Νοσταλγία
- Nostalgia
- 2022
- Ιταλία
- Ιταλικά, Αραβικά
- Γκανγκστερική, Δραματική, Δραματικό Θρίλερ
- 26 Ιανουαρίου 2023
Ο Φελίτσε, μετά από 45 χρόνια που έζησε διαπρέποντας σαν κτηματομεσίτης μεταξύ Μέσης Ανατολής και Αφρικής, επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Νάπολη, για να φροντίσει την άρρωστη και ετοιμοθάνατη μητέρα του. Εκεί θα ξυπνήσουν οι μνήμες ενός οδυνηρού παρελθόντος που θα προσωποποιηθούν στον παλιό του φίλο Ορέστη, που τώρα πια έχει αναρριχηθεί στην ηγεσία των τοπικών συνδικάτων του εγκλήματος.
Σκηνοθεσία:
Mario Martone
Κύριοι Ρόλοι:
Pierfrancesco Favino … Felice Lasco
Francesco Di Leva … πάτερ Luigi Rega
Tommaso Ragno … Oreste Spasiano
Aurora Quattrocchi … Teresa Lasco
Sofia Essaidi … Arlette
Nello Mascia … Raffaele
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Mario Martone, Ippolita Di Majo
Παραγωγή: Carlo Stella, Roberto Sessa, Luciano Stella, Maria Carolina Terzi
Φωτογραφία: Paolo Carnera
Μοντάζ: Jacopo Quadri
Σκηνικά: Carmine Guarino
Κοστούμια: Ursula Patzak
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Nostalgia
- Ελληνικός Τίτλος: Νοσταλγία
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Nostalgia του Ermanno Rea.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Υποψήφιο για αντρική ερμηνεία (Pierfrancesco Favino) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου (Francesco Di Leva) στα David Di Donatello. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, παραγωγή, δεύτερο γυναικείο ρόλο (Aurora Quattrocchi), φωτογραφία, μοντάζ και ήχο.
- Επίσημη πρόταση της Ιταλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Βασισμένο στο έσχατο έργο του ναπολιτάνου συγγραφέα Ermanno Rea, που το 2016 έφυγε από τη ζωή, την ίδια δηλαδή χρονιά που εκδόθηκε το μυθιστόρημα.
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 25/1/2023
Η νοσταλγία μοιάζει να αναλύεται συνεχώς και παντοιοτρόπως από ολοένα και περισσότερους δημιουργούς που επιθυμούν να (ανα)κατασκευάσουν εικόνες του παρελθόντος, να ξεφύγουν για λίγο από τον αδυσώπητο χρόνο που ξεμακραίνει συνεχώς, να χαρίσουν στις μνήμες τους την αθανασία που εξασφαλίζει η αποτύπωση στο σελιλόιντ. Στον γλυκόπικρο αγώνα της νοσταλγικής αναπόλησης συντάσσονται προθύμως τόσο πολλοί που έχει καταντήσει καταχρηστική και μόνο η χρήση της λέξης και των παράγωγών της. Ευτυχώς, η Νοσταλγία του Μάριο Μαρτόνε δεν είναι μία (ακόμα) ταινία για περασμένες εποχές και γειτονιές που αλλάζουν όψη και δεν είναι πλέον αναγνωρίσιμες σε όσους τις γέμιζαν με παιδικές ιαχές στο παρελθόν.
Αξιοποιώντας το βαρύ συναισθηματικό φορτίο που κουβαλά η επιστροφή στην πατρίδα, ο πεπειραμένος Ιταλός διαβάζει ετυμολογικά τη νοσταλγία και θέτει ενώπιον μας έναν μυστηριώδη χαρακτήρα που γυρίζει στη Νάπολη μετά από τέσσερις δεκαετίες απουσίας. Για μεγάλο μέρος της ταινίας, ο μεσήλικας Φελίτσε, ερμηνευμένος με άρτια εσωτερικότητα και μελαγχολική απορία από τον Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, τριγυρνάει στους δρόμους της πόλης και η ποικιλομορφία των συναισθημάτων σχηματίζεται ανάγλυφη στο πρόσωπο και τις κινήσεις. Η Νάπολη είναι ονειρική και απειλητική ταυτόχρονα, οι παρεκβάσεις των αναδρομών περιορισμένες και αξιοποιημένες, ο σκοπός του γυρισμού παραμένει νεφελώδης, και έτσι σταδιακά καθίσταται η επιστροφή αυτοσκοπός, τα σαράντα χρόνια επιτυχημένου βίου στο εξωτερικό γίνονται εξορία, και ο νόστος γίνεται το κομμάτι που έλειπε από την ψυχή του ήρωα.
Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Φελίτσε βρίσκει τη Νάπολη ίδια και απαράλλακτη, όπως τη θυμόταν με το παιδικό του μυαλό. Ορισμένες φορές δεν είναι ούτε οι δρόμοι ούτε τα τοπία που αλλάζουν, οι πόλεις ως τόποι όπου καθημερινά γράφονται μικρές και μεγάλες ιστορίες διατηρούνται, αυτός που επιστρέφει όμως είναι άλλος άνθρωπος από αυτόν που έφυγε. Στην περίπτωση του Φελίτσε, βέβαια, η Νάπολη (στην πραγματικότητα η συνοικία Sanità όπου δραστηριοποιείται) είναι ένα σημάδι «που όσο και αν το καις, δεν λέει να σβήσει», μια πληγή που τον ακολουθεί σε κάθε γωνιά του κόσμου που θα βρεθεί, ένα μέρος στο οποίο δεν μπορεί να μείνει και από το οποίο δεν μπορεί να αποχωρήσει ξανά.
Δυστυχώς, αυτή η μυστηριώδης, σχεδόν ελεγειακή και πνευματικά πολυδιάστατη περιπλάνηση που αποτελεί το κέντρο της ταινίας σταδιακά αφήνεται παράμερα χάριν λύσεων που συγκεκριμενοποιούν το ζητούμενο και δεν διαθέτουν το αναγκαίο δραματικό βάρος. Έτσι, το αφαιρετικό μοντάζ, η ονειρώδης φωτογραφία και η ακριβής λακωνική ερμηνεία του Φαβίνο, αφήνονται έκθετα να πλαισιώσουν ένα σύνολο που μοιάζει περισσότερο με πιο συμβατικό μαφιόζικο δράμα αντί μιας πολυσήμαντης σπουδής πάνω στην έννοια και τις αποχρώσεις της επιστροφής. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, η Νοσταλγία διαθέτει στιγμές λυρικού μεγαλείου και αφηγηματικής πυκνότητας που συγκινούν, συναρπάζουν και εντέλει γοητεύουν αυθεντικά.
Βαθμολογία: