υστερούν παλαιότερες εμφανίσεις του, μοιάζει να δίνει την ερμηνεία της ζωής του. Λυπηρό είναι πως πέρασε μάλλον απαρατήρητη (μόνο τα Bafta την τίμησαν με υποψηφιότητα) η νευρώδης ερμηνεία του Paul Dano. Να το δείτε για πολλούς λόγους, αλλά και γιατί μαζί με το Καμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους των Coen και τη Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς, συμπληρώνει μία σπάνια χρονιά για τον αμερικανικό κινηματογράφο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

21 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *