Η ιστορία των Τριών Βασιλείων της Κίνας (220-280 μ.Χ.), όπου ένας ισχυρός βασιλιάς και ο λαός του έχουν εκδιωχθεί από την πατρίδα τους και επιθυμούν να την πάρουν πίσω. Ο βασιλιάς είναι άγριος και φιλόδοξος, αλλά τα κίνητρα και οι μέθοδοί του είναι άγνωστα και μυστήρια. Ο αρχιστράτηγός του είναι ένας οραματιστής που επιθυμεί διακαώς να κερδίσει τη μάχη, αλλά χρειάζεται να αναπτύξει το σχέδιό του με απόλυτη μυστικότητα. Οι γυναίκες του παλατιού αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους σε έναν κόσμο που δεν έχει χώρο για εκείνες. Και υπάρχει κι ένας κοινός θνητός, γύρω από τον οποίο στροβιλίζονται οι αδυσώπητες δυνάμεις της ιστορίας, έτοιμες να τον κατασπαράξουν.
Σκηνοθεσία:
Yimou Zhang
Κύριοι Ρόλοι:
Chao Deng … διοικητής Yu/Jing
Li Sun … η μαντάμ
Ryan Zheng … ο βασιλιάς
Qianyuan Wang … λοχαγός Tian
Jingchun Wang … υπουργός Lu
Jun Hu … στρατηγός Yang
Xiaotong Guan … η πριγκίπισσα
Lei Wu … Ping
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Yimou Zhang, Wei Li
Παραγωγή: Jun Liu, Catherine Pang
Μουσική: Zai Lao
Φωτογραφία: Xiaoding Zhao
Μοντάζ: Xiaolin Zhou
Σκηνικά: Horace Ma
Κοστούμια: Minzheng Chen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Ying
- Ελληνικός Τίτλος: Σκιά
- Διεθνής Τίτλος: Shadow
Σεναριακή Πηγή
- Τηλεοπτική σειρά (επεισόδιο): Three Kingdoms: Jingzhou των Sujin Zhu, Guanzhong Luo.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο φωτογραφίας, μοντάζ, σκηνικών, κοστουμιών και ήχου στα Ασιατικά Βραβεία. Υποψήφιο για μουσική.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία είναι έγχρωμη, αλλά σε τόνους ασπρόμαυρου. Με αυτό ο Yimou ήθελε να τονίσει τη διαφορά ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, αλλά και να παραπέμψει στις παραδοσιακές υδατογραφίες της χώρας του.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 11/3/2019
Η βάση πιάνεται, αλλά έχοντας γνωστό το ότι όσον αφορά τον Yimou ειδικά στην κατηγορία εποχής τού είναι εύκολο να μεγαλουργήσει τότε η «Σκιά» σίγουρα υπολογίζεται για απογοήτευση για το βεληνεκές του. Αρχικά προξενεί εντύπωση η επιλογή του σκηνοθέτη για εσωστρέφεια και λιτότητα στο οπτικό κομμάτι, ειδικά αν ληφθεί υπόψιν η αλλαγή προσέγγισής του στο είδος που υπηρετούσε ως επί το πλείστον που έλαβε χώρα από τον «Ήρωα» και μετά, όταν έγινε η δράση και η χορογραφία οργανικό κομμάτι του «πακέτου» του. Η φωτογραφία παίζει με αποχρώσεις του άσπρου, του μαύρου και του γκρίζου, ουσιαστικά υπογραμμίζοντας τις διακυμάνσεις των πράξεων των ηρώων μεταξύ του καλού και του κακού όπως αυτό απεικονίζεται στο περίφημο σύμβολο του Γιν και του Γιανγκ που έχει την τιμητική του στο φιλμ. Όσο έντονα επιβάλλεται η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα στον θεατή μέχρι τουλάχιστον να μεταφερθεί η ιστορία σε εξωτερικό περιβάλλον άλλο τόσο προκαλεί θαυμασμό το ότι ακόμη και με τους εικαστικούς περιορισμούς που έχει θέσει στον εαυτό του ο Yimou προσφέρει απλόχερα μερικές θαυμάσιες σεκάνς, όπως για παράδειγμα την εξάσκηση στην οποία λαμβάνουν μέρος ο διοικητής, η «σκιά» του και η γυναίκα του πρώτου υπό βροχή. Δυστυχώς όμως από τη στιγμή που η κάμερα βγαίνει από τους εσωτερικούς χώρους, παρόλο που το θέαμα γίνεται πιο πλούσιο, κατεβαίνει αισθητά και η ποιότητα του φιλμ, με την καρτουνίστικη βία και την υπερβολή να συσσωρεύονται αφήνοντας μια άσχημη επίγευση. Σε επίπεδο αισθητικής ενοχλούν κάπως και οι επιτηδευμένοι αναχρονισμοί προκειμένου να υπάρξει ένας ανάλογος μοντερνισμός στις σκηνές μαχών, κυρίως επειδή αυτή η επιλογή προσδίδει μια παραμυθένια αύρα στο σύνολο που κάνει μια άσχημη αντίθεση με την ενήλικη φύση των συνθηκών.
Προβληματικό είναι και το σενάριο, όχι απαραίτητα λόγω πλοκής αλλά κυρίως εξαιτίας των διαλόγων και του τρόπου με τον οποίο αναπτύσσονται οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις. Ο μύθος καθαυτός αν συμπυκνωθεί σε μια περίληψη θα μπορούσε να θυμίζει σαπουνόπερα, αυτό όμως θα γινόταν να αποφευχθεί κάλλιστα με μια μεταχείριση πιο περίτεχνη ως προς την επεξεργασία του δράματος για τον κάθε χαρακτήρα εξατομικευμένα. Εντούτοις ο ενοχλητικός στόμφος στον λόγο αλλά και στις περισσότερες εκ των ερμηνειών τονίζουν την προαναφερθείσα διάσταση των δρώμενων και μειώνουν τη δύναμη που θα είχαν στο χαρτί. Το δε «ανοιχτό» φινάλε μοιάζει να έρχεται από την πρώιμη δημιουργική περίοδο του σκηνοθέτη, δείχνει εκτός κλίματος με ό,τι έχει προηγηθεί. Αυτό που μένει είναι μια επίδειξη τεχνικής, η οποία αποδεικνύεται αρκετή για να διατηρήσει το ενδιαφέρον καθόλη τη διάρκεια, αλλά δίχως ένα περιεχόμενο που να την υποστηρίζει καταλήγει να φαίνεται κάπως κενή. Σε επίπεδο νοημάτων, η ουσία δεν ξεφεύγει πολύ από το τετριμμένο «η εξουσία διαφθείρει» τη στιγμή που η ίδια υπόθεση είχε τις δυνατότητες να παράγει και περισσότερα, πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Ερμηνευτικά, μονάχα ο Ryan Zheng καταφέρνει να δημιουργήσει ένα πειστικό πορτραίτο, εκπέμποντας με μοναδική φυσικότητα μοχθηρία και απειλητικότητα, χωρίς ποτέ να ξεπέφτει στη χοντράδα και στην καρικατούρα. Οι γυναίκες του καστ, παρά τις φεμινιστικές προεκτάσεις του κειμένου, αξιοποιούνται ανεπαρκώς, δεν αποκτούν ποτέ κάτι παραπέρα από μια διακοσμητική παρουσία. Ο δε Chao Deng ως διπλός πρωταγωνιστής αποτυγχάνει να βγάλει εις πέρας μια δύσκολη αποστολή. Προκειμένου να διαχωρίσει τις δυο ξεχωριστές περσόνες που υποδύεται, καταφεύγει στην εύκολη λύση των άκρων, όντας πομπώδης και υπερεμφατικός στον έναν ρόλο και λιτός και διακριτικός στον άλλο, ατυχώς δίχως να επεκτείνει τους ήρωες που αναλαμβάνει πέρα από αυτούς τους μονοδιάστατους χαρακτηρισμούς. Κάτω από το υπάρχον πλαίσιο της μεγάλης παραγωγής για το ευρύ κοινό σίγουρα υπάρχει η ματιά ενός κινηματογραφιστή με όραμα, όπως και στιγμές αληθινής έμπνευσης. Η αλήθεια όμως στο τέλος της προβολής είναι πως για κάποιον που έχει κάτω από τη ζώνη του τίτλους όπως το «Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια», μια προσθήκη στη φιλμογραφία του σαν και αυτή δεν γίνεται παρά να χαρακτηριστεί ελάσσονα, όσο κι αν το επίπεδο που κρατάει είναι τέτοιο ώστε να είναι άδικο το προσωνύμιο του φιάσκου.
Βαθμολογία: