Στην Ιαπωνία του 12ου αιώνα, μια γυναίκα βιάζεται και ο σύζυγός της δολοφονείται από τον πασίγνωστο ληστή Ταγιομάρου. Ο δράστης σύντομα συλλαμβάνεται, αλλά η κατάθεσή του είναι εντελώς διαφορετική από την κατάθεση του θύματος. Ένας αυτόπτης μάρτυρας που βρήκε το πτώμα του άντρα, καλείται για να δώσει φως στην υπόθεση, αλλά περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση καθώς η κατάθεση του είναι επίσης διαφορετική από τις υπόλοιπες.
Σκηνοθεσία:
Akira Kurosawa
Κύριοι Ρόλοι:
Toshiro Mifune … Tajomaru
Machiko Kyo … Masako Kanazawa
Masayuki Mori … Takehiro Kanazawa
Takashi Shimura … Kikori
Minoru Chiaki … Tabi Hoshi
Noriko Honma … Miko
Daisuke Kato … Houben
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Akira Kurosawa, Shinobu Hashimoto
Παραγωγή: Minoru Jingo
Μουσική: Fumio Hayasaka
Φωτογραφία: Kazuo Miyagawa
Μοντάζ: Akira Kurosawa
Σκηνικά: Takashi Matsuyama
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Rashomon
- Ελληνικός Τίτλος: Η Γκέισα κι ο Σαμουράι [αυθεντικός]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ρασομόν [επανέκδοσης]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Rashomon: Η Πύλη των Δαιμόνων [επανέκδοσης]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ο Βιασμός (1964)
Σεναριακή Πηγή
- Διήγημα: In a Grove του Ryunosuke Akutagawa.
Κύριες Διακρίσεις
- Τιμητικό Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για σκηνικά.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση.
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Παρότι δανείζεται τον τίτλο του από ένα ομότιτλο διήγημα του Ryunosuke Akutagawa, βασίζεται σε άλλο έργο του ίδιου συγγραφέα, από το 1922. Από εκεί παίρνει τους χαρακτήρες και την κεντρική πλοκή.
- Το μπάτζετ της εταιρίας Daiei ήταν πενιχρό. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι ο Kurosawa ήθελε εδώ να αναστήσει κάτι από τις βωβές ταινίες, χρησιμοποιούνται μονάχα τρία σκηνικά (η πύλη Ρασομόν, το δάσος και η αυλή), με το δάσος να είναι πραγματικό κι όχι σε στούντιο.
- Οι ηθοποιοί ζούσαν μαζί κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, κατά εντολή του σκηνοθέτη. Ο Kurosawa δήλωσε έπειτα ότι με αυτό το σύστημα είναι σαν να σκηνοθετούσε καθ’ όλη την ημέρα.
- Η ταινία έγινε διάσημη για το μετέπειτα αποκαλούμενο ως Rashomon Effect, όπου για το ίδιο αντικείμενο υπάρχουν διαφορετικές οπτικές. Ο συμβολικός χαρακτήρας αυτού, αλλά και η όλη τεχνική επηρέασαν πολλούς μεταγενέστερους δημιουργούς, ενώ και η παρούσα ταινία είναι επηρεασμένη από τον Πολίτη Κέιν, ως προς τη μη ευθεία δομή της.
- Το 1964 ήρθε κι ένα άμεσο ριμέικ από το Χόλιγουντ και τον Martin Ritt (Ο Βιασμός), με τον Paul Newman στον κεντρικό ρόλο. Έμμεσα, υπάρχουν κι άλλες ταινίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ριμέικ αυτής.
- Παρότι πήγε καλά στα ιαπωνικά ταμεία και κέρδισε βραβείο σεναρίου στα εγχώρια βραβεία, η ταινία δεν άρεσε στους ντόπιους κριτικούς. Όταν, δε, ήρθαν τα νέα από την αποθεωτική υποδοχή των συναδέλφων τους από τη Δύση, απάντησαν ότι τους άρεσε μονάχα επειδή την είδαν ως εξωτική, ενώ άλλοι είπαν ότι επειδή έμοιαζε περισσότερο με γουέστερν παρά ταινία σαμουράι. Φυσικά, με τα χρόνια αποκαταστάθηκε η φήμη της ταινίας και στην πατρίδα της.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 14/6/2024
Ο Akira Kurosawa (1910-1988), ο επονομαζόμενος «Tenno» («ο αυτοκράτορας|), συγκροτεί με τους Ozu και Mizoguchi την «Αγία Τριάδα» των κορυφαίων ιαπώνων auteurs του 20ου αιώνα. O Kurosawa -όπως o Bresson και ο Tarkovsky- ήταν ζωγράφος πριν στραφεί στο σινεμά το 1936. Το έργο του μεταγράφει την ουμανιστική κοσμοθεωρία ενός σκηνοθέτη προσκολλημένου τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν της Ιαπωνίας, στο καλούπι μιας προσωπικής γραφής που σηματοδοτεί την τέλεια συμμαχία του θεάτρου -nō, kabuki-, της ζωγραφικής και της 7η τέχνης.
Επηρεασμένος αφενός από το ύφος του αμερικανικού σινεμά, αφετέρου από τις ιδέες και τα θέματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ο Kurosawa είναι παρόλα αυτά ένας βαθιά ιάπωνας σκηνοθέτης, μάρτυρας της φεουδαρχικής Ιαπωνίας και της σύγχρονης Ιαπωνίας μετά το 1945. Οι ταινίες του μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες: αυτές με ή ιστορικό χαρακτήρα (jidai-geki) -όπως τα «Ρασομόν» (1950), «Οι Επτά Σαμουράι» (1954), «Ο Θρόνος του Αίματος» (1957), «Το Μυστικό Φρούριο» (1958), «Γιοζίμπο» (1961), «Kαγκεμούσα» (1980), «Ραν» (1981)- και αυτές με σύγχρονα και κοινωνικά θέματα (gendai-geki) -όπως τα «Μεθυσμένος Άγγελος» (1948), «Μεθυσμένο Σκυλί» (1949 ), «Ο Ηλίθιος» (1951), «Ο Καταδικασμένος» (1953), «Ο Βυθός» (1957), «Ο Δολοφόνος του Τόκυο» (1963).
Η 23η Αυγούστου 1951 είναι μία από τις σημαντικές ημερομηνίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, καθώς ήταν η μέρα που το «Rashomon», 11η ταινία του Kurosawa, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας γεφυρώνοντας την ευρωπαϊκή και ιαπωνική κινηματογραφική κουλτούρα. Tο «Rashomon» αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα σημαντικό έργο στον παγκόσμιο κινηματογράφο, γνωστό για την καινοτόμο αφηγηματική του δομή και τη βαθιά εξερεύνηση της φύσης της αλήθειας και της ανθρώπινης αντίληψης. Το σενάριο των Kurosawa και Shinobu Hashimoto βασίζεται σε δύο διηγήματα του Ryūnosuke Akutagawa, εμπνευσμένα με τη σειρά τους από ιστορίες μιας βουδιστικής ανθολογίας.
Στην Ιαπωνία του 11ου αιώνα, ένας ξυλοκόπος (Takashi Shimura) και ένας κληρικός προφυλάσσονται από μια καταρρακτώδη βροχόπτωση στα ερείπια της αρχαίας πύλης Rashomon. Όταν εμφανίζεται ένας χωρικός συζητούν για μια πρόσφατη δίκη για βιασμό και φόνο. Ένας ληστής ονόματι Tajomaru (Toshiro Mifune) συνελήφθη για τη δολοφονία ενός σαμουράι (Masayuki Mori) και τον βιασμό της γυναίκας του (Machiko Kyo) σε ένα δάσος. Στη δίκη παρουσιάζονται τρεις εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις για τη δολοφονία, από τον ληστή, τη σύζυγο και τον νεκρό (μέσω ενός μέντιουμ). Ο ληστής ισχυρίζεται ότι σκότωσε έντιμα τον σαμουράι σε μια μονομαχία. Η σύζυγος ομολογεί ότι μαχαίρωσε τον σύζυγό της από ντροπή, μετά τον βιασμό της. Ο σαμουράι λέει ότι αυτοκτόνησε ως αντίδραση στην προδοσία της γυναίκας του. Ο ξυλοκόπος που ήταν μάρτυρας προσφέρει τη δική του εκδοχή: αφού η σύζυγος βιάστηκε από τον ληστή, προκάλεσε τη μονομαχία των δυο αντρών, στην οποία σκοτώθηκε ο σύζυγος της. Όμως τι συνέβη πραγματικά; Ποια είναι η αλήθεια; Υπάρχει ΜΙΑ αλήθεια;
Δομημένη ως ένα κολλάζ από αναδρομές, η ταινία υιοθετεί μια πρωτοποριακή (για την εποχή) προσέγγιση στην αφήγηση -που ουσιαστικά εισάγει διαφορετικές απόψεις που αλλάζουν επανειλημμένα την εκτίμηση του θεατή για το έγκλημα. Η κάμερα του Kazuo Miyagawa καταγράφει με εκπληκτικά πλάνα μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, η οποία αναιρείται από την επόμενη σκηνή, αποπροσανατολίζοντας τον θεατή που οδηγείται στην αμφισβήτηση αυτής της πραγματικότητας. Οι συνεχείς παλινδρομήσεις ανάμεσα στην πύλη Rashômon, όπου τρεις άνθρωποι αναρωτιούνται για το νόημα αυτής της ιστορίας, στο δάσος του δράματος και στο δικαστήριο, όπου οι μάρτυρες εξηγούν το συμβάν, δίνουν μια συναρπαστική δυναμική στην αφήγηση.
Πέρα από τη σχετικότητα της αλήθειας, η ταινία θέτει κι ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα, αυτό της προσωπικής τιμής. Ο ληστής περιγράφει μια ιστορία με σχεδόν ηρωικές φιγούρες, προσπαθώντας να εμφανιστεί ως ο πιο ηρωικός. Η γυναίκα νοιώθει διπλά ταπεινωμένη: τόσο από τον βιαστή της όσο και από τον σύζυγο της που την κοιτά με περιφρονητικό βλέμμα μετά τον βιασμό. Δεν αντέχει να ζει σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι την περιφρονούν. Για τον σαμουράι, η έμφαση δίνεται στην προσωπική του τιμή. Βλέπει τη σύζυγό του ως εντελώς ανέντιμη και άπιστη, αφού συμπεριφέρθηκε σαν να απολάμβανε τον βιασμό της, που έγινε μπροστά στα μάτια του.
Συνεπώς, η πρόθεση του Kurosawa δεν είναι να μας δώσει απάντηση στο αίνιγμα αυτού του δράματος, αλλά να κάνει μια απαισιόδοξη και ζοφερή διαπίστωση για την ανθρώπινη φύση. Σύμφωνα με αυτήν, ο άνθρωπος είναι ανίκανος να μιλήσει ειλικρινά για τον εαυτό του, χωρίς να προσπαθήσει να εξωραΐσει την εικόνα του. Ο εγωισμός είναι ένα αμάρτημα που κουβαλά από τη γέννησή του και είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμηθεί.
Το 1950, λίγα χρόνια μετά τη βαρβαρότητα του πολέμου που διέλυσε την πολιτιστική ταυτότητα της Ιαπωνίας και του υπόλοιπου κόσμου, ίσως υπήρχε ακόμη υπερβολική εμμονή με την τιμή και την αποκάλυψη αντικειμενικών ενοχών. Ωστόσο είναι η τιμή μια αντικειμενική ιδιότητα ή απλώς μια κοινωνική αντίληψη; Πράγματι, η άκαρπη εντέλει αναζήτηση τιμής δεν μπορεί να διαχωριστεί από την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας. Στον σύγχρονο κόσμο τής συνεχούς και μαζικής επιτήρησης υπάρχουν πλέον βάσεις δεδομένων με τεράστιο όγκο αφηγηματικών πληροφοριών, στην προσπάθεια απόδειξης της αντικειμενικής αλήθειας και της αντικειμενικής ενοχής. Ωστόσο, από μια άλλη σκοπιά, αυτό μειώνει τη δημοκρατία, την ελευθερία έκφρασης και επηρεάζει την αυθεντικότητα των προσωπικών μας αλληλεπιδράσεων.
Στην πραγματικότητα, η αναζήτηση τόσο της αντικειμενικής αλήθειας όσο και της τιμής είναι απόπειρες του κάθε ανθρώπου να αντλήσει, από τις επιμέρους αφηγήσεις που συνθέτει από τις εμπειρίες του, μια τελική και αντικειμενική κρίση που θα εγγυάται την προσωπική του ευτυχία. Ωστόσο, ο βασικός παράγοντας της προσωπικής ευτυχίας -η κάθε μορφής αγάπη- δεν έχει καμία σχέση με την «αντικειμενική» αλήθεια και την τιμή, αλλά με την αυθεντική και αδιαμεσολάβητη αλληλεπίδραση των ανθρώπων. Έτσι η ανιδιοτελής πράξη του φτωχού ξυλοκόπου, που δεν αφήνει ένα μωρό να πεθάνει, επιστρέφει στον θεατή τη διαρκή πίστη του Kurosawa στα ανθρωπιστικά ιδανικά. Το δάσος μπορεί να είναι πυκνό, αλλά θα υπάρχει πάντα ο ήλιος να λάμπει μέσα από τα κλαδιά του.
Βαθμολογία: