
H Λίζα Σπινέλι είναι μια ευαίσθητη δασκάλα σε νηπιαγωγείο, που ζει μια συμβατική ζωή στο Στέιτεν Άιλαντ. Παρακολουθεί μαθήματα ποίησης σε νυχτερινό σχολείο, έχοντας πλήρη συναίσθηση της μετριότητάς της. Ανακαλύπτει τυχαία πως ένα αγόρι στην τάξη που διδάσκει έχει έμφυτο ταλέντο στην ποίηση. Τότε βάζει σκοπό της ζωής της, φτάνοντας στα άκρα, να αποκαλύψει το ταλέντο του μικρού στον κόσμο.
Σκηνοθεσία:
Sara Colangelo
Κύριοι Ρόλοι:
Maggie Gyllenhaal … Lisa Spinelli
Parker Sevak … Jimmy Roy
Michael Chernus … Grant Spinelli
Gael Garcia Bernal … Simon
Anna Baryshnikov … Meghan
Ajay Naidu … Nikhil Roy
Rosa Salazar … Becca
Daisy Tahan … Lainie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sara Colangelo
Παραγωγή: Maggie Gyllenhaal, Osnat Handelsman-Keren, Talia Kleinhendler, Celine Rattray, Trudie Styler
Μουσική: Asher Goldschmidt
Φωτογραφία: Pepe Avila del Pino
Μοντάζ: Lee Percy, Marc Vives
Σκηνικά: Mary Lena Colston
Κοστούμια: Vanessa Porter
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Kindergarten Teacher
- Ελληνικός Τίτλος: Η Νηπιαγωγός
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Haganenet (2014)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Haganenet του Nadav Lapid.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Sundance.
Παραλειπόμενα
- Τα ποιήματα που ακούγονται είναι γραμμένα από τους Kaveh Akbar, Ocean Vuong.
- Το Netflix πήρε τα δικαιώματα διανομής της ταινίας άμεσα μετά το Sundance, και στις ΗΠΑ έτσι πήρε μικρή διάθεση στις αίθουσες.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 14/2/2019
Το μεγάλο κατόρθωμα της «Νηπιαγωγού», με δεδομένο το ότι πρόκειται για αμερικάνικη παραγωγή, είναι ότι επιτυγχάνει να προκαλέσει κάτι που λίγα φιλμ με τα οποία μοιράζεται την ίδια χώρα προέλευσης καταφέρνουν: να ενοχλήσει, με έναν τρόπο διακριτικό και συνάμα διαπεραστικό, σαν να περνάει ύπουλα κάτω από το δέρμα, μέσω της υπόνοιας. Από αυτή την άποψη το σκηνοθετικό ύφος, μέσα στην αμφισημία και την αποστασιοποίηση, και όχι τόσο η αναμενόμενη σεναριακή αντιμετώπιση του θέματος, φέρνει στο μυαλό μέχρι και τον Haneke, έστω και σε μια στρογγυλεμένη εκδοχή του. Σαν ψυχογράφημα, ακόμη κι αν θα μπορούσε να είναι ελαφρώς σκοτεινότερο, έχει ένα βάθος κι έναν πεσιμισμό που συνήθως συναντώνται στον κινηματογράφο της Γηραιάς Ηπείρου. Το σενάριο πετυχαίνει να κρατήσει έναν μέσο δρόμο μεταξύ της κατανόησης και της συμπόνοιας για την ηρωίδα που βρίσκεται στο επίκεντρο και της αντικειμενικής παρατήρησης των ηθικά εκμαυλισμένων πράξεών της και των επιπτώσεων που αυτές έχουν στο περιβάλλον της, δεν ξεφεύγει ούτε στιγμή από το γεγονός πως η Gyllenhaal είναι ταυτόχρονα θύτης και θύμα της συνθήκης στην οποία βρίσκεται. Μπροστά στο ατελείωτο καμουφλάρισμα των φόβων και των ενοχών της που αποτελούν οι δράσεις της, ακόμη και το φαινομενικά απαισιόδοξο φινάλε αποτελεί μια κάποια λύτρωση γιατί τουλάχιστον την οδηγεί σε μια στοιχειώδη συνειδητοποίηση, έστω μετά πολύ μεγάλου προσωπικού κόστους.
Η Colangelo ξέρει πολύ καλά τι κάνει και δεν ξεφεύγει ποτέ από τις ράγες της ατμόσφαιρας που χτίζει, ακόμη και όταν η πλοκή φλερτάρει ελαφρώς με το θριλερικό στοιχείο. Εξυπηρετεί τις επιταγές του υποδόρια νοσηρού τόνου της από την αρχή μέχρι το τέλος αναλύοντας ουσιωδώς όλες τις προεκτάσεις του χαρακτήρα που έχει στα χέρια της, χωρίς να καταφεύγει στον φτηνό εντυπωσιασμό και το εύκολο σοκ που θα μπορούσε να προκύψει από μια συγκεκριμένη κατεύθυνση της ιστορίας στην οποία φαίνεται σε πολλά σημεία να τείνει, αλλά ορθώς δεν επιλέγεται γιατί δεν θα προέκυπτε φυσικά από ό,τι προηγήθηκε. Δείχνει επίσης δημιουργική ωριμότητα ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η σταδιακή μετάβαση από το κοινωνικό στο ψυχολογικό δράμα όταν γίνεται πλήρως αντιληπτή η κατάσταση που περιγράφεται, με το σύνολο να είναι αξιοθαύμαστα ομοιογενές καθόλη τη διάρκεια. Ισχυρά δηλώνει το «παρών» κι ένα διαρκές παιχνίδι αντιθέσεων που δίνει έμφαση στην κυρίαρχη προβληματική (νευρωτικά απαιτητικός κόσμος ενηλίκων εναντίον του ανόθευτου ακόμη των παιδιών μέχρι να έρθει η έξωθεν παρέμβαση των μεγάλων, επαγγελματική ταυτότητα έναντι γονεϊκής με συγκεχυμένα σύνορα). Αν υπάρχουν κάποιες ενστάσεις, αυτές βρίσκονται στο ότι η προσοχή είναι τόσο στραμμένη προς την κεντρική ηρωίδα που δεν υπάρχει κάποιο αντίβαρο σχεδόν εξίσου ενδιαφέρον: όλοι οι άλλοι χαρακτήρες ανεξαιρέτως, ακόμη και αυτός του παιδιού, παραμένουν υπερβολικά αδρά σκιαγραφημένοι, κινδυνεύουν να έχουν απλώς μια διακοσμητική αξία στον σεναριακό σκελετό, θυσιάζονται προκειμένου να αναδειχθεί πάνω από οτιδήποτε άλλο ο εσωτερικός κόσμος της πρωταγωνίστριας.
Αναπόφευκτα, λόγω της φύσης της ταινίας που τη θέλει στο επίκεντρο, είναι αδύνατο να μη γίνει αναφορά στη Maggie Gyllenhaal. Ερμηνεύει με μέτρο, χωρίς να υπερτονίζει τις κρίσιμες συναισθηματικές καμπές από τις οποίες περνάει κι ενώ η προσέγγισή της ταιριάζει γάντι με το πνεύμα που επικρατεί γενικά στη «Νηπιαγωγό», δεν θα ήταν αδικαιολόγητο να παραπονεθεί κάποιος για το γεγονός πως για έναν τόσο ιδιαίτερο ρόλο δεν της δίνεται επαρκής αριθμός «μεγάλων» σκηνών που θα απογείωνε τη δουλειά της. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο κι ενδιαφέρον πορτραίτο ερμηνευτικά, χρειαζόταν όμως και κάτι παραπάνω. Ακόμη κι έτσι, πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο δείγμα λεπτότητας για τα δεδομένα της αμερικάνικης σχολής, ακόμη και στο ιδίωμα του ανεξάρτητου στο οποίο ανήκει η «Νηπιαγωγός». Αν υπολογιστεί και το έμμεσο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο που εμπλουτίζει το σενάριο (διόλου τυχαίο το δίδυμο μεσήλικη μεσοαστή λευκή Αμερικανίδα και παιδί που αποτελεί μετανάστης δεύτερης γενιάς) συμπληρώνεται το παζλ ενός εξαιρετικά συγκροτημένου νοηματικά φιλμ, μικρού μεν σε δραματική εμβέλεια αλλά διεισδυτικού όσο λίγες σπουδές χαρακτήρων καταφέρνουν να είναι στη σημερινή κινηματογραφική βιομηχανία.
Βαθμολογία: