
Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά
- The Man Who Knew Too Much
- 1956
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Αραβικά, Γαλλικά
- Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Κατασκοπική, Μυστηρίου, Νουάρ, Πολιτικό Θρίλερ
- 09 Ιουλίου 2025
Κατά τη διάρκεια των διακοπών μιας οικογένειας Αμερικανών στο Μαρόκο, ο γιατρός πατέρας γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας στον δρόμο. Λίγο προτού το θύμα πεθάνει, εκμυστηρεύεται στον γιατρό ένα υψίστης σημασίας πολιτικό μυστικό, εξαιτίας του οποίου ο ανήλικος γιος του ζευγαριού θα πέσει στα χέρια απαγωγέων στο Λονδίνο. Έπειτα από τις έρευνες που το ζεύγος διεξάγει, η ιστορία θα κορυφωθεί στο Άλμπερτ Χολ, όπου η μητέρα θα προσπαθήσει να ξαναβρεί τον γιο της, αποτρέποντας συγχρόνως μια δολοφονία.
Σκηνοθεσία:
Κύριοι Ρόλοι:
James Stewart … Δρ Benjamin ‘Ben’ McKenna
Doris Day … Josephine ‘Jo’ Conway McKenna
Brenda de Banzie … Lucy Drayton
Bernard Miles … Edward Drayton
Ralph Truman … επιθεωρητής Buchanan
Daniel Gelin … Louis Bernard
Mogens Wieth … ο πρέσβης
Alan Mowbray … Val Parnell
Hillary Brooke … Jan Peterson
Christopher Olsen … Henry ‘Hank’ McKenna
Alix Talton … Helen Parnell
Carolyn Jones … Cindy Fontaine
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Michael Hayes
Παραγωγή: Alfred Hitchcock
Μουσική: Bernard Herrmann
Φωτογραφία: Robert Burks
Μοντάζ: George Tomasini
Σκηνικά: Henry Bumstead, Hal Pereira
Κοστούμια: Edith Head
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Man Who Knew Too Much
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά
- Εναλλακτικός Τίτλος: Alfred Hitchcock’s The Man Who Knew Too Much
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Άνθρωπος που Ήξερε Πολλά (1934)
Σεναριακή Πηγή
- Στόρι: Ο Άνθρωπος που Ήξερε Πολλά των Charles Bennett, D.B. Wyndham-Lewis.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ τραγουδιού (Whatever Will Be, Will Be (Que Sera, Sera)).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ο Alfred Hitchcock είχε σκεφτεί να κάνει μια νέα εκδοχή του δικού του, Ο Άνθρωπος που Ήξερε Πολλά (1934), ήδη από το 1941 που μετακόμισε στις ΗΠΑ. Η ιδέα επανήλθε το 1956, όταν θέλησε να ολοκληρώσει ένα συμβόλαιο με την Paramount Pictures. Το στούντιο βέβαια ζητούσε κάτι πιο μοντέρνο από τη βρετανική ταινία του 1934, και το σενάριο του John Michael Hayes γράφτηκε δίχως ο συγγραφέας του να έχει δει εκείνη την ταινία ή να έχει καν διαβάσει το σενάριο της. Ο Hitchcock τού παρείχε λεπτομέρειες για την πλοκή, και μόνο οι εναρκτήριες σκηνές είναι ουσιαστικά ριμέικ.
- Η σκηνή του Royal Albert Hall εμπνεύστηκε εν μέρει από το κόμικ του H.M. Bateman με τίτλο The One-Note Man, όπου ακολουθούσε την καθημερινότητα ενός μουσικού που έπαιζε μόνο μία νότα σε μια συμφωνική ορχήστρα.
- Το χαρακτηριστικό κάμεο του Alfred Hitchcock έρχεται στο 25ο λεπτό, με τον σκηνοθέτη να είναι ανάμεσα στους θεατές των ακροβατών στη μαροκινή αγορά.
- Οι κριτικοί της εποχής είχαν διχαστεί πάνω στο αν αυτό ήταν καλύτερο από το ορίτζιναλ φιλμ. Στην περίφημη συνέντευξη του μαιτρ στον Francois Truffaut, ο γάλλος δημιουργός είχε παρατηρήσει ότι κάποια στοιχεία του ριμέικ ήταν κατά πολύ ανώτερα από αντίστοιχα της ταινίας του 1934. Ο Hitchcock είχε απαντήσει σε αυτό: “Ας πούμε ότι η πρώτη εκδοχή ήταν η δουλειά ενός ταλαντούχου ερασιτέχνη, ενώ η δεύτερη δημιουργήθηκε από έναν επαγγελματία”.
- Το φιλμ είχε κοστίσει 1,2 εκατομμύρια δολάρια, για να εισπράξει 11,3.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στο αποκορύφωμα του φιλμ ακούγεται το Storm Clouds Cantata του Arthur Benjamin, που είχε γραφτεί για το φινάλε της ταινίας του 1934. Ο Bernard Herrmann είχε την ευκαιρία να συνθέσει κάτι νέο, αλλά θεώρησε ότι εκείνο ήταν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν η σκηνή.
- Η Doris Day ερμηνεύει πάνω στην πλοκή το διάσημο Que Sera, Sera (Whatever Will Be, Will Be) των Jay Livingston και Ray Evans. Το τραγούδι έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν της Day, και να φτάσει ως το νούμερο 1 στα σινγκλ της Αγγλίας και το νούμερο 2 των ΗΠΑ. Το κομμάτι θα γίνει ακόμα και σύνθημα στα αγγλικά γήπεδα.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 4/6/2012
Εδώ, παρουσιάζεται μια σπανιότατη περίπτωση. Πώς να το κρίνεις ως ριμέικ, ρίχνοντας τη μοναδικότητα του, όταν το αυθεντικό είναι του ίδιου δημιουργού. Και μάλιστα, ενός δημιουργού που δεν πράττει κάτι κατά τύχη. Έτσι, κρίνω τον δεύτερο «Άνθρωπο», όπως έκρινα και το Παράξενα Παιχνίδια του Haneke: ως μοναδικό. Η αλήθεια είναι πως ενώ μιλάμε για μια καταπληκτική ταινία, αυτή του 1934, μοιάζει εδώ να το είχε ανάγκη το ρετουσάρισμα της. Ο μαιτρ αφήνει πίσω τις εξπρεσιονιστικές του αναζητήσεις και μας πάει στη χρυσή του εποχή. Σε αυτήν, δεν μειώνεται η ποιότητα, αλλά αυξάνει στο έπακρο η ψυχαγωγία. Ό,τι θα δείτε στην παρούσα ταινία, έχει κοπιαριστεί αμείλικτα και πολλάκις από το σύγχρονο ψυχαγωγικό σινεμά.
Το βασικό μοτίβο είναι απλό: ένα αθώο και τυχαίο ζευγάρι αναγκάζεται να γίνουν ντετέκτιβ για να σώσουν το παιδί τους. Ο Hitchcock επενδύει υπερβολικά στο συναίσθημα και αυτό του αποδίδει. Ο αιώνια σταθερός James Stewart και η καλύτερη από ποτέ Doris Day δεν υποπίπτουν ποτέ σε ερμηνευτικό σφάλμα. Κοντά τους, ο μαιτρ μπορεί να αποδιώξει αυτή την κομεντί τους εικόνα και να τη μεταβάλλει σε θριλερικό μελόδραμα. Και καμία σκηνή δεν πάει χαμένη, ακόμα κι αν δεν φτάνουμε στο ύψος κάποιων άλλων δημιουργιών του βρετανού σκηνοθέτη. Πλήρης εκμετάλλευση του έγχρωμου φιλμ, του σκηνικού σε Αγγλία και Μαρόκο και της μουσικής του Bernard Herrmann. Σκηνές με διαφορετικό χαρακτήρα, από κομεντί σε μελόδραμα κι από χαλαρότητα σε θρίλερ. Αποκορύφωση το διπλό φινάλε. Το ένα (η σκηνή στο Albert Hall) πιο κλασικό από το άλλο (το τραγικό «Que Sera»). Μια ταινία ψυχολογικών αντιθέσεων με παρανομαστή το σασπένς και την υγιή ψυχαγωγική φόρμα ενός ανθρώπου που γνώριζε πολλά… από έβδομη τέχνη.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 15/6/2025
Αν ο Alfred Hitchcock, το 1956, ένιωσε την παρόρμηση να αναμετρηθεί ξανά με μία από τις πρώτες του βρετανικές δημιουργίες, το βλέμμα του έπεσε, σχεδόν αναπόφευκτα, στο θρίλερ του 1934, «The Man Who Knew Too Much».
«Η πρώτη εκδοχή έγινε από έναν ταλαντούχο ερασιτέχνη, η δεύτερη από έναν επαγγελματία», δήλωσε αργότερα, με εκείνη τη χαρακτηριστική, λεπτή ειρωνεία, στον François Truffaut. Ωστόσο, για δεκαετίες, οι πιστοί του σκηνοθέτη παραμένουν διχασμένοι, ως προς την υπεροχή της μίας έναντι της άλλης. Η πρώτη, λένε, διαθέτει μια σχεδόν απόκοσμη ατμόσφαιρα, μια οργανική συνεκτικότητα, μια αψεγάδιαστη δομή. Η δεύτερη, το ριμέικ, είναι, ομολογουμένως, πιο φινετσάτη, οπτικά πιο επιβλητική, και, το σημαντικότερο, φιλοξενεί τη θρυλική σκηνή στο Royal Albert Hall, χωρίς διαλόγους, μόνο με τη μουσική μιας συναυλίας, η οποία κλιμακώνεται σε ένα εκκωφαντικό κρεσέντο αγωνίας.
Η ταινία, σαν ένα καλοστημένο παιχνίδι, αποκαλύπτει το φινάλε της εξαρχής -μια παραβίαση των ιερών κανόνων του θρίλερ. Οι τίτλοι αρχίζουν, υπό τη μαεστρική καθοδήγηση του Bernard Herrmann, με τους μουσικούς μιας ορχήστρας να ξεπροβάλλουν, καθώς η κάμερα, χωρίς εμφανή λόγο, εστιάζει σε δύο κρουστά. Σύμβολα, ίσως, της επερχόμενης έντασης, αυτά τα τύμπανα προαναγγέλλουν, με μια υποδόρια απειλή, τη σκηνή που θα εκτυλιχθεί στο Royal Albert Hall.
Η αφήγηση, με μια χαρακτηριστική γεωγραφική ακρίβεια, πλοηγείται ανάμεσα σε δύο κόσμους: το εξωτικό Μαρακές και το ομιχλώδες Λονδίνο, ενώ οι ΗΠΑ παραμένουν μια απλή αναφορά, εκτός οθόνης. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Ben McKenna (James Stewart), ένας αμερικανός γιατρός που απολαμβάνει τις διακοπές του στο Μαρόκο με τη σύζυγό του, την άλλοτε διάσημη τραγουδίστρια Jo (Doris Day), και τον μικρό τους γιο, Hank. Ο Ben, ένας λαμπρός χειρουργός, στερείται, κατά τα φαινόμενα, της απαραίτητης φιλοδοξίας για τα γούστα της συζύγου του, μιας πρώην σταρ που βρέθηκε εξόριστη στην επαρχία, μια μοίρα ασυμβίβαστη με τις καλλιτεχνικές της βλέψεις.
Είναι όμως ο γιος τους, ο Hank, το αρχέτυπο τέκνο μιας στερεοτυπικής δυτικής οικογένειας, που πυροδοτεί την καμπή. Σχίζοντας, κατά λάθος, το πέπλο μιας νεαρής γυναίκας σε ένα λεωφορείο στα βάθη του Μαρόκου, εκτοξεύει τους γονείς του από τον άνετο ρόλο των απλών τουριστών στο προσκήνιο ενός δράματος. Παρατηρούμενοι από έναν μυστηριώδη Γάλλο, που αδιάκοπα τους βομβαρδίζει με ερωτήσεις, οι δύο Αμερικανοί γίνονται θύματα μιας παρεξήγησης: συγχέονται με ένα άλλο ζευγάρι, μπλεγμένο στην οργάνωση μιας επίθεσης εναντίον ενός πολιτικού στο Λονδίνο. Έτσι, βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα διπλωματικό αδιέξοδο που καταλήγει σε μια δολοφονία και, το χειρότερο, στην απαγωγή του παιδιού τους. Αναγκασμένοι σε μια εκβιαστική σιωπή που απειλεί τη ζωή του γιου τους, το ζευγάρι παρακάμπτει την αστυνομία, αποφασίζοντας να βρει τους ενόχους με δικά του μέσα. Εδώ, το διπλωματικό διακύβευμα χάνει κάθε σημασία: το μόνο κίνητρο είναι η σωτηρία του παιδιού, η επανένωση της οικογενειακής μονάδας. Κι εμείς, οι θεατές, νιώθουμε την αιχμηρή ειρωνεία του σκηνοθέτη, που απεικονίζει αυτό το ζευγάρι των «τέλειων» αμερικανών πολιτών ως άτομα χωρίς υψηλά ιδανικά, με μοναδικό σκοπό να εξουδετερώσουν οτιδήποτε διαταράσσει την ισορροπία τους και φέρνει την απογοήτευση.
Ο Hitchcock, με την προσήλωση ενός επιστήμονα, εστιάζει στον χρόνο: τον διασπά, τον παραμορφώνει, τον καθυστερεί μέσω του μοντάζ. Η μαγευτική σκηνή της συναυλίας -όπου ο ακριβής ήχος των κυμβάλων θα πυροδοτήσει μια προσχεδιασμένη δολοφονία- αποτελεί κινηματογραφικό επίτευγμα, όπου ο ήχος και η εικόνα συνδέονται σε μια συμπαντική ένταση. Η δωδεκάλεπτη σκηνή στο Royal Albert Hall, αριστούργημα δεξιοτεχνίας, με 124 προσεκτικά οργανωμένα πλάνα και τη διεύθυνση του Bernard Herrmann με τη London Symphony Orchestra και τη χορωδία του Covent Garden, αποτελεί σημείο αναφοράς.
Για αυτό το ριμέικ, ο Hitchcock επέλεξε την Doris Day, μια ηθοποιό και τραγουδίστρια γνωστή για τους ελαφρούς ρόλους της σε ρομαντικές κομεντί -μια φαινομενικά αταίριαστη επιλογή για τον κόσμο του σκηνοθέτη που προτιμούσε την παγερή και αινιγματική ομορφιά της Kim Novak ή της Grace Kelly. Ωστόσο, ο Hitchcock τη μετατρέπει σε ένα τέλειο σύμβολο του μακάβριου αμερικανικού ονείρου: μια νοικοκυρά τής οποίας η καλλιτεχνική καριέρα παρεμποδίζεται από την έλλειψη φιλοδοξίας του συζύγου της. Ωστόσο, αυτή τη γνώση της μουσικής την καθιστά τον ακρογωνιαίο λίθο των δύο αριστοτεχνικών κορυφώσεων της ταινίας. Στην πρώτη, μια απόπειρα δολοφονίας κατά τη διάρκεια συναυλίας στο Royal Albert Hall, τα πλάνα αντίστροφης λήψης εντείνονται μεταξύ του φερόμενου θύματος, του εκτελεστή και της συζύγου, χορογραφημένα στον ρυθμό της συμφωνικής ορχήστρας. Παίζοντας με την ισορροπία των πλάνων, ο σκηνοθέτης εστιάζει στο διορατικό προαίσθημα της τελευταίας, για να δικαιολογήσει την απομόνωσή της από το πλήθος του κοινού. Ίσως λιγότερο εμπνευσμένη, η δεύτερη κορύφωση της ταινίας βασίζεται ωστόσο στο ίδιο τέχνασμα που αφήνει την ενδοδιηγητική μουσική να καθοδηγεί τη mise-en-scène. Ενώ το ζευγάρι των Αμερικανών καλείται από τον πρωθυπουργό, επιζώντα της επίθεσης, να πάει στην πρεσβεία όπου είναι φυλακισμένο το παιδί, η σύζυγος καλείται να τραγουδήσει μπροστά στους καλεσμένους την επιτυχία της Doris Day «Que Sera, Sera». Το τραγούδι γίνεται ένα μέσο επικοινωνίας μεταξύ της ανήσυχης μητέρας και του απαχθέντος γιου. Το κόψιμο των πλάνων αναπαράγει αξιοθαύμαστα την κίνηση του ήχου, η φωνή της τραγουδίστριας ανεβαίνει σταδιακά μέχρι το αγόρι τελικά να καταφέρει να σηματοδοτήσει τη θέση του.
Η σκηνοθετική ευφυΐα του Hitchcock είναι τόσο διαυγής, τόσο ακαταμάχητη, που ο θεατής βυθίζεται αβίαστα στα γρανάζια ενός περίπλοκου μηχανισμού, του οποίου τα διακυβεύματα ξεπερνούν συχνά την αντίληψη των ίδιων των πρωταγωνιστών. Η ταινία μπορεί, σε κάποια σημεία, να φαντάζει αργή ή τεχνικά ατελής, αλλά αυτή ακριβώς η «ατέλεια» ενισχύει την ατμόσφαιρα μυστηρίου. Ο Hitchcock, άλλωστε, αδιαφορούσε για τη ρεαλιστικότητα και τις εξηγήσεις των «κακών» του. Τον ενδιέφερε η αντίδραση των απλών ανθρώπων σε εξωφρενικές καταστάσεις. Ωστόσο, η τελική σύντομη σκηνή αφήνει μια ελαφριά, σχεδόν χιουμοριστική, νότα, μια ανατροπή του ζοφερού τόνου που είχε προηγηθεί. Είναι λοιπόν αυτή η κομψή ισορροπία μεταξύ δραματικής έντασης και δηκτικής ειρωνείας που κάνει αυτό το ριμέικ ένα από τα αριστουργήματα της φιλμογραφίας του.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα