
Το Σταυροδρόμι του Θανάτου
- The Sniper
- 1952
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Νουάρ
Κάτοικος Σαν Φρανσίσκο, ο Έντι Μίλερ, ένας σοβαρά διαταραγμένος ψυχολογικά επαγγελματίας οδηγός, φαντασιώνεται ότι σκοτώνει γυναίκες. Τα σημάδια στη συμπεριφορά του χτυπούν καμπανάκι κινδύνου, αλλά όλοι γύρω του αγνοούν τη σοβαρότητα της περίπτωσης του. Όταν πράγματι αρχίσει να δολοφονεί όμορφες γυναίκες αφήνοντας πίσω του στοιχεία που θα βοηθούσαν στη σύλληψη του, ο σκληρός υπαστυνόμος Κάφκα και ο αστυνομικός ψυχίατρος Δρ Τζέιμς Κεντ πρέπει να κάνουν ο καθένας τους αυτό που πρέπει για να τον σταματήσουν.
Σκηνοθεσία:
Edward Dmytryk
Κύριοι Ρόλοι:
Arthur Franz … Edward ‘Eddie’ Miller
Adolphe Menjou … υπαστυνόμος Frank Kafka
Richard Kiley … Δρ James G. Kent
Gerald Mohr … αστυνόμος Joe Ferris
Marie Windsor … Jean Darr
Frank Faylen … επιθεωρητής Anderson
Lilian Bond … Κα Fitzpatrick
Mabel Paige … η σπιτονοικοκυρά
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Harry Brown
Στόρι: Edna Anhalt, Edward Anhalt
Παραγωγή: Stanley Kramer
Μουσική: George Antheil
Φωτογραφία: Burnett Guffey
Μοντάζ: Aaron Stell
Σκηνικά: Walter Holscher, Rudolph Sternad
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Sniper
- Ελληνικός Τίτλος: Το Σταυροδρόμι του Θανάτου
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ σεναρίου (στόρι).
Παραλειπόμενα
- Ο Edward Dmytryk αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα να βρει δουλειά, αφού το όνομα του συνδέθηκε με τη μαύρη λίστα του Χόλιγουντ, αρνούμενος να καταθέσει εναντίον συναδέλφων. Ο σκηνοθέτης όμως άλλαξε γνώμη και επέλεξε να καταθέσει το 1951, καταδίδοντας ανθρώπους που γνώρισε τον λίγο καιρό που συμμετείχε στο κομουνιστικό κόμμα. Μετά από αυτό ακολούθησε μια σύντομη πολιτική εξορία στην Αγγλία. Ο παραγωγός Stanley Kramer ήταν αυτός που τον προσέλαβε πρώτος μετά από αυτά τα γεγονότα.
- Φανατικός αντικομουνιστής, ο Adolphe Menjou ρωτήθηκε το πώς δέχτηκε να εργαστεί πλάι στον Edward Dmytryk, αφού εκείνος είχε διατελέσει μέλος του κομουνιστικού κόμματος. Ο ηθοποιός απάντησε: “Γιατί είμαι πόρνη”! Οι μαρτυρίες ήθελαν τους δυο τους να έχουν μια πλέον ομαλή συνεργασία κατά τα γυρίσματα, ενώ επιπλέον ο Menjou έκοψε ακόμα και το σήμα κατατεθέν του, το μουστάκι του, για τον ρόλο.
- Η ταινία ξεχώρισε από τους ιστορικούς για την περιεκτική παρουσίαση του Σαν Φρανσίσκο, που κάλυπταν τα εξωτερικά γυρίσματα στη μεγαλούπολη. Βλέπουμε ακόμα και σημεία που δεν είχαν δει ποτέ το φως της μεγάλης οθόνης. Παρόλα αυτά, το όνομα της πόλης ή των επιμέρους τοποθεσιών της δεν αναφέρονται ποτέ επί του φιλμ.
- Μετά και από το πρωτοποριακό Ο Δράκος του Ντίσελντορφ (1931), είναι το φιλμ που έθεσε ρεαλιστικούς κανόνες στα ψυχολογικό θρίλερ με παρανοϊκούς δολοφόνους.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 9/9/2024
Οι απότομοι και οφιοειδείς δρόμοι της πόλης του Σαν Φρανσίσκο φαίνεται να αντανακλούν τον ανισόρροπο και στρεβλό ψυχισμό του Eddie Miller (Arthur Franz), ενός νεαρού μοναχικού άνδρα που εργάζεται ως οδηγός πλυντηρίου. Ο Eddie θρέφει βαθιά ριζωμένο μίσος για τις γυναίκες. Δεν έχει ιδέα πώς να μιλήσει σε μια γυναίκα που του αρέσει. Ακόμα και μια φιλική προσπάθειά του να δώσει μια μπάλα σε κάποια παιδιά του δρόμου καταλήγει άσχημα. Ζει σε ένα κλειστοφοβικό διαμέρισμα, έχοντας κρυμμένο ένα πολεμικό όπλο. Πώς το απέκτησε; Μήπως είναι βετεράνος του Β’ Παγκόσμιου;
Κάποια στιγμή βγάζει το όπλο και σημαδεύει μια γειτόνισσα που ερωτοτροπεί δημόσια με έναν άντρα. Πατά τη σκανδάλη, αλλά το όπλο είναι άδειο. Όπου κι αν πηγαίνει βλέπει γυναίκες στις οποίες θέλει να επιτεθεί. Σε ένα καρναβάλι πετάει με μανία μπάλες σε στόχο για να ρίχνει μια κοπέλα στο νερό, με το πρόσωπό του παραμορφωμένο από μίσος. Στο σκοπευτήριο αντί για τους στόχους σημαδεύει ένα νεαρό ζευγάρι στο στρεφόμενο τροχό. Τώρα ξέρουμε το πρόβλημα του: πυροδοτείται εύκολα από κάθε γυναίκα που μιλάει φωναχτά για ερωτικά ζητήματα, που αναζητά νέο εραστή ή που επιδίδεται σε δημόσιες εκδηλώσεις στοργής.
Αναπόφευκτα ο Eddie περνάει από τον ιδεασμό στην εφαρμογή των παρορμήσεών του. Το πρώτο θύμα είναι μια πελάτισσά του, η όμορφη πιανίστρια Jean Darr (Marie Windsor). Ενώ φλερτάρουν στο σπίτι της, αυτός θυμώνει όταν τον διώχνει βιαστικά, επειδή απροειδοποίητα κατέφθασε ο ζηλιάρης φίλος της. Το ίδιο βράδυ στήνει καρτέρι έξω από το μπαρ που εργάζεται και την πυροβολεί θανάσιμα, θρυμματίζοντας τη γυάλινη προθήκη με τη φωτογραφία της. Ακολουθούν και άλλα θύματα, τα οποία πυροβολεί πάντοτε από την κορυφή ενός κτιρίου. Από ψηλά κοιτάζει ως «Θεός-τιμωρός» τα θύματά του…
Το «The Sniper» (1952) είναι ένα ισχυρό φιλμ νουάρ εμποτισμένο με μια βαθιά αίσθηση κοινωνικού σχολιασμού. Αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι ότι το κοινό γνωρίζει από την αρχή ποιος είναι ο δολοφόνος, ο οποίος μάλιστα δεν προσπαθεί καν να αποφύγει τη σύλληψη. Στη δομή της αφήγησης μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε δυο μέρη. Το πρώτο θυμίζει αγωνιώδες και τεταμένο ψυχολογικό θρίλερ, που τοποθετεί το κοινό σε άβολη οικειότητα με τον μισογύνη δολοφόνο. Στο δεύτερο η έμφαση μετατοπίζεται στην αστυνομική έρευνα, μέσω του υπολοχαγού Kafka (Adolph Menjou) και του αστυνομικού ψυχολόγου Δρ Kent (Richard Kiley). Ο Kafka εκπροσωπεί το παραδοσιακό μοντέλο αστυνόμευσης, που επικεντρώνεται κυρίως στη διαλεύκανση ενός εγκλήματος και όχι στην αποτροπή. Αν και αφοσιωμένος στη δουλειά του, αργεί να κατανοήσει τις ψυχολογικές πτυχές της υπόθεσης. Από την πλευρά του, ο Δρ Kent είναι η φωνή της επιστήμης, υποστηρίζοντας τη σημασία της έγκαιρης παρέμβασης και της ενσυναίσθησης για άτομα που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες. Η δυναμική της διαλεκτικής μεταξύ των δυο μοντέλων αναδεικνύει το χάσμα μεταξύ της επιβολής του νόμου και της αποτροπής μέσω της κατανόησης της ψυχικής υγείας.
Άραγε τι έκανε τον Eddie να μισεί τόσο πολύ τις γυναίκες; Προφανώς είναι κυριευμένος από μια παθολογική μορφή μισογυνισμού, που οι ρίζες του βρίσκονται σε συναισθήματα απόρριψης, ταπείνωσης και ερωτικής ανεπάρκειας που του προκάλεσαν κάποιες γυναίκες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το πρόβλημα ίσως σχετίζεται με τη μητέρα του. Όταν ο Eddie βλέπει μια μητέρα να χαστουκίζει ένα αγόρι, φέρνει ενστικτωδώς το χέρι στο πρόσωπό του, υπονοώντας ένα ιστορικό παιδικής κακοποίησης. Το βέβαιο είναι ότι υπάρχει ένα ιστορικό κακομεταχείρισης: «Όποια κι αν ήταν, τη σκοτώνει ξανά και ξανά», συμπεραίνει ο Δρ Kent.
Ωστόσο ο Eddie είναι μάλλον αξιολύπητος παρά μοχθηρός, καθώς τρομοκρατείται από τις φονικές παρορμήσεις του. Ξέρει ότι κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει τον εαυτό του. Όταν παλεύει με την επιθυμία να βγάλει το όπλο από το συρτάρι του, βάζει το χέρι του στη σόμπα του για να πάει στο νοσοκομείο. Ένας γιατρός ανησυχεί για αυτή τη σκόπιμη πράξη αυτοτραυματισμού, αλλά είναι μια κουραστική μέρα και κανείς δεν ερευνά το θέμα, ακόμα κι όταν ο Eddie επιμένει ότι είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Προσπαθεί να τηλεφωνήσει στον γιατρό της φυλακής που τον στήριξε, αλλά λείπει. Ακόμη και μετά την έναρξη των δολοφονιών, γράφει ένα οδυνηρό σημείωμα-κραυγή βοήθειας στην αστυνομία: «Σταματήστε με -Βρείτε με και σταματήστε με. Πάω να το ξανακάνω».
Ενώ το «The Sniper» είναι ένα από τα σημαντικότερα φιλμ νουάρ, δεν επικεντρώνεται στη μοιρολατρία, το έγκλημα και τη διαφθορά, αλλά δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην ψυχολογική αποσύνθεση και την κοινωνική παραμέληση. Ανιχνεύει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ θύτη και θύματος και κάνει επείγουσα έκκληση για ενσυναίσθηση στην αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας, πριν μετατραπεί σε βία.
Το οπτικό στυλ της ταινίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κινηματογράφηση του Burnett Guffey, πιστή στα στερεότυπα του είδους, με έντονες σκιές, νυχτερινά αστικά τοπία και μια διάχυτη αίσθηση τρόμου και αποξένωσης που ενισχύει η μουσική του George Antheil.
Η ερμηνεία του Arthur Franz (ενός ηθοποιού δεύτερων ρόλων) είναι αριστοτεχνική, καθώς ισορροπεί ανάμεσα σε μια καθαρά ψυχοπαθή φιγούρα και σε έναν βαθιά βασανισμένο χαρακτήρα. Η μοναξιά, ο πόνος, η σύγχυση και το αίτημά του για βοήθεια δημιουργούν μια αίσθηση τραγωδίας γύρω του. Η ικανότητα του Franz να προκαλεί φόβο αλλά και συμπάθεια είναι το κλειδί για την κατανόηση του τολμηρά προοδευτικού μηνύματος της ταινίας.
Στο «The Sniper» ο Dmytryk βρίσκεται στο αποκορύφωμα της τέχνης του, με τη ρώμη και την εφευρετικότητα της σκηνοθεσίας να δημιουργούν μια τέλεια ώσμωση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο. Παρά το πέρασμα του χρόνου τίποτα δεν μπορεί να αμβλύνει τη στοιχειωτική συγκινησιακή δύναμη του τελευταίου πλάνου, με ένα αργό ζουμ στο πρόσωπο του Eddie ˙ ανακουφισμένος και ήρεμος αγκαλιάζει το όπλο του στο στήθος ˙ δάκρυα κυλούν στο πρόσωπο του, ενώ ένα βλέμμα λύτρωσης ισοδυναμεί με άφατη κραυγή: «γιατί δεν με σταματήσατε νωρίτερα;»
Βαθμολογία: