
Ένας νεαρός επιστρέφει απρόθυμα μετά τις σπουδές του στο χωριό που μεγάλωσε, και στο σπίτι των γονιών του, φιλοδοξώντας να αποφασίσει τι θα κάνει με το μέλλον του και να προσπαθήσει να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο. Καθώς οι μέρες περνούν, ο Σινάν περιπλανιέται στον σχεδόν ασφυκτικό μικρόκοσμο του χωριού του, συναντά συγγενείς και φίλους και σιγά-σιγά συνειδητοποιεί τόσο την αντιπάθειά του για το μέρος που τον περιβάλλει, όσο και για τον πατέρα του, έναν ανεύθυνο καθηγητή και οικογενειάρχη, πνιγμένο στα χρέη και με αδυναμία στον τζόγο.
Σκηνοθεσία:
Nuri Bilge Ceylan
Κύριοι Ρόλοι:
Dogu Demirkol … Sinan Karasu
Murat Cemcir … Idris Karasu
Bennu Yildirimlar … Asuman Karasu
Hazar Erguclu … Hatice
Serkan Keskin … Suleyman
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Akin Aksu, Ebru Ceylan, Nuri Bilge Ceylan
Παραγωγή: Zeynep Ozbatur Atakan, Muzaffer Yildirim
Φωτογραφία: Gokhan Tiryaki
Μοντάζ: Nuri Bilge Ceylan
Σκηνικά: Meral Aktan
Κοστούμια: Demet Kadizade
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ahlat Agaci
- Ελληνικός Τίτλος: Η Άγρια Αχλαδιά
- Διεθνής Τίτλος: The Wild Pear Tree
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Επίσημη πρόταση της Τουρκίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Ο ηθοποιός Dogu Demirkol δεν είχε τύχει να δει ποτέ καμία από τις προηγούμενες επτά ταινίες του Nuri Bilge Ceylan, πριν πάρει τον ρόλο αυτό.
- Η ταινία λαμβάνει χώρα στο χωριό Τσανακάλε, το οποίο “τυχαίνει” να είναι το μέρος που πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο σκηνοθέτης.
- Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τον πατέρα του Akin Aksu, του συν-σεναριογράφου και ανεψιού του σκηνοθέτη. Κι αφού τον είδε στο πρόσωπο του πατέρα του ήρωα, στην ουσία ο ήρωας είναι ο ίδιος ο Aksu. Πιο συγκεκριμένα, όλο το σενάριο προέρχεται από 80σέλιδο κείμενο του Aksu για τη σχέση του με τον πατέρα του.
- Το σενάριο για να γραφτεί χρειάστηκε 9 μήνες, ενώ η ταινία για να γυριστεί πήρε 3μιση μήνες. Αλλά το πλέον χρονοβόρο ήταν το στάδιο του μοντάζ, που χρειάστηκε ακριβώς έναν χρόνο (το αρχικό cut ήταν στις 5 ώρες).
- Υπάρχει αναφορά ότι η επιτροπή του φεστιβάλ των Κανών ζήτησε από τον Ceylan να μειώσει τη διάρκεια του έργου, κάτι που ο σκηνοθέτης αρνήθηκε. Μάλιστα, έτυχε αυτή να είναι η έκτη ταινία του δημιουργού που διαγωνίστηκε στις Κάνες, αλλά η πρώτη που έφυγε δίχως ούτε ένα βραβείο.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 3/1/2019
Πρόσφατα βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα για την υπέροχη «Χειμερία Νάρκη» (2014), ο Nuri Bilge Ceylan επιστρέφει όλο αυτοπεποίθηση και φιλοδοξία. Η νέα του ταινία είναι ένα υπερμέγεθες, διαλογικό οδοιπορικό πάνω στη σύγχρονη Τουρκία, αυτήν του γενεαλογικού χάσματος, της υπαρξιακά χαμένης νέας γενιάς και των μάταιων ονείρων.
Βασίζοντας την ιστορία του στη σχέση του ανιψιού του Akin Aksu (συν-σεναριογράφος και ηθοποιός, στο ρόλο ενός εκ των ιμάμηδων) με τον πατέρα του, ο Ceylan χρησιμοποιεί την εν λόγω σχέση ως αφορμή για μια προσέγγιση πιο κοινωνική και καταγγελτική. Μέσω της σχέσης πατέρα-γιου, αλλά και της προσπάθειας του τελευταίου να εκδώσει ένα βιβλίο όπου καταγράφει τις σκέψεις του για τον τόπο του, κάνουν το πέρασμά τους από το φακό θεσμοί, πνευματικοί ηγέτες και θρησκευτικοί εκπρόσωποι για να καταδειχθεί μια κοινωνία δυσλειτουργική, χτισμένη πάνω σε θεμέλια αλαζονείας, ατομικισμού και συμφεροντολογίας. Η κοινωνική κριτική είναι πολύπλευρη και ουσιώδης, γιατί δεν στηρίζεται στην απλή παρατήρηση του προβλήματος, μα συσχετίζεται άμεσα -κι ίσως αιτιολογείται μέσω αυτής- με την ίδια τη σχέση του πρωταγωνιστή με τον πατέρα του: μια μικρογραφία του χάσματος των γενεών, της αντιδραστικότητας της μίας γενιάς προς την άλλη και των λαθών που επαναλαμβάνονται και διαιωνίζονται.
Ο Ceylan χαρακτηρίζεται ανέκαθεν από την εντυπωσιακή αποτύπωση των Τουρκικών τοπίων και την ενσωμάτωσή τους στην εκάστοτε κινηματογραφική θεματική. Πράγματι, κι εδώ ο φακός του Gokhan Tiryaki (μόνιμου κινηματογραφιστή του Ceylan) καταγράφει αποστομωτικά τα μεγαλοπρεπή φυσικά ή βιομηχανικά τοπία που συρρικνώνουν εντός τους τούς υπαρξιακά ασήμαντους ήρωες. Μόνο που μεγάλο μέρος της «Άγριας Αχλαδιάς» λαμβάνει χώρα εντός μικρών κλειστών χώρων, διαμερισμάτων, καταστημάτων και γραφείων, γεγονός που πλήττει την οπτική δύναμή της. Σε αντίθεση με την εκθαμβωτική «Χειμερία Νάρκη», όπου χώροι, φωτισμός κι ο πλούσιος σχεδιασμός παραγωγής σαγήνευαν το μάτι και καθιστούσαν την τρίωρη διάρκεια ανώδυνη -αν όχι καθηλωτική-, η «Αχλαδιά» χάνει σε ατμόσφαιρα και περιέχει στιγμές ασυγχώρητα κακής φωτογραφίας στις αστικές της τοποθεσίες (αποστομωτικός ο αριθμός «καμένων» πλάνων), πράγμα που αυτήν τη φορά καθιστά το τρίωρο το σαφώς αισθητό.
Δε βοηθά και το γεγονός πως, όσο καλογραμμένο κι αν είναι το σενάριο (ως είθισται συμμετέχει και η σύζυγος του Ceylan Ebru), αποκαλύπτει όσο εξελίσσεται και μια ασυγκράτητη αμετροέπεια, που τραβάει επιτηδευμένα το φιλμ στο «επικό» τρίωρο, περιέχοντας σημαντική ώρα άκρως περιττού υλικού (χαρακτηριστικά, η εξουθενωτικά μακροσκελής σεκάνς με τους ιμάμηδες) και αποσυντονίζοντας αναπόφευκτα τον θεατή από τον κεντρικό δραματικό πυρήνα: την σχέση πατέρα-γιου. Ευτυχώς, η τελευταία ολοκληρώνεται απολύτως εύστοχα και ευρηματικά, σε ένα εξαιρετικό φινάλε που, αν είχε φτάσει κάπου στη… μία ώρα νωρίτερα, θα μας είχε χτυπήσει με αξιοθαύμαστη κινηματογραφική δύναμη.
Βαθμολογία: