Teen Spirit
- Teen Spirit
- 2018
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Μουσική, Νεανική
- 02 Μαΐου 2019
Η Βάιολετ, μια ντροπαλή έφηβη που ζει στη νήσο Γουάιτ της Αγγλίας, ονειρεύεται να γίνει διάσημη τραγουδίστρια της ποπ μουσικής έτσι ώστε να ξεφύγει από τη μικρή πόλη που ζει και τη διαλυμένη οικογένειά της. Με τη βοήθεια ενός απροσδόκητου μέντορα, η Βάιολετ θα μπει σε έναν διεθνή διαγωνισμό τραγουδιού που όμως θα δοκιμάσει την εντιμότητα, το ταλέντο και τη φιλοδοξία της.
Σκηνοθεσία:
Max Minghella
Κύριοι Ρόλοι:
Elle Fanning … Violet Valenski
Zlatko Buric … Vladimir Brajkovic
Rebecca Hall … Jules
Agnieszka Grochowska … Marla
Millie Brady … Anastasia
Clara Rugaard … Roxy
Olive Gray … Lisa
Ruairi O’Connor … Keyan Spears
Archie Madekwe … Luke
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Max Minghella
Παραγωγή: Fred Berger
Μουσική: Marius De Vries
Φωτογραφία: Autumn Durald
Μοντάζ: Cam McLauchlin
Σκηνικά: Kave Quinn
Κοστούμια: Mirren Gordon-Crozier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Teen Spirit
- Ελληνικός Τίτλος: Teen Spirit
Παραλειπόμενα
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον ηθοποιό Max Minghella.
- Υπάρχουν έντονοι παραλληλισμοί με το Φλάσντανς (1983), του οποίου το οσκαρικό τραγούδι Flashdance… What a Feeling χρησιμοποιείται κι εδώ.
- Η Elle Fanning τρύπησε τα αυτιά της για πρώτη φορά, για τις ανάγκες του ρόλου της.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ανάμεσα σε πολλά άλλα, υπάρχει κι ένα αυθεντικό τραγούδι στο φιλμ, το Wildflowers. Η ερμηνεία είναι από την Elle Fanning.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 26/4/2019
Το περιτύλιγμα έχει ένα πεπερασμένο όριο ως προς το πόσο μακριά μπορεί να πάει μια καλλιτεχνική δημιουργία. Η ουσία είναι που κάνει τα μεγάλα ταξίδια σε αυτήν την περίπτωση. Το «Teen Spirit» ανήκει στην κατηγορία στην οποία περισσεύει το πρώτο εκ των δύο αυτών συστατικών. Στην ουσία του είναι ακόμη μια ιστορία επιτυχίας ενός αουτσάιντερ κόντρα στις εξωτερικές συνθήκες που απλά έχει συσκευαστεί με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο από το πιο χαζοχαρούμενο φορμάτ που επέβαλε στην κινηματογραφική μόδα το «Στον Πυρετό της Δόξας» για την πιο κυνική σημερινή νέα γενιά: ένας πιο ρεαλιστικός και προσγειωμένος περίγυρος, μια ηρωίδα με (φωτογενείς) ατέλειες με έναν εξίσου αβανταδόρικα «ελαττωματικό» μέντορα, μια πιο εξεζητημένη λίστα τραγουδιών από την αποκαλούμενη σκεπτόμενη ποπ της τρέχουσας δεκαετίας (με ακούσματα από Robyn μέχρι Grimes) με ολίγη από δεκαετία του 1990 χάριν νοσταλγίας, μια ελαφρώς πιο στυλιζαρισμένη αισθητική στις εικόνες και στο βιντεοκλιπίστικου ύφους μοντάζ κι έτοιμο το πακέτο. Αυτοί οι παράγοντες καθιστούν τη θέαση ομολογουμένως αρκετά ευχάριστη αλλά δεν αλλάζουν το «ζουμί». Ακόμη και οι στροφές στην πλοκή που παρουσιάζονται ως εκπλήξεις (για παράδειγμα η τροπή που παίρνει ο ημιτελικός) είναι εγγεγραμμένες τόσο βαθιά στο DNA του είδους της μουσικής ταινίας ως κλισέ που μόνο κάποιον όχι ιδιαίτερα έμπειρο θεατή θα μπορούσαν να ξαφνιάσουν. Για να μην ανοίξει η συζήτηση για κάτι υποπλοκές από το πουθενά που εξαφανίζονται έτσι όπως εμφανίζονται (π.χ. η όλη επαφή με την πρωταγωνίστρια και τον πρώην νικητή του σόου)…
Ούτε λόγος βέβαια εξαιτίας της επικρατούσας νοοτροπίας του φιλμ για μια έστω στοιχειωδώς κριτική ματιά απέναντι στον θεσμό των ριάλιτι που παρουσιάζει. Παρά την και καλά αληθοφανή οπτική που ακολουθείται, στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο αναπαρίσταται η μουσική βιομηχανία έχει μια επιδερμικότητα και μια επίπλαστη παιδική αφέλεια που παραπέμπει σχεδόν κατευθείαν στην περίοδο του 1980. Μπορεί καλοπροαίρετα κάποιος να επιθυμεί να συγχωρέσει αυτήν την απεικόνιση λόγω του ότι εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ταινίας που θέλει να λειτουργήσει ως ένα σύγχρονο παραμύθι, έστω με λίγη «βρωμιά» παραπάνω από το σύνηθες για να μαλακώσει αντιστάσεις που έχουν δημιουργηθεί στο μοντέρνο κοινό, ποιος είπε όμως ότι μια αφήγηση υπό αυτό το πρίσμα πρέπει ντε και καλά να αφήσει εκτός σε έναν βαθμό το σκοτάδι; Η θέση της ταινίας επιβαρύνεται αν συνυπολογιστεί ότι έχει ως προφανή κύριο στόχο τον έφηβο θεατή και ηθικά τουλάχιστον θα ήταν ορθότερο να ήταν πιο ειλικρινής μαζί του ως προς αυτήν την πραγματικότητα, μιας και η βιτρίνα που θα δει εδώ θα τον προσελκύσει πολύ εύκολα, ειδικά αν δεν έχει μπει ακόμη σε μια διαδικασία οικοδόμησης κριτικής σκέψης. Μπαίνει κανείς και σε μια διαδικασία σύγκρισης με το επίσης φετινό «Vox Lux» που παρόλες τις αδυναμίες του περιέγραφε τουλάχιστον τον συγκεκριμένο χώρο με μια θαρραλέα οξυδέρκεια και δεν κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό του, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα όπως εδώ να υιοθετήσει το ύφος του «ανεξάρτητου» και να ήταν νοηματικά συμβατικό.
Εδώ κι εκεί υπάρχουν κάποια θετικά στοιχεία. Η χημεία μεταξύ Elle Fanning και Zlatko Buric λειτουργεί απρόσμενα αποτελεσματικά, καθιστώντας τα δρώμενα επί της οθόνης κατά τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση πολύ πιο ενδιαφέροντα από όταν οι δυο τους λειτουργούν ως μονάδες. Ενίοτε επίσης η επιλογή του αλά βιντεοκλίπ στυλ αποδεικνύεται ιδανική εκεί που το κείμενο το έχει ανάγκη, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την πρώτη ατομική οντισιόν της πρωταγωνίστριας όπου το φρενήρες μοντάζ συνθέτει μια αξιομνημόνευτη σκηνή. Ακόμη και τα φίλτρα που χρησιμοποιούνται στη φωτογραφία έχουν ένα οπτικό ενδιαφέρον παρά την επιτήδευσή τους. Αυτά όμως δεν αρκούν για να καταστήσουν το σύνολο ως μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική πρόταση, ποσώς μάλλον ως μια υπέρβαση ενός καθιερωμένου σχήματος της σύγχρονης ποπ κουλτούρας. Σε μια δεκαετία ειδικά που το εφηβικό δράμα στο σινεμά έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά, δουλειές σαν αυτή φαντάζουν ακόμη περισσότερο παρωχημένες…
Βαθμολογία: