
Έπειτα από έναν επώδυνο χωρισμό που την άφησε με τρομακτικά χρέη, η Αριάν αναγκάζεται να πιάσει δουλειά σε μια μονάδα επεξεργασίας σιτηρών ως ισπανόφωνη διερμηνέας για τους εποχιακούς εργάτες από τη Λατινική Αμερική. Καθώς αναλαμβάνει χρέη μεσάζοντα μεταξύ των εργαζομένων που υφίστανται τρομερή εκμετάλλευση κι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, και των ανωτέρων της, σύντομα θα διχαστεί ανάμεσα στη δική της επιβίωση και την παρόρμησή της να τους βοηθήσει.
Σκηνοθεσία:
Pier-Philippe Chevigny
Κύριοι Ρόλοι:
Ariane Castellanos … Ariane
Marc-Andre Grondin … Stephane
Nelson Coronado … Manuel Morales
Eve Duranceau … Michele
Micheline Bernard … Nicole
Maria Mercedes Coroy … Maria
Hubert Proulx … Richard
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Pier-Philippe Chevigny
Παραγωγή: Genevieve Gosselin-G.
Μουσική: Felicia Atkinson
Φωτογραφία: Gabriel Brault-Tardif
Μοντάζ: Amelie Labreche
Σκηνικά: Yola van Leeuwenkamp
Κοστούμια: Kelly-Anne Bonieux
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Richelieu
- Ελληνικός Τίτλος: Ρισελιέ
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Temporaries
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Dissidente [Γαλλία]
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο κοινού και βραβείο ΠΕΚΚ στο φεστιβάλ Αθηνών.
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, πρώτο γυναικείο ρόλο (Ariane Castellanos), δεύτερο αντρικό ρόλο (Nelson Coronado), φωτογραφία και κάστινγκ στα εθνικά βραβεία του Καναδά.
Παραλειπόμενα
- Από το 2009 στα βίντεο-κλιπ και τις μικρού μήκους ταινίες, ο Pier-Philippe Chevigny αναλαμβάνει για πρώτη φορά μια μεγάλου μήκους σκηνοθεσία.
- Το φιλμ είχε μπει σε παραγωγική διαδικασία από το 2001, με προσωρινό τίτλο Rive-Sud.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 24/11/2024
Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Πιερ-Φιλίπ Σεβινί φέρνει στον νου το σινεμά της μεγάλης ακμής των αδερφών Νταρντέν και του Κεν Λόουτς. Οι χαρακτήρες του είναι τρωτοί, άνθρωποι που τους πνίγει το δίκιο, με εκρήξεις και φοβίες και ανάγκη για επικοινωνία μέσα στο σκοτάδι της εργασιακής τους πραγματικότητας. Τοποθετημένο σε ένα σημείο της αχανούς χώρας του Καναδά που σπανίως βλέπουμε στον κινηματογράφο, το Ρισελιέ στέκει κριτικά απέναντι στη φήμη που συνοδεύει το «εύρυθμο» καναδικό οικονομικό σύστημα και αρθρώνει λόγο που αφορά ανθρώπινες ζωές προορισμένες να μένουν στη σκιά, αυτές των εποχιακών μεταναστών, οι οποίοι συγκροτούν ένα ιδιαίτερο και πλέον ευάλωτο τμήμα της εργατικής τάξης.
Κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι η Αριάν που εργάζεται ως μεταφράστρια σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας καλαμποκιού που απασχολεί μετανάστες με βραχύβια συμβόλαια. Καλείται να διαμηνύσει στους ισπανόφωνους εργάτες τους όρους με τους οποίους θα απασχολούνται και θα διαβιούν και να σταθεί σαν γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ αυτών και των εκπροσώπων της εργοδοσίας τους. Έχοντας ήδη σωρεύσει βαριά προσωπικά αδιέξοδα, η Αριάν βρίσκει τον μεσολαβητικό της ρόλο ολοένα και πιο αφόρητο, αφού όσα υποχρεούται να διερμηνεύσει εκ της διευθύνσεως συχνά βρίσκονται στη σφαίρα του αδιανόητου. Οι εργάτες διαβιούν σε συνθήκες που συνθλίβουν κάθε έννοια ιδιωτικότητας και ατομικότητας, δεκάδες σε ένα σπίτι με ένα μπάνιο, η δουλειά τους κατανέμεται ατάκτως και αφήνει γρήγορα το τρομακτικό αποτύπωμά της στα σώματα και τα πνεύματά τους. Εκείνη αποφασίζει να αναλάβει δράση, στο μέτρο του εφικτού, προκειμένου να αμβλύνει τις απάνθρωπες συνθήκες του εργοστασίου και να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μεταναστών, που αρχικά είναι επιφυλακτικοί απέναντί της.
Ο Σεβινί αποφεύγει τις μονόπατες απαντήσεις, αφήνοντας την κορυφή του καταπιεστικού σχήματος εκτός της εικόνας. Οι εκπρόσωποι της διοίκησης διαθέτουν ανθρώπινη μορφή, βρίσκονται και οι ίδιοι σε επισφαλή θέση, επιφορτισμένοι με το καθήκον να παρουσιάσουν εξωπραγματική παραγωγικότητα στους κεφαλαιοκράτες ιδιοκτήτες. Η βία διοχετεύεται συνεχώς προς τα κάτω, αποκτώντας όλο και περισσότερο θηριώδη μορφή όσο προσεγγίζει τη βάση της πυραμίδας στην οποία βρίσκονται οι εργάτες. Οι διαρκείς παραβιάσεις των ανθρώπινων και των εργασιακών δικαιωμάτων λογίζονται σαν παράπλευρες απώλειες στη λειτουργία μιας μηχανής που αξιολογείται αποκλειστικά με βάση το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Στο κείμενο του Ρισελιέ, με το ασφυκτικό κάδρο και τη μουντή φωτογραφία του, οι απρόσωπες δομές και εκφράσεις της εξουσίας είναι σύμφυτες με την ταξική αδικία, προορισμένες να τη διαιωνίζουν, αντί να την εξισορροπούν. Οι μετανάστες που εργάζονται ως εποχικοί υποχρεούνται να πληρώνουν εισφορές σε ένα σωματείο εργαζομένων του οποίου δεν είναι μέλη και από το οποίο δεν μπορούν να αξιώσουν καμία προστασία. Βρίσκονται κατάχρεοι στις πατρίδες τους προτού καν ξεκινήσουν να δουλεύουν, με το εργασιακό παρόν και μέλλον τους υποθηκευμένο, εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να υπομείνουν μυριάδες βάσανα. Σε περιπτώσεις που ο νόμος θεωρητικά τους καλύπτει, όπως ένα εργατικό ατύχημα, είναι οι δακτυλοδεικτούμενοι που αναγκάζονται να αναλάβουν την ευθύνη της έκθεσης του εργοστασίου –και άρα της εργασίας και της επιβίωσης όλων– σε κίνδυνο. Με άλλα λόγια, οι εποχιακοί μετανάστες είναι οι αναλώσιμοι του ύστερου καπιταλισμού, ενσάρκωση του σύγχρονου homo sacer, απογυμνωμένοι από δικαιώματα.
Μέσα σε μια συνθήκη ζόφου που μοιάζει αδιατάρακτη και ακατάβλητη, ο Σεβινί αντιλαμβάνεται την ελάχιστη ελπίδα ως την επιβίωση της ανθρώπινης επαφής. Μιας επαφής που μπορεί να μην είναι ικανή να ανατρέψει το οικοδόμημα της καταπίεσης, αλλά δεν λέει να εξοβελιστεί από την εικόνα. Είναι αυτή που γεννά τα πρώτα υλικά για την αλληλεγγύη, το μόνο πραγματικό μέσο άμυνας που απομένει στον ταξικό αγώνα, το οποίο οικοδομείται αργά, μπολιασμένο από ήττες και μικρές στιγμές ανακούφισης, με θεμέλιο την ανάγκη για έναν βίο που θα είναι κάτι παραπάνω από μια αβίωτη μηχανική πραγματικότητα.
Βαθμολογία:
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα