
Ο Γουίλ και η ανήλικη κόρη του, η Τομ, ζουν σχεδόν αποκομμένοι από τον πολιτισμό, σε εθνικό πάρκο δίπλα στο Πόρτλαντ. Αλλά αυτό που φαντάζει ιδεατό για αυτούς αλλάζει ρότα, όταν οι δημόσιες υπηρεσίες τους εντοπίζουν και τους οδηγούν να κατοικίσουν σε κανονικό σπίτι, υπό τη δούλεψη αυτού που τους το προσφέρει. Κι ενώ η Τομ δείχνει να προσαρμόζεται, ο Γουίλ έχει το μυαλό του πίσω στη φύση.
Σκηνοθεσία:
Debra Granik
Κύριοι Ρόλοι:
Thomasin McKenzie … Tom
Ben Foster … Will
Jeff Kober … Κος Walters
Dale Dickey … Dale
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Debra Granik, Anne Rosellini
Παραγωγή: Anne Harrison, Linda Reisman, Anne Rosellini
Μουσική: Dickon Hinchliffe
Φωτογραφία: Michael McDonough
Μοντάζ: Jane Rizzo
Σκηνικά: Chad Keith
Κοστούμια: Erin Aldridge Orr
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Leave No Trace
- Ελληνικός Τίτλος: Μην Αφήσεις Ίχνος
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: My Abandonment του Peter Rock.
Παραλειπόμενα
- Το μυθιστόρημα του Peter Rock από το 2009 βασίζεται σε αληθινή ιστορία.
- Όταν υπέγραψε για να παίξει ο Ben Foster, αυτός και η σκηνοθέτιδα-σεναριογράφος εργάστηκαν στο να αφαιρέσουν κοντά στο 40% του διαλόγου (παίρνοντας μαζί και αποστάσεις από το βιβλίο). Ο λόγος ήταν ότι ήθελαν να γίνει ακόμα πιο ρεαλιστικό.
- Αρχικά είχε προσεγγισθεί ο Casey Affleck για τον κεντρικό ρόλο.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Εντός της ταινίας, ως ρόλοι οι Michael Hurley και Marisa Anderson τραγουδούν το O My Stars. Το τραγούδι είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Michael Hurley, που είναι μουσικός.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 6/10/2018
Οχτώ ολόκληρα χρόνια από την τελευταία μας μυθοπλαστική επαφή, αλλά η Debra Granik δεν έχει χάσει το κέφι της για ένα διαφορετικό σινεμά. Και εκ πρώτης όψεως, η νέα της ταινία θαμπώνει τον διψασμένο για καλό σινεμά θεατή, με τους σοβαρούς και πράους ρυθμούς της, και τη θέληση της να μιλήσει για κάτι που δεν έχει ειπωθεί ως σήμερα με τόσο προσηλωμένο στον ρεαλισμό τρόπο. Φτάνουν όμως αυτά;
Χωρίς κανείς να έχει το δικαίωμα να μιλήσει επί του συνόλου με αρνητικό πρόσημο για την ταινία της Granik, δυστυχώς σου καίει το δικαίωμα της σκεπτικιστικής συμμετοχής επί του βασικού θεματικού προκειμένου. Τίποτα δεν μπορεί να κριθεί ορθά όταν απλά παρακολουθείς ένα απόσπασμα από αυτό. Και η σκηνοθέτιδα μάς καλεί να κρίνουμε μια ολόκληρη συνθήκη ύπαρξης δύο ανθρώπων, αλλά και μιας κουλτούρας που στις ΗΠΑ έχει πλέον βαθιά θεμέλια, δίχως να μας παρέχει τα βασικά στοιχεία. Το δεύτερο ψυχολογικό επίπεδο, μάλιστα, είναι ολοφάνερο πως υπάρχει, αλλά είναι σαν να μπαίνει ένα άσπαστο δίχτυ προστασίας σε αυτό, και να μη μας αφήνει να εισβάλουμε μέσα του. Πιο απλά, επί του στόρι, μονάχα υποθέτεις, κι ως ένα σημείο αυθαίρετα, περί του γιατί ο ήρωας μας επέλεξε την άγρια φύση από τον πολιτισμό. Πλάι σε αυτό, σε τι συνθήκες μεγάλωσε την κόρη του, και τι ρίσκα αναγκάστηκε να πάρει για να τα καταφέρει. Ποια είναι η αληθινή του κρυφή σκέψη που τον κάνει τόσο προσκολλημένο στην κόρη του, ακόμα κι όταν τη βλέπει να επιλέγει κάτι διαφορετικό από αυτόν. Μπορεί μάλιστα κάποιος να συμπτύξει αυτά τα ερωτήματα και σε ένα και μοναδικό… «είναι εντέλει στα καλά του ή όχι»;
Με όλα αυτά μετέωρα κι αναπάντητα, πώς μπορείς να συμμεριστείς τη φανερή αγάπη της δημιουργού επί της στάσης ζωής αυτού του ανθρώπου, ή να μπεις στη λογική του που ίσως και να παρείχε πολύτιμα συμπεράσματα για την πραγματικότητα μας. Είναι πολύ ρομαντική κι απλοϊκή η σκέψη της επιστροφής στη φύση, κι όσα βλέπουμε δεν μας πείθουν περί του αντιθέτου. Από την άλλη, η στάση της κόρης είναι πέρα για πέρα πιο φυσιολογική, ακόμα κι αν λογικά μεγάλωσε σε ακραίες συνθήκες. Ως διαφαίνεται, αυτές την άνδρωσαν και την έβγαλαν στην κοινωνία ως ένα πολύτιμο άτομο, έστω κι αν το στόρι δεν θέλει τον πατέρα να προσδοκούσε κάτι τέτοιο από το κορίτσι. Με αυτά και με κάποια άλλα μικρότερα εντός του φιλμ, να με συγχωρέσει η Granik, αλλά φοβάμαι πως καίει και το πρώτο της επίπεδο αφήγησης, αφού αυτό που φαντάζει στο φιλμ ως ιδανικό, εντέλει είναι τουλάχιστον αμφισβητήσιμο.
Μα η ταινία δεν στέκει ευτυχώς μόνο εκεί. Ως ιδανικό δείγμα καθαρού και ειλικρινούς στην αφήγηση του κινηματογράφου, αρπάζει την ευκαιρία και μας παρουσιάζει μια άλλη Αμερική, μακριά από όσα μαθαίνουμε άμεσα για αυτήν. Είναι η Αμερική της φτώχειας, είναι αυτή του απόκληρου, των τροχόσπιτων, των ελεύθερων κοινοτήτων που βρίσκουν μια λύση απέναντι σε όσα δεν τους αφήνουν να ζήσουν περήφανα ανάμεσα στα πλήθη. Ως προς αυτή την οπτική, η ταινία αριστεύει. Μάλιστα, η έλλειψη αληθινά «κακού» χαρακτήρα ολούθε δεν πρέπει να εκληφθεί ως αδυναμία του σεναρίου, μα μία ακόμα νότα ρεαλισμού, που θέλει το «κακό» να μην αναλογεί εξίσου με τις καλές προθέσεις γύρω μας, απλά η μνήμη μας το αποτυπώνει πιο δυνατά και δημιουργούμε τις λάθος εντυπώσεις. Φιλοσοφώντας το λιγάκι, δεν είναι το κακό αυτό που κρατάει πίσω τον κόσμο μας, αλλά… η βλακεία, παράγωγο της αγνωσίας, μα και της θέλησης μας να το «ζουλήξουμε» λιγάκι παραπάνω…
Για να μην ξεφεύγουμε όμως από το σίγουρα ενδιαφέρον φιλμ της Granik, εξοπλιστείτε πρώτα με τη θέληση να δείτε κάτι που θα σας ανοίξει περισσότερα ερωτηματικά, παρά θα σας παρασχεθούν απαντήσεις, και εκμεταλλευτείτε την αφοπλιστική του ειλικρίνεια για μια εικόνα της Αμερικής που ίσως ακόμα και να μην την έχετε καν υπόψιν σας. Και πιστέψτε με, είναι σε αληθινά μαζική κλίμακα αυτό που θα δείτε.
Βαθμολογία: