Η Φανταστική Χώρα μου
- Mi País Imaginario
- My Imaginary Country
- 2022
- Χιλή
- Ισπανικά
- Ντοκιμαντέρ, Πολιτική
- 09 Οκτωβρίου 2023
Οκτώβριος του 2019. Ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι διαδηλώνουν στους δρόμους του Σαντιάγκο απαιτώντας περισσότερη δημοκρατία, καλύτερη ζωή, εκπαίδευση, υγειονομικό σύστημα, αλλά και νέο σύνταγμα. Η Χιλή επανάκτησε τη μνήμη της, και για πρώτη φορά από το σκληρό 1973 ο λαός της απαιτεί με δυναμισμό τα δικαιώματα του.
Σκηνοθεσία:
Patricio Guzman
Κύριοι Ρόλοι:
Patricio Guzman … αφηγητής (φωνή)
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Patricio Guzman
Παραγωγή: Alexandra Galvis, Renate Sachse
Μουσική: Jose Miguel Miranda, Miguel Miranda, Jose Miguel Tobar
Φωτογραφία: Samuel Lahu
Μοντάζ: Laurence Manheimer
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Mi Pais Imaginario
- Ελληνικός Τίτλος: Η Φανταστική Χώρα μου
- Διεθνής Τίτλος: My Imaginary Country
Κύριες Διακρίσεις
- Επίσημη πρόταση της Χιλής για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Η παγκόσμια πρεμιέρα του έγινε στο φεστιβάλ των Κανών.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 10/10/2023
Το φιλμ του Patricio Guzman γυρίστηκε πριν την απόρριψη του νέου Συντάγματος της Χιλής μέσω δημοψηφίσματος τον Σεπτέμβριο του 2022 (η οποία έγινε δεκτή πανηγυρικά από πολλά ΜΜΕ-πυλώνες του δυτικού κόσμου) και πριν η ακροδεξιά κερδίσει την πλειοψηφία του συνταγματικού συμβουλίου κι επομένως και τον έλεγχο γύρω από το τι θα εγκριθεί σχετικά. Με αυτά τα δεδομένα, μειώνεται η αξία του λόγω της αισιοδοξίας που προβάλλεται γύρω από το μέλλον της χώρας για μια στροφή προς έναν θρίαμβο των προοδευτικών αξιών; Σε καμία περίπτωση, και ίσως μάλιστα τα προτάγματα που προωθούνται εδώ να γίνονται ακόμη περισσότερο επιτακτικά λόγω των συγκεκριμένων εξελίξεων. Και σε ενδεχόμενο μιας παλινόρθωσης ενός ακραίου αντιδραστισμού μέσω γνωστών διαχρονικά τακτικών που ήδη αναπτύσσονται εκεί (αμφίπλευρη αμφισβήτηση από τα δεξιά με έσωθεν κι έξωθεν σαμποτάζ και απανθρωποποίηση του αντιπάλου, καθώς και από τα αριστερά με κριτική περί προδοσίας ιδανικών που εφαρμόζονται μονάχα μερικώς ή και καθόλου… λόγω του προαναφερθέντος σαμποτάζ), τα ντοκουμέντα μιας ολόκληρης γενιάς που βγήκε στους δρόμους κατά εκατοντάδες χιλιάδες για να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον υπάρχουν και ιδανικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια αντεπίθεση σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Guzman μαζί με τα γεγονότα που καταγράφει με δυναμισμό, παλμό και μια αίσθηση μεγαλείου γράφει και ο ίδιος ιστορία μαζί με τους διαδηλωτές, παραθέτοντας τις δικές του εκτιμήσεις και αναλύσεις γύρω από όσα παρατηρεί με την κάμερά του και φιλοτεχνώντας πινελιά με πινελιά το πορτρέτο ενός λαϊκού κύματος που όντως ταρακούνησε τα νερά. Ταυτόχρονα είναι σαν ο ίδιος να γράφει ένα εγχειρίδιο στο πώς θα μπορούσε στη σύγχρονη εποχή να εξαπλωθεί και να πετύχει ένα κίνημα που ξεκινάει από τα κάτω, δίνοντας έμφαση στη λεπτομερή οργάνωση, στην ανυπαρξία κεντρικής ηγεσίας που να «καπελώνει» την όλη προσπάθεια και στην αποφασιστικότητα που συνεπάγεται και κάποιες ατομικές θυσίες, στα όρια του εφικτού ή και προαιρετικά πέραν αυτού. Υπάρχει λιγότερος λυρισμός συγκριτικά με το «Νοσταλγώντας το Φως» για παράδειγμα, αλλά πρόκειται για μια δημιουργική απόφαση που είναι απολύτως δικαιολογημένη: ο χιλιανός κινηματογραφιστής στοχεύει σε στρατευμένο σινεμά, πιο άμεσων συναισθημάτων (οργή, ελπίδα, χαρά) γιατί θεωρεί πως η επικαιρότητα που βιώνει είναι τέτοια που προτάσσει μια καλλιτεχνική έκφραση αυτής της μορφής. Η θετική προσδοκία πάντως βρίσκεται εντός κάδρου για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ακόμη και όταν η σκληρότητα της καταστολής δεν γίνεται να μην επισημανθεί, μάλλον γιατί γίνεται συνειδητό το ότι ο εχθρός «λυγίζει» με το χαμόγελο…
Η «Φανταστική Χώρα μου» δεν περιορίζεται στο να αποτελέσει απλά ένα πολιτικοποιημένο χρονικό μιας ταραγμένης περιόδου για τη Χιλή ή ένα μανιφέστο, αλλά προχωράει και στην άμεση καταγγελία, μην απομακρύνοντας τον φακό όποτε παρατηρούνται φαινόμενα αστυνομικής βίας και παραλληλίζοντας άμεσα τη ρητορική και τις πρακτικές του τότε προέδρου Sebastian Pinera με το καθεστώς Pinochet. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην έντονα φεμινιστική διάσταση της εξέγερσης (άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων είναι γυναίκες), όπως και στην εξέταση μιας γυναικοκεντρικής αντίληψης για την πολιτική που ως ανάγκη βγαίνει στο προσκήνιο εξαιτίας των αναχρονιστικών διατάξεων γύρω από τα σχετικά θέματα του Συντάγματος που βρίσκεται μέχρι και σήμερα σε ισχύ. Προφανώς έχοντας τον νου του και σ’ ένα πιο διεθνοποιημένο κοινό, ο Guzman φροντίζει να έχει την ιδανική εμβάθυνση στα ζητήματα που βάζει στο τραπέζι, σ’ έναν ικανοποιητικό βαθμό για να αποκτήσει κανείς μια ξεκάθαρη εικόνα, όχι όμως εξονυχιστικά και για οικονομία χρόνου αλλά και για να μη χαθεί ο θεατής σε έναν ωκεανό πληροφοριών που σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορούσε και να εμπίπτουν στην κατηγορία του «προς εσωτερική κατανάλωση».
Από άποψη τεχνοτροπίας ίσως και να πρόκειται για την πιο μοντέρνα δημιουργία του βετεράνου ντοκιμαντερίστα, με την πιο εκτεταμένη χρήση drones που έχει τολμήσει ποτέ σε ταινία του, αλλά και με αρκετή δόση υλικού τραβηγμένου από κάμερες κινητών κόντρα στην κινηματογραφική αισθητική του ίδιου προφανώς για να συντονιστεί με τον αυθορμητισμό της στιγμής. Ίσως αυτή η πιο «εκσυγχρονισμένη» προσέγγιση εκ μέρους ενός τόσο «μπαρουτοκαπνισμένου» σκηνοθέτη να μην είναι άσχετη και με τον διάλογο που επιχειρείται να λάβει χώρα εντός του φιλμ ανάμεσα στην παλιά και τη νέα φρουρά της Αριστεράς, με διαφορετικές βάσεις αλλά ίδιες προτεραιότητες. Χθες και σήμερα λοιπόν γίνονται ένα, στους δρόμους, στις κάλπες, στην αίθουσα του μοντάζ (περιλαμβάνεται και αρχειακό υλικό από τη θρυλική «Μάχη της Χιλής»), για να προκύψει ένα καλύτερο αύριο, αν και το «έργο» βρίσκεται στο «συνεχίζεται»…
Μόνο το πάθος που ξεχειλίζει από την όλη εκτέλεση, πέραν και της έντασης των όσων εμφανίζονται στο πανί, καθιστά την εμπειρία της θέασης καθηλωτική κι εντάσσει το τελικό αποτέλεσμα στις κορυφαίες στιγμές του Guzman. Πίσω από τον ανόθευτο ενθουσιασμό που μεταδίδεται σε όποιον παρακολουθεί, κρύβεται και μια μελαγχολία, μια ανησυχία για το πώς θα είναι η επόμενη μέρα που θα ξημερώσει, κάτι που προσθέτει και μια σημαντική συγκινησιακή αξία σε όσα ξεδιπλώνονται σε αυτά τα 83 λεπτά. Για οτιδήποτε μέλλει γενέσθαι, το σίγουρο είναι πως κινηματογραφικά έμεινε μια παρακαταθήκη και μια μαρτυρία που αν κρατηθεί η μνήμη της ζωντανή αναμένεται να λειτουργήσει ως ένας σπόρος.
Βαθμολογία: