Η Σόνι, μια νεαρή γυναίκα αστυνομικός στο Νέο Δελχί, έχει αναλάβει να αντιμετωπίσει μαζί με την προϊσταμένη και μέντορά της, Καλπάνα, μια σειρά από βίαια και ειδεχθή εγκλήματα κατά γυναικών, υφιστάμενη ταυτόχρονα τον καθημερινό σεξισμό και την απαξίωση, τόσο από τους συναδέλφους της, όσο και από τους ίδιους τους πολίτες. Παρά την επίμονη και περήφανη στάση της, τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο περίπλοκα, και η συμμαχία των δύο γυναικών θα δοκιμαστεί όταν η Σόνι θα κατηγορηθεί για κατάχρηση εξουσίας και θα ζητηθεί να αποσπαστεί σε νέα θέση, με πολύ λιγότερες ευθύνες.
Σκηνοθεσία:
Ivan Ayr
Κύριοι Ρόλοι:
Geetika Vidya Ohlyan … Soni
Saloni Batra … Kalpana
Vikas Shukla … Naveen
Mohit Chauhan … Sandeep
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ivan Ayr, Kislay Kislay
Παραγωγή: Kimsi Singh
Μουσική: Nicholas Jacobson-Larson, Andrea Penso
Φωτογραφία: David Bolen
Μοντάζ: Ivan Ayr
Σκηνικά: Vipin Kamboj
Κοστούμια: Navjeet Kaur
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Soni
- Ελληνικός Τίτλος: Σόνι
Παραλειπόμενα
- Ο σκηνοθέτης δανείστηκε έμπνευση από το Offside του Jafar Panahi πάνω στην κινηματογραφική διαχείριση, και τον τραγικό φόνο μετά ομαδικού βιασμού μιας 23χρονης το 2012 στο Νέο Δελχί ως προς το θέμα.
- Στη Βενετία, όπου προβλήθηκε στο τμήμα Ανοιχτών Οριζόντων, ακολούθησε όρθιο χειροκρότημα.
- Στη χώρα μας ήρθε μέσω του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πριν διατεθεί στο Netflix.
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 13/5/2020
Μακριά από τα φώτα, τη λάμψη, ίσως και την επιδειξιομανία των χρυσών στούντιο του Μπόλιγουντ, το «Σόνι» του Ιβάν Αΐρ αναδεικνύει μια σκληρή και αμείλικτη πραγματικότητα, όχι μόνο της Ινδίας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Βασισμένο σχεδόν πλήρως σε σταθερά καδραρίσματα και αργόρυθμα μονοπλάνα, το φιλμ αφηγείται την σχέση δύο γυναικών αστυνομικών, οι οποίες δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την αυξημένη αστική εγκληματικότητα αλλά και τον διαρκή μισογυνισμό, τη λεκτική – και όχι μόνο – κακοποίηση, τον χλευασμό και την υποτίμηση από μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία που είναι έτοιμη να δικαιολογήσει οτιδήποτε κάνει ή πει ένας άνδρας, αλλά να καταδικάσει με υπέρμετρη αυστηρότητα οποιαδήποτε αντίδραση αυτός υποστεί.
Παρότι κινηματογραφημένο μέσα σε ένα «αστυνομικό» πλαίσιο, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς εξιχνιάσεις εγκλημάτων, παραδοχές ενοχής ή απόδοση δικαιοσύνης. Ο Αΐρ μοιάζει να μην αφήνει διέξοδο από το πουθενά, κλείνοντας σταδιακά τον κλοιό γύρω από τις δύο γυναίκες που δεν παύουν ωστόσο να επιμένουν με κουράγιο, ζητώντας τα αυτονόητα: να ελέγχουν τη ζωή και τις επιλογές τους και να αντιμετωπίζονται με ισότητα και σεβασμό. Η σχεδόν παντελής απουσία μουσικής επένδυσης προσδίδει έναν ντοκιμαντερίστικο, σχεδόν αποστασιοποιημένο τόνο στην αφήγηση που πετυχαίνει τελικά να αποτυπώσει μια αίσθηση ειλικρίνειας, να αντανακλά μια αυθεντικότητα που οδηγεί με τη σειρά της ευκολότερα στην ταύτιση με τα πάθη, τα βάσανα των κεντρικών χαρακτήρων. Η Σόνι, η άτυπη πρωταγωνίστρια της ταινίας (ερμηνευμένη με στωικότητα από την Geetika Vidya Ohlyan) εκτός από το καθημερινό μαρτύριο στο χώρο εργασίας έχει να αντιμετωπίσει την ενοχλητικά επίμονη στάση του πρώην συντρόφου της που της ζητά να τα ξαναβρούν, αλλά και την συναισθηματικά καταπιεστική επιμονή της οικογένειάς της για μια πιο «καθωσπρέπει» ζωή. Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα και για την προϊσταμένη της Καλπάνα (Saloni Batra), η οποία χειραγωγείται σε καθημερινή βάση από την πεθερά της που την ρωτά διαρκώς πότε θα δει εγγόνια.
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, και μια απόλυτα δικαιολογημένη αντίδραση της Σόνι θα την οδηγήσει στην μετάθεση και τον παραγκωνισμό στο αστυνομικό τμήμα, το φιλμ μοιάζει να πετυχαίνει το σκοπό του, εξοργίζοντάς σε βαθμιαία αλλά και θίγοντας με απλότητα και ειλικρίνεια ένα πολύ δύσκολο και καίριο ζήτημα που αφορά όχι μόνο στην κοινωνία που διαδραματίζεται (ο σκηνοθέτης εξάλλου προσπαθεί και καταφέρνει να διατηρήσει τα λαογραφικά του στοιχεία σε ένα χαμηλό σχετικά επίπεδο, μιλώντας την γλώσσα που θα μπορούσαν όλοι να εντάξουν στην καθημερινότητά τους) και γενικότερα να προβληματιστεί εύστοχα και όχι με περισσούς μελοδραματισμούς πάνω στην ανύπαρκτη ισότητα των φυλών, τη γυναικεία χειραφέτηση που συμβαίνει με τεράστιο τίμημα και μέσα σε τοξικά πατριαρχικά πλαίσια, αλλά και την ανάγκη για μια διαφορετική αντίληψη για τη ζωή την ίδια, τη σχέση των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία. Ο τρόπος που κινηματογραφείται η διαρκής εργαλειοποίηση της γυναίκας είναι εξαιρετικός, το επίμονο και γλοιώδες φλερτ των ανδρών, αλλά και η διαρκής άσκηση εξουσίας είναι σχεδόν σοκαριστικά και το μόνιμα θλιμμένο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας αντικατοπτρίζει την ανάγκη για μια διαφορετική κοινωνία, η οποία δυστυχώς μοιάζει τώρα πιο μακριά από ποτέ.
Συνοψίζοντας, το «Σόνι» καταφέρνει να βρει το στόχο του, κερδίζοντας στο συναίσθημα με έναν διακριτικό, γεμάτο υπόγεια ένταση τρόπο. Μπορεί να γίνεται δυσκίνητο σε κάποιες στιγμές, αλλά η μόνιμη αίσθηση του επείγοντος και κυρίως η απουσία τελικής κάθαρσης προσδίδουν αποδοτικότητα σε ένα φιλμ που γοητεύει με την αμεσότητα και τη μετριοφροσύνη του.
Βαθμολογία: