13ος αιώνας. Η Κάριν, η μονάκριβη κόρη ενός μεγαλοκτηματία, συναντά στο δάσος τρία αδέλφια βοσκούς. Οι βοσκοί πιάνουν κουβέντα με την Κάριν, μοιράζονται το φαγητό της, κι έπειτα τη βιάζουν και τη σκοτώνουν. Αργότερα, οι ίδιοι βοσκοί ζητούν καταφύγιο για τη νύχτα στο σπίτι της Κάριν, χωρίς να ξέρουν ότι πρόκειται για την οικογένειά της. Οι γονείς της Κάριν τούς παρέχουν άσυλο, χωρίς να γνωρίζουν τι έχει συμβεί στην κόρη τους, όταν όμως ανακαλύπτουν τα ματωμένα της ρούχα, ο πατέρας σχεδιάζει μια εκδίκηση που θα φέρει την κάθαρση.

Σκηνοθεσία:

Ingmar Bergman

Κύριοι Ρόλοι:

Max von Sydow … Tore

Birgitta Valberg … Mareta

Gunnel Lindblom … Ingeri

Birgitta Pettersson … Karin

Axel Duberg … ο λεπτός βοσκός

Tor Isedal … ο μουγκός βοσκός

Allan Edwall … ο ζητιάνος

Gudrun Brost … Frida

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ulla Isaksson

Παραγωγή: Ingmar Bergman, Allan Ekelund

Μουσική: Erik Nordgren

Φωτογραφία: Sven Nykvist

Μοντάζ: Oscar Rosander

Σκηνικά: P.A. Lundgren

Κοστούμια: Marik Vos-Lundh

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Jungfrukallan
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Πηγή των Παρθένων
  • Διεθνής Τίτλος: The Virgin Spring

Σεναριακή Πηγή

  • Μπαλάντα: Tores Dottrar i Wange (ανωνύμου).

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Σουηδία). Υποψήφιο για κοστούμια.
  • Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Ειδική μνεία και βραβείο FIPRESCI.

Παραλειπόμενα

  • Επιστροφή για τον Bergman στη μεσαιωνική Σουηδία μετά την Έβδομη Σφραγίδα, με επιρροή αυτή τη φορά από το Ρασομόν του Akira Kurosawa. Ανάμεσα σε θρησκευτικές και παγανιστικές αναζητήσεις, αναδεικνύεται έντονα το θέμα της αυτοδικίας-εκδίκησης. Ως προς αυτό, αποτελεί την πηγή έμπνευσης της exploitation ταινίας τρόμου Βιασμός στο Τελευταίο Σπίτι Αριστερά (1972), η οποία κι έγινε με τη σειρά πρότυπο πολλών άλλων θρίλερ.
  • Ο μύθος του Τόρε που ήταν πατέρας 7 κοριτσιών, τα οποία έπεσαν θύματα επτά βιαστών, ήταν η βάση αρκετών ποιημάτων της μεσαιωνικής Σουηδίας. Ο Ingmar Bergman είχε έρθει σε επαφή με τον μύθο από όταν ήταν φοιτητής, κι επέλεξε εδώ την εκδοχή της μπαλάντας Tores Dottrar i Wange, που ήταν και η απλούστερη όλων.
  • Η επιλογή της συγγραφέως Ulla Isaksson για το σενάριο, αντί να το γράψει ο ίδιος, ο Bergman την έκανε λόγω της κριτικής που είχε δεχτεί στην Έβδομη Σφραγίδα περί της ιστορικής αυθεντικότητας όσων εξιστορούσε. Η Isaksson είχε βγάλει ένα βιβλίο με φόντο τον Μεσαίωνα, και είχε λάβει πολύ καλές κριτικές για τον ρεαλισμό με τον οποίο είχε προσεγγίσει το θέμα της.
  • Τα SF Studios συμφώνησαν να αναλάβουν την παραγωγή, αρκεί ο σουηδός δημιουργός να τους έκανε μαζί και μια κωμωδία. Αυτή ήταν το Μάτι του Διαβόλου (1960).
  • Οι σχέσεις του σκηνοθέτη με τον Gunnar Fischer, τον διευθυντή φωτογραφίας του, είχαν αρχίσει να σπάνε καθώς ξεκινούσε η παραγωγή, με αποτέλεσμα να προσληφθεί ο Sven Nykvist. Αυτό ήταν το ουσιαστικό ξεκίνημα μιας πολύ μακράς συνεργασίας.
  • Στις ΗΠΑ, η ταινία γνώρισε κριτική αποθέωση, αλλά έγινε και στόχος λογοκρισίας.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 22/8/2021

Παρά την ιδιαίτερα σκοτεινή κι ενήλικη θεματολογία της (ή ίσως ακριβώς λόγω αυτής;), η «Πηγή των Παρθένων» θα μπορούσε άνετα να παρομοιαστεί με ένα παραμύθι, μια αλληγορία που αναπτύσσεται εκεί που τέμνονται οι κύκλοι του χριστιανισμού και του παγανισμού, σε έναν χώρο που τα όρια μεταξύ καλού και κακού θολώνουν. Κι ενώ η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τις πλέον άσχημες πλευρές της ανθρώπινης φύσης και υπάρχει διάχυτη μια ωμότητα λόγω των δρώμενων αλλά και του μεσαιωνικού ιστορικού πλαισίου, ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφεί ο Bergman εκπέμπει ένα μεγαλείο με το δέος με το οποίο απεικονίζει και φωτίζει τη φύση και τους χώρους του σπιτικού της πρωταγωνιστικής οικογένειας (συναρπαστικά τα παιχνίδια με τη λάμψη και το σκοτάδι του Sven Nykvist), αναμειγνύοντας με δεξιοτεχνία αγριότητα και ποιητική διάθεση, κι εξυψώνοντας το σύνολο στη στρατόσφαιρα της υψηλής τέχνης.

Η «καθαρότητα» όσον αφορά τον τομέα της αφήγησης, αλλά και η αυστηρή δομή της ιστορίας (με στρατηγικά τοποθετημένες κορυφώσεις και μεταπτώσεις εν γένει) καθιστούν παράλληλα τη συγκεκριμένη δημιουργία ως μία από τις πλέον προσβάσιμες στο ευρύ κοινό του σκηνοθέτη της. Νοηματικά δεν εντοπίζεται εδώ σε ανάλογο βαθμό η φιλοσοφική εμβρίθεια μιας «Έβδομης Σφραγίδας» ή η ψυχαναλυτικού τύπου εμβάθυνση του «Κραυγές και Ψίθυροι», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ιδέες της γραφής της Ulla Isaksson (από τις σπανιότατες περιπτώσεις που ο Bergman δεν αναλαμβάνει το σενάριο ενός φιλμ που σκηνοθετεί ο ίδιος) γύρω από τη θρησκευτική πίστη, τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην «πολιτισμένη» και την «πρωτόγονη» κατάσταση του ανθρώπου και την εκδίκηση δεν είναι πολυσύνθετες και καλά μελετημένες. Κάτι που ίσως δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά είναι η εμμέσως φεμινιστική οπτική του κειμένου, από την άποψη ότι στην πορεία της εξέλιξης της πλοκής οι χαρακτήρες που σκιαγραφούνται πιο ξεκάθαρα και αναλύονται περισσότερο είναι η τριπλέτα των Karin, Ingeri και Mareta, που συμβολίζουν παράλληλα και τρία διαφορετικά στάδια προσωπικής ανάπτυξης και γυναικείας αυτοσυνείδησης, με την πρώτη στο ξεκίνημα της ζωής της να φιλτράρει τα πάντα μέσα από μια αισιοδοξία και μια αφέλεια, τη δεύτερη να βιώνει τις διαψεύσεις και την πικρία των πρώιμων σκαλοπατιών της ενηλικίωσης και την τρίτη να αναγκάζεται να συμβιβαστεί πίσω από τον ρόλο που της έχει αποδοθεί από την κοινωνία, λαμβάνοντας τις όποιες χαρές από την κόρη της ως προέκταση του εαυτού της. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το φινάλε, που υπογραμμίζει με έναν εύστοχο και άκρως ειρωνικό τρόπο το ότι τα πρόσωπα της ταινίας, όντας και μέρος ενός χρονολογικού πλαισίου με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δεν θα κατορθώσουν να ξεφύγουν ποτέ από τη νοοτροπία της δεισιδαιμονίας και του ανορθολογισμού, ακόμη και ύστερα από το βίωμα της ασύλληπτης τραγωδίας που βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής και που τα σημάδεψε μια για πάντα.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η απεικόνιση της πρωταγωνιστικής οικογένειας, που σε αντίθεση με το μέσο αγγλόφωνο θρίλερ εκδίκησης που θα ξεπηδούσε ως έμμεσο προϊόν του εν λόγω φιλμ τις επόμενες δεκαετίες, απέχει αρκετά από μια απόλυτη ηθική εξιδανίκευση. Ο τυφλός θρησκειοκεντρισμός του τρόπου ζωής των γονέων της νεαρής Karin καταλήγει να επηρεάζει καθοριστικά την προσωπικότητά τους. Η μητέρα τηρεί μια απαξιωτική στάση απέναντι σε οποιονδήποτε κατά τη δική της κρίση δεν συμβαδίζει με το αξιακό της σύστημα, ενώ η ίδια στην πραγματικότητα δεν το τηρεί απόλυτα, αποκαλύπτοντας κάποια στιγμή τα συναισθήματα φθόνου που τρέφει για τον σύζυγό της λόγω της υπερβολικής αγάπης της Karin προς τον ίδιο (ο φθόνος είναι μοτίβο που επανεμφανίζεται συχνά στη συγκεκριμένη μπεργκμανική δημιουργία, με τη σημασία του θανάσιμου αμαρτήματος για τους ήρωες, από τη φιλοξενούμενη Ingeri μέχρι, εμμέσως, τους τρεις μοιραίους βοσκούς). Ο πατέρας, μέσα στη μανία της τυφλής εκδίκησης που ενδέχεται να περιέχει κι ένα έντονο στοιχείο ιδιοτέλειας μέσα της περί προσβεβλημένης προσωπικής τιμής, πέραν του πόνου της απώλειας, προχωράει σε μια φριχτή ενέργεια στην κλιμάκωση της ιστορίας, σίγουρα πέραν των ορίων της ηθικής που επικαλείται, προσθέτοντας μια αδικία ως αντίποινο σε μια άλλη αδικία. Η θεώρηση των Bergman και Isaksson για την ανθρώπινη φύση, ως ένας συνεχής ανταγωνισμός για βία κι επιβολή με διαφορετικές αφετηρίες αλλά την ίδια αιματηρή κατάληξη, και με παράπλευρη απώλεια την αθωότητα, είναι σίγουρα πεσιμιστική αλλά και πραγματιστική συνάμα. Η συσσώρευση προοικονομιών για τα δραματικά γεγονότα που θα λάβουν χώρα από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, καθώς και τραγικών ειρωνειών, από μια οπτική γωνία κατευθύνουν την προβληματική προς το συμπέρασμα όχι της απουσίας του Θεού, αλλά της ύπαρξής του με τη μορφή ενός σαδιστικού άρχοντα, που παραδίδει τα πιο σκληρά μαθήματα σε αυτούς που εξουσιάζει, εντείνοντας έτσι ακόμη περισσότερο την αίσθηση του μεταφυσικού που επικρατεί.

Είναι αναγκαία η αναγνώριση της συνεισφοράς και των ερμηνευτών, πέραν της εξαιρετικής δουλειάς που έχει γίνει στο κάστινγκ. Και αν το πολύ εύστοχο μείγμα τραχύτητας, στοργής κι εσωτερικής αμφισβήτησης εκ μέρους ενός ολοένα και περισσότερο αναγνωρίσιμου εκείνη την περίοδο Max von Sydow είναι αυτό που ξεχωρίζει λόγω του πρωταγωνιστικού εκτοπίσματος του ίδιου, είναι η οξυδέρκεια των δευτεραγωνιστών που μένει ακόμη περισσότερο στον νου, από το πηγαινέλα μεταξύ «κακίας» κι ενοχής της έξοχης Gunnel Lindblom μέχρι το πολυδιάστατο μητρικό πορτρέτο της Birgitta Valberg, που χαρίζει και μια υπόκωφα επώδυνη σκηνή σπαραγμού μεταξύ πολλών άλλων.

Είτε ως αλληγορία σχετικά με τη διαμάχη μεταξύ θεοτήτων για το ποια θα αποκτήσει τον έλεγχο επάνω στην ανθρωπότητα, είτε ως μια παραβολή για τον φαύλο κύκλο της βίας, είτε ως μια σπαραξικάρδια τραγωδία με πιο ξεκάθαρο καλλιτεχνικά ρόλο, η «Πηγή των Παρθένων» παραμένει ύστερα από δεκαετίες μια κινηματογραφική εμπειρία με μοναδική συναισθηματική δύναμη.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 6/11/2022

Το έργο του κορυφαίου σουηδού auteur Ingmar Bergman μπορεί να διαχωριστεί με κάποια σχηματικότητα σε δύο μέρη: ένα πρώτο «κλασικιστικό», με ακμές την «Έβδομη Σφραγίδα» και τις «Άγριες Φράουλες», και ένα δεύτερο αφιερωμένο σε μοντερνιστικά πειράματα με κορυφαία  φιλμ τα «Περσόνα», «Κραυγές και Ψίθυροι» , «Σκηνές από ένα Γάμο». Στο «Φάνυ και Αλέξανδρος», magnum-opus του κορυφαίου σκηνοθέτη, όλες οι κλίσεις και οι τάσεις του Bergman συγκρούονται, συγχωνεύονται και τελικά λιώνουν αρμονικά η μία μέσα στην άλλη.

Η «Πηγή των Παρθένων» βρίσκεται ακριβώς στην κρίσιμη καμπή των δύο δημιουργικών περιόδων του, αποτελώντας ένα έργο κομβικό και εμβληματικό. Γυρίστηκε το 1960, στην αυγή της πιο ριζοσπαστικής δεκαετίας του κινηματογράφου, σηματοδότησε την πρώτη συνεργασία του Bergman με τον θρυλικό κινηματογραφιστή Sven Nyvkist, και με τη θεματολογία του προανήγγειλε την τριλογία της «Σιωπής του Θεού», που αποτέλεσε το ποιοτικό άλμα του Bergman προς την ευρωπαϊκή πρωτοπορία.

Σε όλες τις μεγάλες ταινίες του Bergman υπάρχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: πίσω από την κύρια ιστορία υπάρχει πάντα κάτι πολύ μεγαλύτερο, υπερβατικό. Τα δύο τρίτα της «Πηγής των Παρθένων» είναι αφιερωμένα σε αυτό που θα θεωρούσε κανείς ως βασική ιστορία. Τον 14ο αιώνα στη Σουηδία, η πανέμορφη έφηβη Karin (Brigita Pettersson), κόρη του πλούσιου αγρότη Tore (Max von Sydow), μεταφέρει γιορτινά κεριά στην πλησιέστερη εκκλησία, με τη συνοδεία της θετής αδερφής της, Ingeri (Gunnel Lindblom). Στο κοντινό δάσος, η Karin συναντά τρεις βοσκούς, και με άδολη καλοσύνη μοιράζεται μαζί τους το φαγητό της, ενώ η φοβισμένη Ingeri κρύβεται στους θάμνους. Όμως δύο από αυτούς (Axel Duberg και Tor Isedal) τη βιάζουν, την ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου και κλέβουν το χρυσοκεντημένο φόρεμα της, ενώ ο τρίτος (Ove Porath), ένα μικρό αγόρι, παραμένει φοβισμένος παρατηρητής. Χωρίς να γνωρίζουν την καταγωγή της, οι βοσκοί βρίσκουν καταφύγιο για τη νύχτα στη φάρμα των γονιών της. Αναγνωρίζοντας το αιματοβαμμένο φόρεμα, οι γονείς της Karin συνάγουν το προφανές συμπέρασμα…

Ένας σύντομος αλλά συνταρακτικός μονόλογος στο τελευταίο τρίτο της ταινίας αναδιατάσσει ολόκληρη την αφήγηση, και αυτό το φαινομενικά  απλό δράμα εκδίκησης αναβαθμίζεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Τότε αναγκάζεται κανείς να επανεκτιμήσει τις βασικές συγκρούσεις από μια νέα οπτική γωνία, με τους βασικούς χαρακτήρες να αποκτούν συμβολικές διαστάσεις.

Η «Πηγή των Παρθένων» δεν είναι η πρώτη επιστροφή του Bergman στον μεσαιωνικό κόσμο, αφού προηγήθηκε η κατά τα άλλα πιο διάσημη «Έβδομη Σφραγίδα». Όμως η «Πηγή»  διακρίνεται για τη συμπαγή δωρικότητα, την ενότητα χώρου και χρόνου, την ξηρή γραμμικότητα και καθαρότητα της αφήγησης, όπου το μυστικιστικό αναδύεται αβίαστα από το πεζό και το γαιώδες, σε αντίθεση με την κάπως πομπώδη αλληγορία της «Σφραγίδας» .

Ο Bergman βουτά στο παρελθόν με μια ηθική ιστορία για το έγκλημα και την τιμωρία, εμπνευσμένη από μια μεσαιωνική σουηδική  μπαλάντα. Το σενάριο της Ulla Isaksson τη διευρύνει για να δραματοποιήσει τη σύγκρουση μεταξύ του Χριστιανισμού και των αρχαίων παγανιστικών θεών. Η μεσαιωνική εποχή είναι κατάλληλη για το συγκεκριμένο θέμα, με έναν κόσμο στον οποίο το πνευματικό (που αντιπροσωπεύει ο Χριστιανισμός) συνυπήρχε με το γήινο (ειδωλολατρία). Αυτές οι δύο πλευρές της ανθρωπότητας (ψυχή και σάρκα) προσωποποιούνται στις δύο αδερφές. Η αγνότητα και η καλοσύνη της Karin έρχονται σε αντίθεση με την αγριότητα και τη λαγνεία της Ingeri. Αλλά η ιδιοφυία του Bergman υποβάλλει αδιόρατα μια απρόσμενη ανατροπή: η Karin μπορεί να είναι η αγαπημένη κόρη, αλλά είναι κακομαθημένη, τεμπέλα και αφελής. Η Ingeri γνωρίζει τον κόσμο καλύτερα από εκείνη -αναγκάζεται να εργαστεί ως ψυχοκόρη σε γονείς που δεν την αγαπούν, έχει μείνει έγκυος από έναν άγνωστο άντρα και υφίσταται τις συνέπειες. Η Karin είναι ένας άγγελος, η Ingeri είναι το ζωώδες αντίστοιχό της. Είναι δύο όψεις του ίδιου συνόλου: η παρθένα και η πόρνη -τα αντικρουόμενα αντίθετα που θα δούμε ξανά στη «Σιωπή» και στην «Περσόνα».

Η ταινία καθηλώνει με την αφήγηση να μην ξεφεύγει ούτε χιλιοστό από τη μοιραία τροχιά της. Με μια διεστραμμένη και κακόβουλη πρόνοια που μας φέρνει στον νου τη σκληρότητα των παραμυθιών, οι ένοχοι μπορούν να βρουν ως καταφύγιο μόνο το σπίτι του Tore. Ο Bergman μεγιστοποιεί την ένταση καθώς εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη διαστολή του χρόνου με την τελετουργική προετοιμασία της εκδίκησης, με τον πατέρα να κόβει μια σημύδα, να αυτομαστιγώνεται με τα κλαδιά της, να πλένεται μεθοδικά με ζεστό νερό πριν από τη σφαγή που εκτελεί μεθοδικά και χωρίς δισταγμούς. Ωστόσο, η απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να εξελιχθεί στην υπέρτατη αδικία: τη δολοφονία ενός αθώου παιδιού, που δεν συμμετείχε στον φόνο και ήταν παραδόξως ο μόνος που ένιωθε τύψεις. Αναμφισβήτητα το πιο δυνατό και οδυνηρό μέρος της ταινίας είναι η εσωτερική σύγκρουση που βασανίζει τον Tore  ανάμεσα στην εκδικητική του μανία και στις πνευματικές του πεποιθήσεις. Ο Tore είναι ο πιο τραγικός από τους τραγικούς χαρακτήρες του Bergman, παγιδευμένος  μεταξύ εξιλέωσης και βλασφημίας.

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ταινία γυρίστηκε πριν από πολλές δεκαετίες, η συνάφεια της με τη σύγχρονη εποχή είναι αξιοσημείωτη. Από τη μία πλευρά αναγνωρίζει την ικανότητα της πίστης να εξορθολογίζει την ανθρώπινη φύση. Από την άλλη πλευρά, καταλήγει να αμφισβητεί την εγκυρότητα της τάξης πραγμάτων που η πίστη νομιμοποιεί. «Θεέ, το βλέπεις αυτό; Το επέτρεψες… Δεν καταλαβαίνω…». Πόσο επίκαιρα ακούγονται τα ερωτήματα του συνταρακτικού Max von Sydow, αν αναλογιστούμε τα αδιανόητα εγκλήματα που κατακλύζουν την καθημερινότητα μας. Ίσως τότε κι εμείς πρέπει να αναρωτηθούμε για όσα φρικτά συμβαίνουν γύρω μας σήμερα: «Πού είναι οι άνθρωποι;»

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *