Η Ντομίνικα Εγκόροβα εκπαιδεύεται για να γίνει η νέα στρατιώτης της σχολής «Σπουργίτι», μιας μυστικής υπηρεσίας που εκπαιδεύει ξεχωριστούς νεαρούς ανθρώπους να χρησιμοποιούν το σώμα και το μυαλό τους ως όπλο. Αφού υπομένει τη σαδιστική, διεστραμμένη διαδικασία εκπαίδευσης, αναδύεται ως το πιο επικίνδυνο «Σπουργίτι» που έχει βγάλει ποτέ η υπηρεσία. Η Ντομίνικα πλέον θα πρέπει να συμφιλιώσει τον παλιό εαυτό της με τη δύναμη που κατέχει τώρα, την ίδια ώρα που η ζωή της και όλοι αυτοί που αγαπά βρίσκονται σε κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένου κι ενός πράκτορα της ΣΙΑ που προσπαθεί να την πείσει πως είναι ο μόνος τον οποίο μπορεί να εμπιστευτεί.
Σκηνοθεσία:
Francis Lawrence
Κύριοι Ρόλοι:
Jennifer Lawrence … Dominika Egorova
Joel Edgerton … Nate Nash
Matthias Schoenaerts … Ivan Vladimirovich Egorov
Charlotte Rampling … η ματρόνα
Mary-Louise Parker … Stephanie Boucher
Ciaran Hinds … συνταγματάρχης Zakharov
Joely Richardson … Nina Egorova
Bill Camp … Marty Gable
Jeremy Irons … στρατηγός Vladimir Andreievich Korchnoi
Thekla Reuten … Marta Yelenova
Douglas Hodge … συνταγματάρχης Maxim Volontov
Sakina Jaffrey … Trish Forsyth
Sergei Polunin … Konstantin
Hugh Quarshie … Simon Benford
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Justin Haythe
Παραγωγή: Peter Chernin, David Ready, Jenno Topping, Steven Zaillian
Μουσική: James Newton Howard
Φωτογραφία: Jo Willems
Μοντάζ: Alan Edward Bell
Σκηνικά: Maria Djurkovic
Κοστούμια: Trish Summerville
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Red Sparrow
- Ελληνικός Τίτλος: Το Κόκκινο Σπουργίτι
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Red Sparrow του Jason Matthews.
Παραλειπόμενα
- Όταν ανακοινώθηκε το σχέδιο το 2013, ο Darren Aronofsky εμφανίστηκε ως υποψήφιος να το αναλάβει. Την επόμενη χρονιά εγκατέλειψε, και άμεσα ξεκίνησε συζήτηση με τον David Fincher (σκηνοθεσία) και τη Rooney Mara (πρώτος ρόλος). Το 2015, ακούστηκε πρώτη φορά το όνομα του Francis Lawrence, και τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου ανακοινώθηκε επίσημα μαζί με αυτό της Jennifer Lawrence.
- Για την προετοιμασία του ρόλου και επί τέσσερις μήνες, η Jennifer Lawrence έκανε μπαλέτο κι εξασκούσε τη ρωσική της προφορά. Επί τρεις ώρες την ημέρα, έκανε μαθήματα με τον γνωστό στο Χόλιγουντ δάσκαλο μπαλέτου Kurt Froman. Έπειτα δήλωσε ότι της ήταν πολύ δύσκολο, μια και δεν ήθελε ποτέ να μάθει μπαλέτο. Στην ταινία, την αντικαθιστά στις δύσκολες σκηνές χορού η Isabella Boylston.
- Ο Vladimir Putin υπήρχε ως χαρακτήρας στο βιβλίο, αλλά ήταν απόφαση του Lawrence να εξαιρεθεί, μια και θεωρούσε ότι θα αποσπούσε την προσοχή από το θέμα.
- Ο συγγραφέας του βιβλίου, ο Jason Matthews, είχε δηλώσει πως άντλησε την πλοκή του από προσωπικές του εμπειρίες υπηρετώντας τη CIA. Επί της ταινίας αποτέλεσε τεχνικός σύμβουλος, ενώ ανάγκασε όλη τη σκηνή του Γκόρκι Παρκ να γραφτεί από την αρχή, ώστε να αποκτήσει αυθεντικότητα.
- Οι ερωτικές σκηνές ήταν ένα ευαίσθητο σημείο για την Jennifer Lawrence, μια και το 2014 είχε εκτεθεί σε κάποιες γυμνές φωτογραφίες που είχαν κλαπεί από το προσωπικό της iCloud. Παρόλα αυτά, αποφάσισε να διαχωρίσει την καριέρα της με την υποκλοπή που υπέστη, και προχώρησε με τις επιταγές της χαρακτηρισμένης ως R ταινίας, ακόμα κι αν ο σκηνοθέτης τής έδωσε την ευκαιρία αυτές οι σκηνές να περικοπούν. Από την άλλη, η Βρετανία προτίμησε να δει μια λιγότερο προκλητική βερσιόν.
- Με κόστος 69 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ εισέπραξε 151,6.
- Ο Francis Lawrence και ο Joel Edgerton ήταν που είχαν δηλώσει διαθέσιμοι για ένα σίκουελ, βασισμένο αυτή τη φορά είτε στο μυθιστόρημα Palace of Treason είτε στο The Kremlin’s Candidate.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 28/2/2018
Η ταύτιση της ταινίας κατασκοπείας με τον James Bond μακροπρόθεσμα έβλαψε την παιδεία του ευρύτερου κοινού σχετικά με τις προσδοκίες του απέναντι στο είδος. Γιατί αν παλιότερα ένα “The Spy Who Came in from the Cold”, λόγω ίσως και ψυχροπολεμικής επικαιρότητας, επέλεγε να το δει μια μεγάλη μερίδα κόσμου και είχε και θετική γνώμη για αυτό, στην τρέχουσα δεκαετία γυρίζεται κάτι σαν το “Tinker Tailor Soldier Spy” και οι θεατές ξύνουν τα κεφάλια τους, και όχι μόνο επειδή πρόκειται για ένα φιλμ που μιλάει για μια εποχή που έχει παρέλθει και φαντάζει παντελώς ξένη ειδικά για τους νεότερους. Η κινηματογραφική μετενσάρκωση του ήρωα του Ian Fleming ταύτισε στο συλλογικό υποσυνείδητο της ποπ κουλτούρας τη λέξη «κατάσκοπος» με την απόδραση από τη ρουτίνα, την υψηλή τεχνολογία και τον κοσμοπολιτισμό, και όσο κι αν το έτερο παρακλάδι του είδους με τη σειρά του δεν αποτελεί δα και ντοκιμαντέρ απολύτως ακριβούς καταγραφής της πραγματικότητας που συνοδεύει αυτόν το ρόλο, ακόμη και αυτό δεν αντιμετωπίζεται με θέρμη αν δεν συνοδεύεται από δράση και μια καθαρόαιμη ψυχαγωγική διάθεση.
Έτσι και το “Red Sparrow”, αν και είναι μια ξεκάθαρα χολιγουντιανή και καλογυαλισμένη ακόμη και στα σκοτεινά της σημεία ματιά γύρω από αυτόν τον κόσμο, ενδέχεται να μη λάβει την υποδοχή που είχε για παράδειγμα το “Atomic Blonde” σε θετικές ανταποκρίσεις εκ μέρους του κοινού επειδή αρνείται την προαναφερθείσα προσέγγιση. Αισθητικά το φιλμ είναι αρκούντως προσεγμένο: το στιλιζάρισμα που έχει μάθει από το χώρο του βιντεοκλίπ τον οποίο υπηρέτησε ο κατά τα άλλα όχι δα και δημιουργός με όραμα Francis Lawrence, του οποίου η καλύτερη στιγμή είναι ουσιαστικά ταινία αλυσίδας παραγωγής που λόγω μάλλον πρωτογενούς υλικού έτυχε να είναι ένα πραγματικά καλό παράδειγμα του είδους (“The Hunger Games: Catching Fire”), οδηγεί στη δημιουργία εικόνων που πραγματικά «καταβροχθίζονται» με ευχαρίστηση από το μάτι, κάτι στο οποίο βοηθάει και η υπέροχη φωτογραφία του Jo Willems που έχει παρόμοια προϋπηρεσία με το σκηνοθέτη του. Η Jennifer Lawrence ερμηνεύει εδώ με την ίδια ψυχρή αυτοπεποίθηση που είχε ως Katniss Everdeen, προσθέτοντας σε αυτόν τον αέρα κι έναν πιο ενήλικο τόνο με την ανάδειξη της σεξουαλικότητάς της ως όπλο χειραγώγησης. Σε αντίθεση όμως με πιο πληθωρικές, αβανταδόρικες ερμηνείες της που την έφτασαν μέχρι τα Όσκαρ (“Silver Linings Playbook”, “American Hustle”) εδώ δεν τσαλακώνεται ποτέ, ακόμη και στις «δύσκολες» σκηνές, κάτι που ταιριάζει μεν σαν προσέγγιση στο συγκεκριμένο ρόλο, καθιστά όμως τη συναισθηματική επένδυση στο χαρακτήρα της αρκετά δύσκολη. Οι δευτεραγωνιστές εκπέμπουν την ίδια αποστασιοποίηση (κάτι που ειδικά στην περίπτωση του Joel Edgerton αποδεικνύεται άκρως προβληματικό, μιας και ο χαρακτήρας του λειτουργεί ως αντίβαρο στον πρωταγωνιστικό και το γεγονός πως παραμένει διακοσμητικός ουσιαστικά δρα αρνητικά στη χημεία που πρέπει να αναπτυχθεί μεταξύ των δύο από ένα σημείο κι έπειτα), με εξαίρεση τη Mairy-Louise Parker που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από αλλού στο σύντομο πέρασμά της.
Παρά την ευπρόσωπη επιφάνεια και την ευχάριστη πλοκή με το πλήθος ανατροπών, στον πυρήνα του το “Red Sparrow” επαναφέρει ψυχροπολεμικές λογικές προσαρμοσμένες στα σημερινά δεδομένα. Όσο καλή διάθεση και να επιθυμεί να έχει κάποιος απέναντι σε μια εκσυγχρονισμένη και πιο λουστραρισμένη εκδοχή των ψυχροπολεμικών κατασκοπικών θρίλερ της δεκαετίας του ’60, το λυσσασμένο σχεδόν αντιρωσικό πνεύμα που εκπέμπεται από αυτό και αναδίδει μια πολύ έντονη μυρωδιά υπερκαλύπτει τις επιμέρους αρετές και καθιστά το αποτέλεσμα ακόμη μια καμουφλαρισμένη προπαγάνδα με το μανδύα της μεγάλης χολιγουντιανής παραγωγής για το φετινό έτος παραγωγής που διανύουμε (ήδη έχουν κυκλοφορήσει “12 Strong” και “The 15:17 to Paris”). Γυρνώντας στο παράδειγμα του “Atomic Blonde”, η ταινία του David Leitch παρόλο που δεν διαφέρει πάρα πολύ στην ουσία της από αυτήν του Lawrence, είχε τουλάχιστον ένα διακριτικό αυτοσαρκασμό που εξισορροπούσε το σύνολο, σε αντίθεση με εδώ που επικρατεί μια πένθιμη σχεδόν σοβαροφάνεια κάνοντας ακόμη πιο δυσκολοχώνευτο το επιμύθιο.
Βαθμολογία: