Peppermint
- Peppermint
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αστυνομική, Δράσης, Θρίλερ
- 18 Οκτωβρίου 2018
Η Ράιλι Νορθ είχε μια ευτυχισμένη και χωρίς εκπλήξεις ζωή με τον σύζυγο και τη 10χρονη κόρη τους. Όμως τα μπλεξίματα του συζύγου με το καρτέλ οδηγούν στη βάναυση επίθεση εναντίον της οικογένειας. Η Ράιλι ξυπνάει από κώμα και ανακαλύπτει ότι κόρη και πατέρας έχουν πέσει θύματα δολοφονίας. Το σύστημα αποδεικνύεται διεφθαρμένο και οι δολοφόνοι αθωώνονται. Για να αποδώσει δικαιοσύνη, η Ράιλι απομονώνεται για χρόνια, μέχρι που επιστρέφει μεταμορφωμένη από συνηθισμένη γυναίκα σε αδίστακτη τιμωρό.
Σκηνοθεσία:
Pierre Morel
Κύριοι Ρόλοι:
Jennifer Garner … Riley North/Peppermint
John Gallagher Jr. … ντετέκτιβ Stan Carmichael
John Ortiz … ντετέκτιβ Moises Beltran
Method Man … ντετέκτιβ Barker
Richard Cabral … Salazar
Annie Ilonzeh … πράκτορας Lisa Inman
Juan Pablo Raba … Diego Garcia
Jeff Hephner … Chris North
Cailey Fleming … Carly North
Tyson Ritter … Sam
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Chad St. John
Παραγωγή: Gary Lucchesi, Tom Rosenberg, Richard S. Wright
Μουσική: Simon Franglen
Φωτογραφία: David Lanzenberg
Μοντάζ: Frederic Thoraval
Σκηνικά: Ramsey Avery
Κοστούμια: Lindsay McKay
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Peppermint
- Ελληνικός Τίτλος: Peppermint
Παραλειπόμενα
- Το σενάριο επηρεάστηκε από τον ήρωα της Marvel Comics, Frank Castle/Punisher.
- Η Jennifer Garner πέρασε σκληρή εκπαίδευση τριών μηνών για τον ρόλο, στην οποία περιλαμβάνονταν χορός, αεροβική, βάρη, μποξ, σκοποβολή και τα βασικά για κασκαντέρ.
- Ο χαρακτήρας της Garner σκοτώνει συνολικά 43 άτομα, μεταξύ των οποίων τα 5 εκτός οπτικής εμβέλειας του θεατή.
- Μετά την πρεμιέρα, η Jennifer Garner τοποθέτησε κι αυτή το αστέρι της στη χολιγουντιανή Walk of Fame, για να ακολουθήσει όμως η πρώτης της υποψηφιότητα στα Χρυσά Βατόμουρα.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 20/10/2018
Ποιος να το περίμενε ότι θα ερχόταν κανείς στο σημείο να νοσταλγεί μέχρι και τον αείμνηστο “Εκτελεστή της Νύχτας”… Όχι ότι με μια τέτοια ιδέα και των γνωστών δυνατοτήτων Pierre Morel αναμενόταν μια ριζοσπαστική ματιά απέναντι στο είδος της ταινίας εκδίκησης, αλλά μέχρι και το εντελώς αναλώσιμο και αχρείαστο φετινό “Death Wish” με τον Bruce Willis κρατάει ένα υποτυπώδες επίπεδο, σε αντίθεση με εδώ που εξωφρενικά συμβάντα παρουσιάζονται με την πιο παγερή σοβαροφάνεια, τροφοδοτούνται τα πιο επικίνδυνα ένστικτα του θεατή με χειρότερο τρόπο κι από το προαναφερθέν ριμέικ και προωθούνται θέσεις που κάνουν τους υποστηρικτές της εναλλακτικής δεξιάς να φαντάζουν μετριοπαθείς κεντρώοι. Ίσως όλος αυτός ο συνδυασμός να καταπινόταν ευκολότερα αν το φιλμ λειτουργούσε σαν ταινία δράσης (άλλωστε έχουν υπάρξει εξίσου αντιδραστικά παραδείγματα από πλευράς ιδεολογίας που τουλάχιστον σώζονται από την αποτελεσματικότητά τους ως σινεμά είδους, όπως το “Χάρι Μπράουν”), αλλά το υστερικό μοντάζ και οι περιορισμοί του προϋπολογισμού που οδηγούν σε ανάλογα φτωχές οπτικά σεκάνς καθιστούν το αποτέλεσμα και οπτικά ανεπαρκές πέραν του απεχθούς ιδεολογικού περιεχομένου. Κάποιοι εκ των διαλόγων δεν είναι απλά φαιδροί αλλά ικανοί να προκαλέσουν μέχρι και γέλια, αλλά ακόμη κι αυτό δεν έχει τόση σημασία μπροστά στην ηθική κατρακύλα του σεναρίου που κάνει κουρέλια βασικές ανθρωπιστικές αξίες για να ικανοποιήσει ένα θεατή που φτάνει να αποκτηνώνει προκειμένου να καλύψει την ανάγκη του να δει “να την πληρώνουν τα καθάρματα”.
Ο κορμός του σεναρίου είναι τόσο πρωτόγονος που προστίθενται υποπλοκές και δευτερεύοντες χαρακτήρες μπας και φανεί περισσότερο επεξεργασμένο, των οποίων η βαρύτητα αποκαλύπτεται όταν μπει κάποιος στη διαδικασία να τις αφαιρέσει νοητά από τον κεντρικό αφηγηματικό σκελετό προκειμένου να δει αν χωρίς την ύπαρξή τους επηρεάζεται δραστικά η πλοκή. Η απάντηση είναι πως όχι μόνο οι προσθήκες αυτές είναι περιττές, αλλά και αποπροσανατολιστικές από το υποτιθέμενο ατού που βρίσκεται στον πυρήνα, δηλαδή την Garner να εκπληρώνει τις ονειροφαντασίες των Travis Bickle αυτού του κόσμου, άρα το φιλμ δεν καταφέρνει να επιτύχει ούτε τον επιθυμητό στόχο με επάρκεια. Αν κανείς επιλέξει να αντιμετωπίσει τα δρώμενα με μια ελαφρότητα και μείνει απλά στο χαβαλέ της καρτουνίστικης βίας θα κάνει μεγάλη εξυπηρέτηση στον εαυτό του, αλλά το βασικό πρόβλημα είναι πως ό,τι εκφράζεται εδώ ως “αλήθεια” το πιστεύουν τουλάχιστον οι βασικοί συντελεστές. Η ψευτοφεμινιστική οπτική, που εν τέλει αποτελεί προσβλητική προς τη γυναίκα, αποτελεί απλώς το κατάλληλο άλλοθι για να ξεδιπλώσει με περισσό θράσος και χυδαιότητα το σενάριο τον σαδισμό του και να φετιχοποιήσει τις ακρότητες που απεικονίζονται, πετώντας μέσα και ολίγη από κοινωνική καταγγελία για να “δέσει” το γλυκό.
Τι μένει όρθιο σε όλο αυτό το χάος; Η ίδια η Jennifer Garner, παρά τα όσα απεχθή εκπροσωπεί ο χαρακτήρας της. Πέραν μιας πραγματικά υστερικής σκηνής ξεσπάσματος που είναι ευθύνη κυρίως του Morel που της ζητάει να κάνει ακριβώς αυτό, πείθει και στο δραματικό κομμάτι του ρόλου της και ως ηρωίδα δράσης, έχοντας τον κατάλληλο αέρα για να συνδυάσει και να ισορροπήσει αμφότερες τις πλευρές. Κρίμα που μια ικανή (όχι ιδανική) πρωταγωνίστρια σπαταλιέται με ένα τέτοιο σεναριακό υλικό που αξιοποιεί τις δυνατότητές της για κάτι ιδιαίτερα χαμηλού πνευματικού και ηθικού επιπέδου. Ειδικά πάντως οι κινηματογραφικές κυκλοφορίες που προορίζονται για ευρεία διανομή σε πολλές αίθουσες, επειδή ακριβώς απευθύνονται στη μεγαλύτερη μάζα του κοινού, πρέπει να είναι προσεκτικές όσον αφορά τα μηνύματα που το ταΐζουν. Είναι εντυπωσιακό το πόσο ανεύθυνα αγνοούν το ρόλο αυτό που επιτελεί το φιλμ τους κυρίως ο σκηνοθέτης και οι σεναριογράφοι και αντί μιας εγκράτειας βομβαρδίζουν τους δέκτες του προϊόντος τους με σεκάνς που ειδικά σε ένα νεαρό και περισσότερο εύπλαστο θεατή αφήνουν την εντύπωση του “κουλ” και του εντυπωσιακού, προβάλλοντας το παράδειγμα της πρωταγωνίστριας ως κάτι που θα πρέπει να βρει και μιμητές. Μόνο αν το κοινό γυρίσει την πλάτη σε τέτοιες προσπάθειες ίσως αλλάξουν νοοτροπίες…
Βαθμολογία: