
Δύο νιόπαντροι, ο Τζορτζ και η Σερένα Πέμπερτον, ταξιδεύουν από τη Βοστόνη στη Βόρεια Καρολίνα, όπου θα δημιουργήσουν μια ολόκληρη αυτοκρατορία ξυλείας το 1929. Σύντομα, η Σερένα και ο σύζυγός της θα αποδειχθούν αδίστακτοι, έτοιμοι να υποτάξουν οποιονδήποτε σταθεί εμπόδιο στις φιλοδοξίες τους. Όταν, όμως, η Σερένα μάθει ότι δεν μπορεί να κάνει παιδί, θα τα αφήσει όλα στην άκρη, για να βρει την προηγούμενη σύντροφο του Τζορτζ, με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί εκτός γάμου. Στην πορεία θα διαπιστώσει ότι ο σύζυγός της προστατεύει την παράνομη οικογένειά του και η έντονη σχέση τους θα περάσει σε άλλο στάδιο.
Σκηνοθεσία:
Susanne Bier
Κύριοι Ρόλοι:
Bradley Cooper … George Pemberton
Jennifer Lawrence … Serena Pemberton
Rhys Ifans … Galloway
Sean Harris … Campbell
Toby Jones … σερίφης McDowell
Sam Reid … Joe Vaughn
David Dencik … Κος Buchanan
Conleth Hill … Δρ Chaney
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Christopher Kyle
Παραγωγή: Susanne Bier, Ben Cosgrove, Ron Halpern, Paula Mae Schwartz, Steve Schwartz, Todd Wagner, Nick Wechsler
Μουσική: Johan Soderqvist
Φωτογραφία: Morten Soborg
Μοντάζ: Pernille Bech Christensen, Matthew Newman, Simon Webb
Σκηνικά: Richard Bridgland
Κοστούμια: Signe Sejlund
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Serena
Ελληνικός Τίτλος: Serena
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Serena του Ron Rash.
Παραλειπόμενα
- Αρχικά είχε ανακοινωθεί ότι θα είναι μια ταινία του Darren Aronofsky με την Angelina Jolie στον πρώτο ρόλο.
- Ο Bradley Cooper ήρθε μετά από υπόδειξη της Lawrence, μια και η τελευταία ήθελε πολύ να δουλέψει ξανά μαζί του.
- Παρότι δεν υπήρχαν επαναληπτικά γυρίσματα ή προβλήματα με το πέρας των γυρισμάτων, η Bier έκανε 18 μήνες για να ολοκληρώσει το φιλμ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 13/12/2014
Το κινηματογραφικό ζευγάρι Τζένιφερ Λόρενς-Μπράντλεϊ Κούπερ συναντιέται για τρίτη φορά στην οθόνη, με τη δανέζα Σουζάνε Μπίερ να σκηνοθετεί ένα χαμηλού προφίλ ρετρό-νουάρ ρομάντζο, το οποίο έχει τα συστατικά του ερωτικού πάθους και της τραγικής εμμονής της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Αυτό το ενδιαφέρον αλλά αρκετά ελαττωματικό φιλμ ολοκληρώθηκε το 2012 (οι δύο ηθοποιοί χώρεσαν τα γυρίσματα ανάμεσα στις άλλες δυο ταινίες όπου πρωταγωνιστούσαν, τον «Οδηγό Αισιοδοξίας» και τον «Οδηγό Διαπλοκής»), αλλά έκανε πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ του Λονδίνου αφού παρέμεινε για σχεδόν δύο χρόνια στα ράφια των παραγωγών περιμένοντας διανομή. Εγκλωβισμένο κάπου ανάμεσα σε κοινωνικό ρεαλισμό και εξωφρενική τραγωδία, αφηγείται μια ιστορία πρωτόγονου και σκοτεινού πάθους, περήφανης απληστίας και καπιταλισμού των συνόρων.
Ο Κούπερ υποδύεται τον Τζόρτζ Πέμπερτον, έναν αυτοδημιούργητο νεαρό βαρόνο ξυλείας, ο οποίος συντηρεί με μεγάλο προσωπικό κόστος μια επισφαλή κι ασταθή επιχείρηση στα βουνά της Βόρειας Καρολίνας (ή αλλιώς Smoky Mountains). Σ` αυτή τη δύσκολη περίοδο -βρισκόμαστε στη Μεγάλη Ύφεση του 1929- γνωρίζει την εντυπωσιακή και πεισματάρα Σερένα Σο, την οποία ερωτεύεται και παντρεύεται με συνοπτικές διαδικασίες (με την παλιομοδίτικη, στερεοτυπική ατάκα «νομίζω ότι εμείς οι δυο πρέπει να παντρευτούμε»). Αυτή, παρασυρμένη από την κοινωνική-ερωτική αναστάτωση, παραδίνεται πρόθυμα, εκστασιασμένη από την προοπτική της καινούριας ζωής. Αφήνοντας να δραπετεύσει μόνο σε μία μικρή σκηνή η φαμ-φατάλ που κρύβεται μέσα της, αναλαμβάνει να οδηγήσει τον άντρα της σε μεγαλειώδη επιτεύγματα -ίσως εκπληρώνοντας και δικές της επιθυμίες- ή να σπρώξει και τους δυο στην απόλυτη καταστροφή. Άλλωστε, οι συνέπειες της συμπεριφοράς αυτών που είναι έτοιμοι να χάσουν και τον εαυτό τους προκειμένου να θρέφουν καθημερινά το άπιαστο όνειρο, δεν αργούν να αποδείξουν ότι τελικά η πραγματοποίηση της ουτοπίας αποτελεί από μόνη της μια πτώση στο κενό, ένα ταξίδι στην ψυχολογική άβυσσο.
Θα ήταν άσπλαχνο να ισχυριστεί κάνεις ότι για τα δεινά της ταινίας ευθύνεται το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Οι δυο ηθοποιοί, με εμφανή τη χημεία ανάμεσά τους, ερμηνεύουν πιο βαθιά και ουσιώδη απ` ό,τι οι χαρακτήρες τους αξίζουν. Αν και το πάθος μοιάζει εύθραυστο και βεβιασμένο, υποδύονται αποτελεσματικά τους ρόλους τους, με την κυριαρχία της Λόρενς (σεξουαλική, συναισθηματική) πάνω στον ανήμπορο να αντιδράσει άνδρα της, να αποτελεί ένα από τα δυνατότερα σημεία του φιλμ. Το πρόβλημα ωστόσο προκύπτει από την παράλογη λάμψη στα πρόσωπά τους, δεδομένης της τρομερά δυσοίωνης κατάστασης στην οποία βρίσκονται. Αυτό μοιάζει να αντικατοπτρίζει και την παραδοξότητα των χαρακτήρων τής εν λόγω δημιουργίας. Στην πραγματικότητα, σου είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψεις έστω και μία λέξη από αυτά που ξεστομίζουν, πόσο μάλλον να συμμεριστείς τις οδύνες τους. Οι ενέργειές τους φαίνονται αψυχολόγητες, πράξεις αποφασίζονται με απόλυτη ελαφρότητα, ενώ οι ίδιοι δείχνουν ατελείωτα εγωιστές και κοντόφθαλμοι.
Η Μπίερ, συνηθίζοντάς μας τελευταία σε ηθικοπλαστικά δράματα όπου κατατρεγμένοι χαρακτήρες αναζητούν επιπόλαια τη λύτρωση («Μια Δεύτερη Ευκαιρία»), σκηνοθετεί φωναχτά ένα μελόδραμα παλιάς κοπής γύρω από μια αγάπη που προσπαθεί να αψηφήσει τις αντιξοότητες. Χρησιμοποιώντας μια ασφαλή και τυποποιημένη αφηγηματική δομή, αφήνει γρήγορα κατά μέρος οποιοδήποτε κοινωνικό προβληματισμό και επικεντρώνεται στην τραγωδία, την οποία μυρίζεις στην ατμόσφαιρα σχεδόν από την εισαγωγή. Η απλοϊκή σεναριακή σύλληψη είναι δεμένη με πάμπολλα κλισέ και δύσκολα διαχειρίσιμες μεταφορές, οι οποίες εμφανίζονται με κουρασμένη τακτικότητα. Η οποιαδήποτε ψυχογράφηση των ηρώων και ανάλυση των συμπεριφορών τους μοιάζει επιδερμική, χωρίς τελικά να γίνεται πλήρως κατανοητό το εύρος των κινήτρων τους, ενώ η συνεχής καταφυγή στο μοιραίο (βαδίζοντας στα χνάρια του «Επιστροφή στο Cold Mountain» του Άντονι Μινγκέλα) δίνει την αίσθηση ότι το φιλμ καταπιάνεται με θέματα τα οποία είτε παρατάει ημιτελή, είτε δείχνουν να χάνουν από μόνα το ενδιαφέρον τους στην πορεία. Πάντως, το σετ αποδεικνύεται εντυπωσιακό, με τις ομιχλώδεις, νοτισμένες πλαγιές να κόβουν την ανάσα (στην πραγματικότητα τα γυρίσματα έγιναν στην Τσεχία) και τον ήχο των τσεκουριών που μπήγονται στα υγρά θεόρατα δέντρα να αντηχεί το λιγότερο υποβλητικά. Μια εικόνα άγριου κι εχθρικού τοπίου, σε απόλυτη αντίθεση με την καταδικασμένη πρωταγωνίστρια, καθώς περιφέρεται ξέπνοα με το ολόλευκο, ολοκάθαρο νυχτικό της μέσα στη λάσπη.
Με ένα φινάλε που μοιάζει σχεδόν από την αρχή προδιαγεγραμμένο, το «Serena» δίνει την εντύπωση μιας ταινίας στραπατσαρισμένης από τη μελοδραματική εξωφρενικότητά της. Παρά την υπέροχη εικονογράφηση, καθηλώνεται στο έδαφος από τον βαρύ και πολλές φορές δυσνόητο ποιητικό συμβολισμό που δυσκολεύεσαι να αντέξεις μέχρι το τέλος, αλλά κι από τη μηδενιστική ενοχή που διαρκώς αισθάνονται οι πρωταγωνιστές της. Δίνοντας την αίσθηση ότι τελικά όλα αυτά κάπου, με κάποιον τρόπο τα έχουμε ξαναδεί, το φιλμ της Σουζάνε Μπίερ δείχνει να στερείται ορμής, προσφέροντας έναν ξεπερασμένο ρομαντισμό, ενώ οι βίαιοι αλλά τελικώς υποτονικοί κλυδωνισμοί το καθιστούν περισσότερο απογοητευτικό, παρά καταστροφικό.
Βαθμολογία: