Στην Αμερική, 15 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια ρουμάνα μετανάστρια, η Μάγια, έχοντας αποφασίσει να ξαναφτιάξει τη ζωή της στα προάστια μαζί με τον αμερικανό σύζυγό της, Λούις, θα βρεθεί ξανά μπροστά στον εφιάλτη που έζησε τότε, εξαιτίας της οικογένειας που μετακομίζει στο γειτονικό τους σπίτι.

Σκηνοθεσία:

Yuval Adler

Κύριοι Ρόλοι:

Noomi Rapace … Maja Reid

Joel Kinnaman … Thomas Steinman

Chris Messina … Lewis Reid

Amy Seimetz … Rachel Steinman

Jackson Dean Vincent … Patrick Reid

Madison Paige Jones … Annabel Steinman

Jeff Pope … Jim White

Victoria Hill … Claire

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Yuval Adler, Ryan Covington

Παραγωγή: Lorenzo di Bonaventura, Stuart Ford, Erik Howsam, Adam Riback, Greg Shapiro

Μουσική: John Paesano

Φωτογραφία: Kolja Brandt

Μοντάζ: Richard Mettler

Σκηνικά: Nate Jones

Κοστούμια: Christina Flannery

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Secrets We Keep
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Μυστικό μας

Παραλειπόμενα

  • Η πλοκή του μοιάζει πολύ με το θεατρικό Death and the Maiden (που έχει γίνει ταινία από τον Roman Polanski), με τις πρώτες πληροφορίες να μιλούσαν για διασκευή.
  • Λόγω της υγειονομικής κρίσης, πήρε μια μικρή διανομή στις ΗΠΑ και βγήκε άμεσα σε video-on-demand.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 23/10/2020

Δεν είναι το σημαντικότερο πρόβλημα εδώ ότι η κεντρική ιδέα αποτελεί ξεπατικωτούρα του πολανσκικού «Ο Θάνατος και η Κόρη». Από την ίδια αφετηρία μπορεί κανείς να ακολουθήσει πολύ διαφορετικές διαδρομές και να καταλήξει σε άλλους προορισμούς. Στην πραγματικότητα, το τελικό αποτέλεσμα πληγώνεται πολύ περισσότερο από το ότι το κείμενο των Ryan Covington και Yuval Adler είναι πενιχρό σε ιδέες, σπαταλώντας την ευκαιρία να πει κάτι καινούριο ή ουσιαστικό πάνω σε ένα δοκιμασμένο εύρημα, ενώ οι δυνατότητες υπήρχαν. Αλλά και το ύφος γραφής είναι σαν να έχει κάτι το απρόσωπο, με τους ήρωες να επικοινωνούν μεταξύ τους με πολλές ατάκες δανεισμένες από το ράφι των κλισέ, κάτι περίεργο αν ληφθεί υπόψιν το πόσο συγκεκριμένη είναι η φύση της συνθήκης που απεικονίζεται. Αν σκεφτεί κανείς το πάρτι που θα έκανε ένας Γαβράς σε φόρμα με τις πολιτικές προεκτάσεις της πλοκής που μένουν ανεκμετάλλευτες εδώ, παίρνει μια ιδέα του μεγέθους της χαμένης ευκαιρίας.

Κυνηγώντας το χτίσιμο της έντασης μέσα από επαναλαμβανόμενα σκηνικά (κι από ένα άκρως ανεπαρκές μοντάζ σε κρίση ταυτότητας, που πηγαινοέρχεται μεταξύ θρίλερ και δράματος χαμηλών ντεσιμπέλ χωρίς να βρίσκει τη χρυσή τομή), ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος δεν αρθρώνει ούτε μία ολοκληρωμένη σκέψη για το συλλογικό τραύμα της εμπειρίας της ναζιστικής βίας ή για το σκοτάδι κάτω από τη λαμπερή βιτρίνα της μεταπολεμικής Αμερικής. Φτάνει σε πολλές πηγές, αλλά από καμία δεν πίνει νερό. Γενικά, δεν υπάρχει βάθος. Αλλά κι αφηγηματικά, παρά τη μικρή διάρκεια, υπάρχει και «λίπος» που δεν έχει λόγο ύπαρξης. Το δε παιχνίδι με την αμφισημία δεν διαθέτει την κλειστοφοβική δύναμη και την αιχμηρότητα που συνόδευαν το ίδιο στοιχείο στο αντίστοιχο φιλμ του Polanski. Άλλο ένα ενδιαφέρον σημείο σύγκρισης μεταξύ των δύο δημιουργιών είναι ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουν τη βία. Το ποιοτικό χάσμα γίνεται φανερό από το πώς ο μεν Polanski επιστρατεύει σε αυτό το κομμάτι με εξαιρετική αποτελεσματικότητα την υπόνοια και τον λόγο, ενώ ο δε Adler καταφεύγει στην αντιπαραγωγική επεξηγηματικότητα του φλας-μπακ και στον εύκολο εντυπωσιασμό των αιματηρών εκρήξεων, που ειδικά σε μια σκηνή φλερτάρει μέχρι και με exploitation μονοπάτια.

Υπάρχουν και κάποια άλλα στοιχεία που εκνευρίζουν, όπως το ότι, για παράδειγμα, ο τρόπος αναπαράστασης της εποχής θυμίζει περισσότερο βιντεοκλίπ παρά ταινία μεγάλου μήκους, μοιάζοντας να μην έχει επιμεληθεί λεπτομερώς, ή η κινηματογράφηση που διέπεται από έναν μοντερνισμό που απλά δεν συμβαδίζει με το ρετρό της εικόνας. Τουλάχιστον ο Adler καταφέρνει και παράγει κάποιες σεκάνς με ένα άλφα επίπεδο σασπένς, ειδικά στην κορύφωση που φαίνεται να «ξυπνάει» σε σύγκριση με ό,τι προηγήθηκε. Η ροή της αφήγησης, επίσης, παρά τα μεμονωμένα περιττά στοιχεία, έχει σωστούς ρυθμούς. Και γενικά, παρά τα πολλά που μπορεί να προσάψει κανείς στο φιλμ, ποτέ δεν κάνει εκείνο το φάουλ που θα το ακύρωνε εντελώς καλλιτεχνικά.

Ο κύριος λόγος για τον οποίον το σύνολο δεν βυθίζεται στην ολοκληρωτική αποτυχία, είναι μια αποφασισμένη Noomi Rapace που δεν αφήνει τίποτα να «πέσει κάτω» όσον αφορά τον ρόλο της. Ειδικά η αποτύπωση της εμμονικής διάστασης της ηρωίδας της διαθέτει μια ανατριχιαστική πειστικότητα, και τα σκαμπανεβάσματά της από την ευαλωτότητα στον σαδισμό χαρίζουν στην ταινία τις καλύτερες στιγμές της. Είναι κρίμα που η ίδια δεν έχει από κάπου να πιαστεί σκηνοθετικά ή σεναριακά για να «ανεβάσει» το φιλμ. Κι είναι κι απελπιστικά μόνη ερμηνευτικά σχετικά με το καστ που την πλαισιώνει, το οποίο όμως δεν έχει και καλογραμμένους ρόλους για να κατευθυνθεί. Ξεχωρίζει αρνητικά ο σύζυγος του Chris Messina ως επιπόλαια σκιαγραφημένος χαρακτήρας, χωρίς σταθερή υπόσταση κι έστω στοιχειωδώς ξεκάθαρα γνωρίσματα και κίνητρα.

Τελικά, είναι μια ικανή πρωταγωνίστρια και κάποιες μεμονωμένες αρετές που σώζουν τα προσχήματα, αλλά κι αυτά είναι λίγα για να καταστήσουν το προϊόν ως άξιο πρότασης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 Σχόλια

  1. Ανώνυμος 1 Νοεμβρίου 2020

    Μια χαρά ταινία είναι... Άντε γιατί μας έχετε πρήξει οι δήθεν ψευτοδιανούμενοι θολοκουλτουριάρηδες κριτικοί της πλάκας και της κακιάς ώρας!!!