Η Σύζυγος
- The Wife
- 2017
- ΗΠΑ, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Σουηδικά
- Δραματική
- 21 Φεβρουαρίου 2019
Η Τζόαν Κάστλμαν κρατιέται ακόμα μέσω της ομορφιάς και των ικανοτήτων της, είναι μια τέλεια σύζυγος. Έχει περάσει 40 χρόνια σπαταλώντας το ταλέντο της, τα όνειρα της και τις φιλοδοξίες για να ανάβει τη φλόγα στον χαρισματικό της σύζυγο, Τζο, και την ολοένα κι αναδυόμενη λογοτεχνική του καριέρα. Όταν ακούει τις δικαιολογίες περί τέχνης που λέει για τις απιστίες του, αυτή το αντιμετωπίζει με χάρη και χιούμορ. Αυτός είναι γάμος που έχει καμωθεί άνισα. Και η Τζόαν μόλις έχει φτάσει στα όρια της αντοχής της. Τη βραδιά που ο Τζο θα παραλάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, η Τζόαν θα κάνει το μεγάλο ξέσπασμα και θα κοινοποιήσει τη μεγαλύτερη θυσία στη ζωή της και το μυστικό της καριέρας του. Έχει ήδη γραμμένη κάθε λέξη.
Σκηνοθεσία:
Bjorn Runge
Κύριοι Ρόλοι:
Glenn Close … Joan Castleman
Jonathan Pryce … καθηγητής Joe Castleman
Christian Slater … Nathaniel Bone
Max Irons … David Castleman
Elizabeth McGovern … Elaine Mozell
Alix Wilton Regan … Susannah Castleman
Annie Starke … Joan Castleman (νεαρή)
Harry Lloyd … Joe Castleman (νεαρός)
Johan Widerberg … Walter Bark
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jane Anderson
Παραγωγή: Claudia Bluemhuber, Piodor Gustafsson, Rosalie Swedlin, Meta Louise Foldager Sorensen, Piers Tempest
Μουσική: Jocelyn Pook
Φωτογραφία: Ulf Brantas
Μοντάζ: Lena Runge
Σκηνικά: Mark Leese
Κοστούμια: Trisha Biggar
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Wife
- Ελληνικός Τίτλος: Η Σύζυγος
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Wife της Meg Wolitzer.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Glenn Close).
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Glenn Close) σε δράμα.
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Glenn Close).
Παραλειπόμενα
- Η ταινία έκανε 14 χρόνια από τον πρώτο της σχεδιασμό για να μπει σε παραγωγή.
- Πρώτη αγγλόφωνη ταινία για τον έμπειρο σουηδό σκηνοθέτη Bjorn Runge.
- Η Frances McDormand, η Brit Marling κι ο Logan Lerman είχαν ανακοινωθεί στο αρχικό καστ. Μέχρι να μπει μπρος η παραγωγή, όλοι τους είχαν αποχωρήσει. Από εκείνης της εκδοχής το καστ παρέμεινε ακλόνητος μόνο ο Christian Slater.
- Η Close είχε προσεγγίσει τον Gary Oldman για τον ρόλο του Τζο, αλλά δεν ήταν διαθέσιμος.
- Η Annie Starke, που ερμηνεύει τη νεαρή εκδοχή της Glenn Close, τυχαίνει να είναι και αληθινή της κόρη.
- Παρότι η ταινία βγήκε το 2017 σε φεστιβαλικές προβολές, η παραγωγή προτίμησε να το διανείμει μέσα στο 2018 ώστε να δώσει μια καλύτερη ευκαιρία στην Close για τα Όσκαρ.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 20/2/2019
Αμερική, 1992. Ο Τζο Κάσλμαν είναι ένας διακεκριμένος αμερικανός συγγραφέας που οδεύει προς τη δύση της καριέρας του. Μια νύχτα δέχεται ένα τηλεφώνημα που τον πλημμυρίζει χαρά και δικαίωση: η σουηδική ακαδημία αποφασίζει να του απονείμει την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση, το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ωστόσο, ένας άνθρωπος που θα ανέμενε κανείς να πλέει σε πελάγη ευτυχίας μετά από τα χαρμόσυνα μαντάτα, δυσφορεί. Η Τζόαν, σύζυγος και απόλυτα κραταιό στήριγμα του Τζον για δεκαετίες, φέρει μία άσβεστη πίκρα στο βλέμμα, οδηγείται σ’ έναν καταιγιστικό, μολονότι σιωπηλό, απολογισμό του ρόλου της. Ήταν η ίδια που έμεινε στην αφάνεια, αποτελώντας ουσιαστικά την κάρδια που πάλλεται μέσα στο καλλιτεχνικό μόρφωμα «Τζο Κάσλμαν» και αντί να βραβεύεται για το έργο της, το οποίο κυκλοφόρησε με την υπογραφή του συζύγου της, περιορίζεται σε έναν άχαρο, παρακολουθηματικό ρόλο της «γυναίκας του σπουδαίου άνδρα».
Το φιλμ του Μπιόρν Ρούνγκε αφήνεται ολότελα στις πλάτες τις Γκλεν Κλόουζ, η οποία το κουβαλά με απόλυτη ευκολία. Είναι άλλωστε ιδιαίτερα «γυμνασμένη» ηθοποιός, έχει ανταποκριθεί σε πολύ δυσκολότερους ρόλους. Περιφέρει με άνεση ένα μονίμως απλανές βλέμμα, πλάθει την Τζόαν σαν μια σκιώδη παρουσία. Ένα μέρος του εαυτού της μοιάζει παραδομένο στο βασανιστικό what-if της ζωής της. Τι θα γινόταν αν είχε κυνηγήσει το ταλέντο της; Αν είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη φαιδρή παρουσία του συζύγου της και να διαλύσει το κοινό τους δημιούργημα, του οποίο το corpus διέθετε εκείνος και το animus αυτή;
Συμπλέοντας ολόψυχα με την εποχή του Metoo, η κεντρική χαρακτήρας είναι ένα αρχέτυπο γυναίκας του ύστερου εικοστού αιώνα, από εκείνες τις σπουδαίες φιγούρες που έπρεπε να ζουν πρωτίστως για τους άλλους και δευτερευόντως για τους εαυτούς τους. Πρώτα μητέρα ενός παιδιού αλλά και ενός παλιμπαιδίζοντα συζύγου, εσχάτως γιαγιά, σύντροφος, κολόνα ενός σπιτιού και μίας λογοτεχνικής περσόνας και έπειτα γυναίκα με τις δικές της προσωπικές επιθυμίες. Μοιάζει σαν μία εκ των εκατομμυρίων γυναικών που έχει ακούσει την εμετική φράση «ισότητα μου θέλατε» ως δικαιολογία κάποιας κραυγαλέας συμπεριφοράς, ενώ στην απλή καθημερινότητά της έχει να υπερπηδήσει εμπόδια που ο μέσος άνδρας δεν αντιλαμβάνεται καν ότι υπάρχουν.
Ενώ λοιπόν η προσήλωση και αφοσίωση της αμερικανίδας ντίβας στον ρόλο της είναι έκδηλη, η σκιαγράφησή του είναι ανεπαρκής, καθώς τα ξεσπάσματα συσσωρευμένης οργής της μοιάζουν τεχνητά και η αγάπη της για τη λογοτεχνία παραμένει σε επίπεδο διακηρυκτικού σκοπού του φιλμ, ουδέποτε «νοιώθεται» -κατά το καβαφικό- από τη χαρακτήρα. Ωστόσο, η τρομακτική δραματουργική ένδεια του φιλμ αποκαλύπτεται στις ελάχιστες στιγμές που η Κλόουζ απουσιάζει από την οθόνη. Τα φλασμπάκ στην απαρχή της σχέσης του ζευγαριού, καθώς και κάθε στιγμή που δεν βρίσκει την Τζόαν της Κλόουζ παρούσα, μαρτυρούν ένα πλήρες σάστισμα του σουηδού δημιουργού που μοιάζει να διστάζει να αναπτύξει τις επιμέρους δυναμικές για να μην επισκιάσουν την εστίαση του έργου, οδηγώντας το έτσι σε κοινοτοπίες και πρόχειρες λύσεις.
Παρά τη θετική μα συμπληρωματική ερμηνευτική παρουσία των Κρίστιαν Σλέιτερ, στον ρόλο του αυτόκλητου βιογράφου του συγγραφέα, και Τζόναθαν Πράις ως Κάσλμαν, η συνολική αισθητική παραπέμπει σε τηλεοπτικό φιλμ και στερείται έμπνευσης και δύναμης στις στιγμές που θα έπρεπε να τονιστούν οι δραματικές κορυφώσεις και οι συγκρουσιακές συνθήκες. Ομοίως, στις αναδρομές στο παρελθόν της Τζόαν ως φερέλπιδος συγγραφέως που αποτάσσει το ταλέντο της γιατί γνωρίζει ότι η πατριαρχία και η ανδροκρατούμενη λογοτεχνική κοινότητα της εποχής της θα το κατασπάραζε με μίσος, η αδυναμία δημιουργίας μίας αληθινής έντασης ματαιώνει εν τη γενέσει τους τις όποιες δυναμικές.
Θα ήταν άδικο να μη «διαβάσει» κανείς στην ιστορία τις ενδιαφέρουσες ιδέες οι οποίες τη διέπουν εν σπέρματι: η κατάρρευση της πατριαρχίας σαν μοτίβο του λογοτεχνικού κόσμου, η απολογιστική κρίση που υπαγορεύεται από ένα σπουδαίο γεγονός, ο χρόνος που εξαντλείται και πιέζει για ανατροπές. Η μετάβαση σε έναν καινούριο κόσμο για τις σχέσεις ανδρών και γυναικών, η αποκατάσταση των αδικιών που είτε θα συμβεί με όρους επιθετικούς είτε συμβιβαστικούς, αλλά πάντως νομοτελειακά θα έρθει. Δυστυχώς, όμως, όλα τα παραπάνω παραμένουν περισσότερο ανεκπλήρωτες προοπτικές παρά συνιστώσες δυνάμεις του φιλμ. Αυτό που απομένει είναι μία αναμφίβολα στιβαρή ερμηνεία της ιέρειας Γκλεν Κλόουζ σ’ έναν χαρακτήρα που είναι σαφώς λιγότερο πολυδιάστατος από παρουσιάζεται από τη θέση του, και μια ταινία που μεριμνά περισσότερο για να ενταχθεί σε μια δημοφιλή τάση της εποχής του παρά να κομίσει την ουσία του σε αυτήν.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 24/2/2019
Η «Σύζυγος» είναι πέρα και πάνω από όλα τα άλλα μια ταινία δυο πολύ μεγάλων ερμηνειών. Ο Jonathan Pryce παίζει τον Joe Castleman, έναν διάσημο μυθιστοριογράφο υψηλού ταλέντου, επιτυχίας και φήμης, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο ως η μεγαλύτερη λογοτεχνική πένα της γενιάς του. Είναι χαρισματικός, επικοινωνιακός, αλλά και απίστευτα εγωκεντρικός. Η Glenn Close είναι η σύζυγος του, Joan, που τον ερωτεύτηκε όταν ήταν η πολύ ταλαντούχα μαθήτριά του στο Smith College στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και εγκατέλειψε τις δικές της συγγραφικές φιλοδοξίες. Τώρα είναι μια γυναίκα που καλύπτει τις ανάγκες του Joe, οργανώνει τα χάπια του, οργανώνει το πρόγραμμά του και παραμένει στη σκιά της διασημότητας του. Η ήσυχη αποδοχή τής άδικης αυτής παρτίδας έχει πάρει πολύ καιρό, περίπου 35 χρόνια. Εν τω μεταξύ, το ανεξέλεγκτο «εγώ» του Joe τον έχει οδηγήσει σε αμέτρητες απιστίες που έχουν προκαλέσει τραύματα χωρίς να καταστρέψουν τον ιδιότυπο γάμο του.
Νωρίς το πρωί μιας μέρας του 1992, το τηλέφωνο χτυπάει στο πανέμορφο σπίτι τους στο Κοννέκτικατ και ο Joe σηκώνεται και ζητά από την Joan να τρέξει για να ακούσει στην άλλη γραμμή (μια σκηνή προοικονομίας). Μαζί λοιπόν μαθαίνουν τα πολυπόθητα νέα: στον Joe θα απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Αμέσως μετά γιορτάζουν ιδιωτικά τον θρίαμβο τους, χοροπηδώντας σαν παιδιά πάνω-κάτω στο κρεβάτι σαν σε τραμπολίνο, σε μια αστεία αλλά και βαθιά συγκινητική σκηνή.
Αυτό ξεκινάει μια αλυσιδωτή σειρά εκδηλώσεων, αρχίζοντας από μια δεξίωση στο σπίτι τους, στην οποία συμμετέχουν συνάδελφοι του Joe, μερικοί από τους μαθητές του, δημοσιογράφοι από αναγνωρισμένες εκδόσεις, όπως οι New York Times, και τα δύο παιδιά των Joe και Joan: η Susannah (Alix Wilton Regan), η οποία είναι έγκυος, φαίνεται ευτυχισμένη και προφανώς έχει συμβιβαστεί με το γεγονός ότι ο αξιαγάπητος πατέρας της βάζει πάντα την καριέρα του μπροστά από την οικογένεια, και ο David (Max Irons), ο μόνιμα θλιμμένος γιος, επίδοξος συγγραφέας που λαχταράει τον έπαινο του πατέρα που ποτέ δεν παίρνει.
Καθώς ο Joe φουσκώνει από περηφάνια στο προσκήνιο, φροντίζει πάντοτε να ευχαριστεί δημόσια την Joan και να λέει ότι δεν θα μπορούσε να πετύχει τίποτα χωρίς αυτήν -ακόμα κι όταν η Joan συνεχίζει να λέει στον Joe ότι δεν θέλει να αποδεχθεί τον ρόλο τής συζύγου που ζει μόνιμα στη σκιά του. Η δυσαρέσκειά της μεγεθύνεται στη Στοκχόλμη, καθώς οι νικητές των Νόμπελ αντιμετωπίζονται σαν αυθεντίες, ενώ οι σύζυγοι τους ενθαρρύνονται να κάνουν εξόδους για αγορές και να απολαμβάνουν ημερήσιες εκδρομές. Εν τω μεταξύ, ένας ενοχλητικός και γλοιώδης συγγραφέας (Christian Slater) πιέζει φορτικά -ενίοτε με εκβιαστικό τόνο-για να αναλάβει το γράψιμο της βιογραφίας του Joe, περιμένοντας με τυχοδιωκτισμό τη σωστή στιγμή για να κερδίσει την εμπιστοσύνη τουλάχιστον ενός μέλους της οικογένειας.
Οι αναδρομές από τη δεκαετία του 1950 δείχνουν πώς ο τότε νέος Joe (Harry Lloyd), ένας παντρεμένος καθηγητής κολλεγίου, γοητεύει τη μαθήτρια του, Joan (Annie Starke, κόρη της Close που μας δίνει μια πραγματική αναγέννηση μιας νεότερης εκδοχής της μητέρας της). Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η «γραφή» αποτελεί κυριολεκτικά τον συνδετικό ιστό της ύπαρξης του ζευγαριού. Και με κάθε νέα αναδρομή, μαθαίνουμε όλο και περισσότερα για τη σχέση τους, και πώς ακριβώς έφτασαν εκεί που είναι τώρα.
Ο σουηδός σκηνοθέτης Bjorn Runge, που εργάστηκε με τη διασκευή της Jane Anderson σε ένα μυθιστόρημα της Meg Wolitzer, εμφανίζει μια ευέλικτη αφήγηση με σωστό timing για τις αναδρομές στο παρελθόν. Ο Runge σοφά επιλέγει μια απλή προσέγγιση χωρίς εξεζητημένα σκηνοθετικά τρικ, και δίνει βαρύνουσα σημασία στους καλογραμμένους διαλόγους και τους ηθοποιούς.
Ο Pryce μάς χαρίζει μια δαιμονικά αποτελεσματική ερμηνεία ως ο αδιαμφισβήτητα χαρισματικός αλλά και αρρωστημένα εγωπαθής Joe Castleman. Η Glenn Close είναι αληθινά συνταρακτική. Μεταλλάσσει τα συναισθηματικά της εργαλεία με υποδειγματική ακρίβεια, μερικές φορές μέσα σε ένα λεπτό, και είναι εξίσου εξαιρετική στις έντονες αλλά και τις ήσυχες στιγμές της.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να παρακολουθήσει κάποιος μια ταινία, αλλά μερικές φορές είναι ωραίο να καθίσει και να απολαύσει σπουδαίους ηθοποιούς να δίνουν ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Αυτή είναι η περίπτωση της «Συζύγου», της εξαίσιας ταινίας του Bjorn Runge για τον γάμο, τη συντροφικότητα, την αλήθεια, την ενδυνάμωση και, σε κάθε περίπτωση, τη λογοτεχνία. Η ιστορία είναι θαυμάσια, αλλά αυτό που απογειώνει την ταινία είναι η λάμψη που εκπέμπουν ο Jonathan Pryce και η Glenn Close, που μας χαρίζουν δυο ερμηνείες ζωής.
Βαθμολογία: