Μετά από τέσσερα σκληρά χρόνια στο Δυτικό Μέτωπο, ο Τομ Σέρμπορν επιστρέφει στην Αυστραλία και πιάνει δουλειά ως φαροφύλακας στο Τζάνους Ροκ, που απέχει σχεδόν μία ημέρα ταξίδι από την ακτή. Σε αυτό το απομονωμένο νησί, όπου οι προμήθειες καταφτάνουν μία φορά ανά εποχή, ο Τομ φέρνει τη νεαρή, γενναία κι αξιαγάπητη σύζυγο του, Ιζαμπέλ. Χρόνια μετά, μετά από δύο αποβολές και μία γέννηση νεκρού εμβρύου, η Ιζαμπέλ ακούει το κλάμα του μωρού. Μια βάρκα έχει ξεβραστεί στο νησί, με έναν νεκρό άντρα κι ένα ολοζώντανο μωρό.

Σκηνοθεσία:

Derek Cianfrance

Κύριοι Ρόλοι:

Michael Fassbender … Tom Sherbourne

Alicia Vikander … Isabel Graysmark-Sherbourne

Rachel Weisz … Hannah Roennfeldt

Florence Clery … Lucy-Grace Rutherford (4ων ετών)

Caren Pistorius … Lucy-Grace Rutherford (ενήλικη)

Bryan Brown … Septimus Potts

Jack Thompson … Ralph Addicott

Anthony Hayes … Vernon Knuckey

Emily Barclay … Gwen Potts

Garry McDonald … William ‘Bill’ Graysmark

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Derek Cianfrance

Παραγωγή: Jeffrey Clifford, David Heyman

Μουσική: Alexandre Desplat

Φωτογραφία: Adam Arkapaw

Μοντάζ: Jim Helton, Ron Patane

Σκηνικά: Karen Murphy

Κοστούμια: Erin Benach

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Light Between Oceans
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Φως Ανάμεσα στους Ωκεανούς

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: The Light Between Oceans της M.L. Stedman.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Η DreamWorks προσέγγισε άμεσα τον Derek Cianfrance, επειδή είχε εντυπωσιάσει τον Steven Spielberg με το Blue Valentine.
  • Με αυτή την ταινία ολοκληρώθηκε μια πεντάχρονη συνεργασία ανάμεσα στην DreamWorks Pictures ως παραγωγό και τη Walt Disney Studios ως διανομέα.
  • Ο Michael Fassbender και η Alicia Vikander αποκάλυψαν ότι ο σκηνοθέτης τούς ανάγκασε να μένουν μαζί επί των των γυρισμάτων για 6 εβδομάδες.
  • Ο Cianfrance έκανε έναν ολόκληρο χρόνο για να ολοκληρώσει το μοντάζ, με ενδιάμεσα διαλλείματα φυσικά.
  • Ο Joseph Nobile έκανε μήνυση στην M.L. Stedman (αληθινό όνομα: Margot Louise Watts) υποστιρίζοντας ότι το μπεστ-σέλερ της του 2012 ήταν κόπια ενός σεναρίου του από το 2001, το A Tale of Two Humans. Το 2017, η μήνυση αυτή ανανεώθηκε, συμπεριλαμβάνοντας πλέον τις εκδόσεις της αλλά και την DreamWorks. Το δικαστήριο όμως αποφάνθηκε ενάντια του Nobile.
  • Στο μείον η είσπραξη από τα ταμεία, μια και η ταινία κόστισε 20 εκατομμύρια δολάρια, ενώ εισέπραξε 26.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 9/11/2016

Βρισκόμαστε στην Αυστραλία. Ο Tom Sherbourne, θέλοντας να ξεχάσει τη φρίκη του Α` Παγκοσμίου Πολέμου στον οποίο έλαβε μέρος, αποφασίζει να αναλάβει προσωρινά μια θέση φαροφύλακα σε ένα μικρό κι απομονωμένο νησί. Γνωρίζει την Isabel που τον ελκύει αμέσως. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Όταν ο προκάτοχός του στη θέση του φαροφύλακα αυτοκτονεί αφήνοντας έτσι τη θέση ελεύθερη για εκείνον, ο Tom παίρνει την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί με τη συγκεκριμένη επαγγελματική ιδιότητα και παντρεύεται την Isabel έτσι ώστε να μπορεί σύμφωνα με τους νόμους της κοινοπολιτείας να μείνει μαζί του. Ύστερα από δύο αποτυχημένες εγκυμοσύνες της Isabel με τραγική κατάληξη, το ζευγάρι θα εντοπίσει στην ακτή του νησιού μια βάρκα με έναν νεκρό άντρα κι ένα μωρό, το οποίο αποφασίζει να αναθρέψει σαν να ήταν δικό του.

Η νέα ταινία του Derek Cianfrance (του οποίου οι φιλμικές απόπειρες διαγράφουν μια προοδευτικά ελαφρώς πτωτική πορεία σε επίπεδο ποιότητας όσο προχωράει από τη μία στην επόμενη) είναι και η πιο «εύπεπτή» του ταινία για ένα μεγαλύτερο κοινό, ένα μελόδραμα εποχής κατασκευασμένο για να εκμαιεύσει από τον θεατή πολύ συγκεκριμένα συναισθήματα, επιστρατεύοντας γνωστά κόλπα του ιδιώματος (αλλά και την εξαιρετική μουσική του Alexandre Desplat). Η καλλιέπεια των κάδρων και της φωτογραφίας ναι μεν είναι όμορφη στο μάτι, αλλά δεν επεκτείνεται σημειολογικά, με αποτέλεσμα αυτό που παρακολουθούμε να είναι απλά ωραίες καρτποσταλικές εικόνες και όχι κάτι παραπάνω. Επιστρατεύονται τσιτάτα με δήθεν βάθος σκέψης, τα οποία δεν έχουν δραματουργική αξία, αλλά έχουν κι αυτά την παρουσία τους στην ταινία προκειμένου να ξεγελάσουν τον πιο καλόπιστο θεατή πως βλέπει κάτι με περισσότερες προεκτάσεις από ένα απλό λαϊκό μελόδραμα (για παράδειγμα ένας μονόλογος της Isabel, σχετικά με το πως «δεν υπάρχει λέξη για να περιγράψει έναν γονιό που χάνει το παιδί του, όπως υπάρχει το «ορφανός» για ένα παιδί που χάνει τον γονιό του» και με ερωτήματα τύπου «εγώ που έχασα τα αδέρφια μου άραγε θεωρούμαι ακόμη αδερφή, έχω αυτήν την ιδιότητα;»).

Για να μην εξαντληθεί άδικα μια αυστηρότητα επάνω στη συγκεκριμένη ταινία, πρέπει να υπάρξει παραδοχή πως είναι όντως μια φροντισμένη κι αξιοπρεπής παραγωγή και πως αφηγηματικά η ιστορία κυλάει με υποδειγματική άνεση, σαν να ξεφυλλίζει κάποιος ένα βιβλίο (άλλωστε τέτοια είναι και η πρωτογενής πηγή της ταινίας). Το στοίχημα σε ερμηνευτικό επίπεδο εδώ κερδίζεται από την Alicia Vikander που αφοσιώνεται και δίνει σάρκα και οστά στην ηρωίδα της με τη φορτισμένη συναισθηματικά ερμηνεία της, και όχι από τον έτερο συμπρωταγωνιστή Michael Fassbender, ο οποίος και λόγω του χαρακτήρα που ενσαρκώνει είναι περισσότερο εσωστρεφής και χαμηλών τόνων. Πρέπει να επισημανθεί πάντως πως ο επίλογος της ταινίας που λαμβάνει χώρα κάποιες δεκαετίες ύστερα από τα γεγονότα στα οποία επικεντρώνεται στο μεγαλύτερο μέρος της που αναφέρονται παραπάνω, φαντάζει ελαφρώς ανομοιογενής και ξένο σώμα με όσα προηγήθηκαν, όπως και μια προσπάθεια να εκβιαστεί λίγο ακόμη συναίσθημα για τον θεατή. Παρά τη θεματολογία της ταινίας που έχει πρόσφορο έδαφος για να ευδοκιμήσει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και συγκινητικό, τα οποία είναι η μητρότητα (και η πατρότητα σε έναν μικρότερο βαθμό), η ματαίωση των προσδοκιών για αυτή και η ευκαιρία να επαναπροσεγγιστεί, δεν επιτυγχάνεται δυστυχώς μια εις βάθος ψυχολογική καταγραφή της ηρωίδας που περνάει από αυτή τη δοκιμασία, της Isabel, με αποτέλεσμα το κοινό αποστασιοποιημένα να παρακολουθεί τις κινήσεις και την εξέλιξη του χαρακτήρα αυτού, πότε με συμπάθεια λόγω του παρελθόντος των αποτυχημένων κυήσεών της και πότε με αντιπάθεια λόγω των απαράδεκτων πράξεων στις οποίες προχωρά για να πραγματοποιήσει το όνειρό της να γίνει μητέρα. Δεδομένης όμως της ιδιαίτερης ψυχολογικής κατάστασης στην οποία την έχει φέρει το τραυματικό παρελθόν, θα έπρεπε η προσέγγιση του χαρακτήρα της να γίνει με περισσότερη κατανόηση. Ίσως για αυτό ευθύνεται και η απόφαση της ταινίας να ακολουθήσει ουσιαστικά την οπτική γωνία του Tom, κάτι παράδοξο, μια και είναι ο χαρακτήρας που «ανοίγεται» δυσκολότερα, αλλά μπορεί να γίνει η υπόθεση πως το ίδιο μάλλον πράττει και το βιβλίο.

Τελικά έχουμε να κάνουμε με μια αξιοπρεπή προσπάθεια που όμως θα μπορούσε και περισσότερα.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 10/9/2017

Ο Ντέρεκ Σίανφρανς αποδεικνύει εκ νέου ότι ξέρει να διαχειρίζεται τη λιτότητα και την αξιοποίηση των μικρών εκείνων στοιχείων που κάνουν ένα δράμα να λάμψει. Φοβάμαι ότι το βάρος της μη μεγάλης ταινίας δεν πέφτει εδώ ούτε στον σεναριογράφο του, αλλά στο αρχικό υλικό, από το βιβλίο της Μ.Λ. Στίντμαν, που φορτώνει κατά το δεύτερο μισό το έργο με στοιχεία που ο σκηνοθέτης δεν δείχνει ότι γνωρίζει πώς να αξιοποιήσει στα δικά του μέτρα. Έτσι, ξεκινάμε με μια μικρή, αλλά όμορφη ιστορία, η οποία μιλάει στον συναισθηματισμό του θεατή και εκμεταλλεύεται το θεαματικό πεδίο που χαρίζει η Νέα Ζηλανδία. Εκεί βρίσκει ευκαιρία και το δίδυμο Αλίσια Βινκλάντερ-Μάικλ Φασμπέντερ να ξεδιπλωθεί με χάρη, και οι απαιτήσεις για κάτι συνολικά σπουδαίο είναι λογικές. Μέχρι που εισβάλει το κλασικό μελόδραμα, χωρίς όμως να σβήσει τελείως μια γενικά καλή, αν και άνιση, εικόνα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *