
Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζήσε κι Άσε τους Άλλους να Πεθάνουν
- Live and Let Die
- 1973
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ουγγρικά
- Δράσης, Θρίλερ, Κατασκοπική, Περιπέτεια
- 22 Δεκεμβρίου 1973
Μετά τον θάνατο αρκετών βρετανών πρακτόρων που ερευνούσαν κάποια υπόθεση ναρκωτικών, ο Τζέιμς Μποντ καταφτάνει στη Νέα Υόρκη για να βρεθεί αντιμέτωπος με τον λαθρέμπορο Κανάνγκα, ο οποίος διακινεί ηρωίνη αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Απώτερος σκοπό του διαβολικά έξυπνου μεγιστάνα ναρκωτικών είναι να πλημμυρίσει την αγορά με καθαρή ηρωίνη, εξοντώνοντας κάθε ανταγωνιστή και αυξάνοντας τον αριθμό χρηστών ανά τον κόσμο.
Σκηνοθεσία:
Guy Hamilton
Κύριοι Ρόλοι:
Roger Moore … James Bond
Yaphet Kotto … Δρ Kananga/Mr. Big
Jane Seymour … Solitaire
Julius Harris … Tee Hee Johnson
David Hedison … Felix Leiter
Gloria Hendry … Rosie Carver
Clifton James … σερίφης J.W. Pepper
Geoffrey Holder … βαρόνος Samedi
Bernard Lee … M
Lois Maxwell … Eve Moneypenny
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tom Mankiewicz
Παραγωγή: Albert R. Broccoli, Harry Saltzman
Μουσική: George Martin
Φωτογραφία: Ted Moore
Μοντάζ: Bert Bates, Raymond Poulton, John Shirley
Σκηνικά: Syd Cain
Κοστούμια: Julie Harris
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Live and Let Die
- Ελληνικός Τίτλος: Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Ζήσε κι Άσε τους Άλλους να Πεθάνουν
- Εναλλακτικός Τίτλος: Ian Fleming’s Live and Let Die
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Live and Let Die του Ian Fleming.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ τραγουδιού (Live and Let Die).
Παραλειπόμενα
- Οι παραγωγοί επέμεναν να επιστρέψει ο Sean Connery στον ρόλο, αλλά ο σκοτσέζος ηθοποιός ήταν ανένδοτος. Η United Artists τότε κοίταξε πρώτα προς τους Adam West και Burt Reynolds, με τον δεύτερο να αρνείται λέγοντας ότι τον ρόλο θα έπρεπε να τον πάρει κάποιος Εγγλέζος. Οι επόμενοι που δοκιμάστηκαν ήταν οι: Julian Glover, John Gavin, Jeremy Brett, Simon Oates, John Ronane και William Gaunt, αλλά ο Michael Billington κρατούσε την πρωτοκαθεδρία του κύριου διεκδικητή. Η UA συνέχισε να πιέζει στο να επιλεχτεί κάποιος Αμερικανός, αλλά οι δύο παραγωγοί ήταν αντίθετοι και έθεσαν για δικό τους υποψήφιο τον Roger Moore, που είχε γίνει διάσημος από την σειρά Ο Άγιος. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν εντέλει πήρε τον ρόλο ήταν να μη μιμηθεί τον Connery, αλλά και τον εαυτό του ως Σάιμον Τέμπλαρ. Έτσι, και το σενάριο προσαρμόστηκε σε μια περσόνα πιο ελαφριά την καρδία, και με αρκετό χιούμορ.
- Ο σεναριογράφος προσέγγισε αρχικά τον ρόλο της Σολιτέρ ως ρόλο για έγχρωμη ηθοποιό, έχοντας την Diana Ross ως πρώτη επιλογή. Οι δύο παραγωγοί όμως ήθελαν να σεβαστούν τη “λευκή” επιλογή του βιβλίου του Fleming, και αφού πέρασαν από σοβαρή σκέψη να πάρουν την Catherine Deneuve, κατάληξαν στην γνωστή από τη μικρή οθόνη Jane Seymour.
- Πρώτη και μόνη μέχρι το Casino Royale (2006) που δεν υπάρχει ο ρόλος του Q. Παρά την εκφραζόμενη ενόχληση του Desmond Llewelyn, οι δύο παραγωγοί είπαν να υποβιβάσουν το θέμα των γκάτζετ στα 007, κάτι που αργότερα επί της σειράς ανακλήθηκε.
- Όταν επιλέχτηκε το Live and Let Die ως επόμενο 007, ήταν μια τολμηρή απόφαση, μια και η ταινία είχε έγχρωμους ήρωες για κακούς, και ήταν η εποχή που οι Μαύροι Πάνθηρες είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στις ΗΠΑ. Ήταν και μέσα στο blaxploitation κλίμα της εποχής, που όμως δεν είχε βρει ιδιαίτερη πρόσβαση στον mainstream κινηματογράφο. Μαζί με όλα αυτά, η Gloria Hendry έγινε η πρώτη έγχρωμη Bond-girl.
- Ο Guy Hamilton επέλεξε να γυριστεί η ταινία στη Νέα Ορλεάνη, ως φαν της τζαζ. Δική του ιδέα ήταν να αντικατασταθεί και το Mardi Gras (καρναβαλικής μορφής αργία των Επιφανείων) με μια παραδοσιακή για την περιοχή εορταστική τζαζ-κηδεία.
- Παρά τη γενικά μέτρια στάση των κριτικών, η ταινία είχε εισπρακτική επιτυχία, καθιερώνοντας τον Roger Moore ως νέο Μποντ. Με κόστος 7 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ έβγαλε 161,8.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Broccoli και Saltzman ζήτησαν από τον Paul McCartney να γράψει το ομώνυμο κομμάτι. Ειδικά ο δεύτερος ήταν μεγάλος φαν του πρώην σκαθαριού. Επειδή όμως ο μισθός του McCartney παραήταν υψηλός για το μουσικό μπάτζετ, αναγκάστηκαν να προσλάβουν έναν δικό του άνθρωπο, τον George Martin, για τη συνολική μουσική της ταινίας. Στο Live and Let Die συμμετέχει η σύζυγος τότε του McCartney, Linda, μαζί με το γκρουπ τους, τους Wings, κι αυτό ήταν το πρώτο αληθινά ροκ τραγούδι σε Μποντ.
- Ο John Barry δεν ήταν διαθέσιμος τη συγκεκριμένη περίοδο.
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 10/8/2014
Οι παραγωγοί του Μποντ, προσφέρουν στον Σον Κόνερι το απίστευτο ποσό των 5,5 εκ. δολαρίων, για να συνεχίσει τον ρόλο του αλλά αυτός αρνείται! Έτσι, η εποχή Κόνερι τελειώνει και το 1973 έρχεται η στιγμή που το κοινό γνωρίζει τον μακροβιότερο, μαζί με τον Σον Κόνερι, Μποντ, τον κύριο Ρότζερ Μουρ.
Δεν λίγοι αυτοί που έχοντας στο μυαλό τους την εικόνα του Μουρ ως Σάιμον Τέμπλαρ, ο γνωστός τηλεοπτικός “Άγιος”, σειρά που ξεκίνησε την ίδια χρονιά που στους κινηματογράφους παίχτηκε η πρώτη ταινία του Μποντ, Δρ Νο, θεωρούν ότι ο Μουρ ήταν ήδη ο Τζέιμς Μποντ. Η αλήθεια είναι ότι ο Μουρ ήταν ούτως ή άλλως η προσωπική επιλογή του δημιουργού του Μποντ, Ίαν Φλέμινγκ, για το ρόλο, καθώς επίσης κι ότι ο Άγιος, δημιούργημα του Λέσλι Τσάρτερις, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Βρετανό κατάσκοπο. Όπως και να ‘χει, ο Μουρ μπαίνει στο ρόλο του 007 και το κάνει μάλιστα με αρκετή άνεση, ακόμα κι αν το φιλμ δεν τον βοηθά σε αυτό.
Ο Μποντ του Μουρ δεν είναι το ίδιο σκληρός με του Κόνερι και δεν μπλέκεται συχνά σε σωματικές μάχες ενώ δε μοιάζει το ίδιο άνετος κρατώντας το πιστόλι του. Ο Μουρ είναι όμως χαρισματική προσωπικότητα, γράφει στην οθόνη και έχει τα δικά του όπλα. Ο Μουρ είναι πιο κομψός, ίσως αριστοκρατικός είναι η πιο σωστή λέξη, αποπνέοντας εύκολα τον αέρα του γνήσιου Άγγλου τζέντλεμαν ενώ το βρετανικό φλέγμα μοιάζει να υπάρχει σε μεγαλύτερη ποσότητα μέσα του, λέγοντας τις ατάκες με αρκετά κυνικό τρόπο. Το χιούμορ του Μουρ, υπήρξε ένα ζήτημα για τους fan του Μποντ και φαίνεται ήδη να εισβάλει στην πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση, ξενίζοντας κάποιους αλλά καθιερώνοντας το διαφορετικό ύφος του Μποντ-Μουρ. Οι συντελεστές του Live And Let Die, βάζουν το χεράκι τους στην αλλαγή του ύφους και στην προσπάθεια να μην γίνει σύγκριση του Μουρ με τον Κόνερι αλλάζοντας κάποια στάνταρ των προηγούμενων φιλμ. Για παράδειγμα, ο Μποντ δεν πίνει πια Μαρτίνι- Βότκα αλλά παραγγέλνει μπέρμπον, δεν παίρνει οδηγίες για την αποστολή του στο γραφείο του Μ αλλά στο διαμέρισμά του, ενώ δεν εμφανίζουν καθόλου τον Q στο συγκεκριμένο φιλμ.
Το Live And Let Die διατηρεί όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των ταινιών του Μποντ παρά την αλλαγή του ηθοποιού. Τα κυνηγητά με αυτοκίνητα υπάρχουν κι εδώ, με το Μποντ να οδηγεί ένα διώροφο λεωφορείο κάνοντας δύο θεαματικά σταντ ενώ αυτό που θα θυμάστε από το φιλμ είναι το κυνηγητό με τα ταχύπλοα στα νερά της Λουιζιάνα και πιθανόν τη σκηνή που ο Μποντ βρίσκεται περικυκλωμένος από δεκάδες κροκόδειλους και για να ξεφύγει πατάει πάνω στις πλάτες τεσσάρων εξ αυτών.
Αντίπαλος του Μποντ είναι ο Κανάνγκα και είναι η πρώτη φορά που ο κατάσκοπος τα βάζει με έμπορο ναρκωτικών και μάλιστα μαύρο. Επειδή μάλιστα οι παραγωγοί φοβόντουσαν την αντίδραση του κοινού, είχαν απαγορέψει στον Γιάφετ Κότο, τον άνθρωπο που υποδύθηκε τον Κανάνγκα, όχι μόνο να κάνει δηλώσεις πριν την πρεμιέρα της ταινίας αλλά ακόμα και να μην εμφανιστεί στην πρεμιέρα. Ο Κότο φτιάχνει έναν από τους πιο αξιοπρεπείς κακούς στην ιστορία του Μποντ, χωρίς να γίνεται γραφικός ενώ πολλοί θα θυμούνται και το πρωτοπαλίκαρο του, τον Τι Χι, τον τύπο με το μηχανικό γάντζο για χέρι.
Στο κομμάτι των Bond Girls γίνονται δύο ενδιαφέρουσες επιλογές, με την πρώτη εμφάνιση της Τζέιν Σέιμουρ (η τηλεοπτική Δρ Κουίν) να αφήνει καλές εντυπώσεις, για την “αγνή” ομορφιά της αλλά και με τη γενικότερη συμμετοχή της. Το δεύτερο Bond Girl είναι η μαύρη καλλονή, πρώην κουνελάκι του Playboy, Γκλόρια Χέντρι και περνάει στην ιστορία σαν το πρώτο αφροαμερικανικό φλερτ του Μποντ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με το Live And Let Die είναι ένα πρόβλημα που συναντάμε όλο και πιο συχνά στα Μποντ από το Diamonds Are Forever και μετά. Υπάρχει κάποιος άγραφος νόμος που δεν επιτρέπει στα φιλμ του Μποντ να είναι μικρότερα των δύο ωρών! Αυτό δυσκολεύει τους συντελεστές στη διατήρηση του ενδιαφέροντος των θεατών, κάτι που είναι φανερό και στο Live And Let Die. Η ιστορία του δεν είναι κακή ενώ προμηθεύει με αρκετά καλές ατάκες τον Μποντ και δημιουργούνται μερικές από τις πιο θεαματικές σκηνές της σειράς. Η ανάγκη όμως να φτάσει το φιλμ τις δύο ώρες, προκαλεί το ανεξήγητο “άπλωμα” αδιάφορων σκηνών, καθώς ακόμα και της σκηνής του κυνηγητού με τα ταχύπλοα, η οποία μοιάζει ατελείωτη, με αποτέλεσμα να χάνεσαι για λίγο, να επανέρχεσαι, να ξαναχάνεσαι και να κάνεις το τελικό comeback ένα τέταρτο πριν το τέλος του φιλμ.
Με το Live And Let Die ανατέλλει το άστρο του Ρότζερ Μουρ ως Μποντ, το οποίο θα μείνει λαμπερό για τα επόμενα δώδεκα χρόνια. Ακόμα κι αν τα δύο πρώτα φιλμ του Μουρ ως Μποντ, στερούνταν δυναμικής, ο ίδιος εμφανίζει μια απίστευτη άνεση με το ρόλο και πείθει το κοινό, το οποίο δέχεται το διαφορετικό στιλ του και συνεχίζει να τον ακολουθεί και τον Μποντ παρά τις προβλέψεις των κριτικών, να συνεχίζει απτόητος την πορεία του σε αυτή τη νέα εποχή.
Βαθμολογία: