Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο
- Le Samouraï
- 1967
- Γαλλία
- Γαλλικά
- Αστυνομική, Θρίλερ, Νουάρ
Ο Ζεφ Κοστελό είναι ένας επαγγελματίας δολοφόνος που εκτελεί τα συμβόλαια του με απόλυτη ψυχρότητα και φροντίζοντας πάντα να έχει ακλόνητα άλλοθι. Κάνει το μοιραίο λάθος όμως, και μετά τη δολοφονία του ιδιοκτήτη ενός νυχτερινού κλαμπ, αφήνει πίσω του μάρτυρες. Ο κλοιός στενεύει καθώς αστυνομία και εντολείς τον αναζητούν μανιασμένα.
Σκηνοθεσία:
Jean-Pierre Melville
Κύριοι Ρόλοι:
Alain Delon … Jef Costello
Francois Perier … ο επιθεωρητής
Nathalie Delon … Jane Lagrange
Cathy Rosier … Valerie
Jacques Leroy … εκτελεστής
Michel Boisrond … Wiener
Robert Favart … ο μπάρμαν
Jean-Pierre Posier … Olivier Rey
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jean-Pierre Melville, Georges Pellegrin
Παραγωγή: Raymond Borderie, Eugene Lepicier
Μουσική: Francois de Roubaix
Φωτογραφία: Henri Decae
Μοντάζ: Monique Bonnot, Yolande Maurette
Σκηνικά: Francois de Lamothe
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Le Samourai
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Godson
Παραλειπόμενα
- Θρυλικό νεο-νουάρ που επηρέασε έντονα το μεταγενέστερο σινεμά. Μεταξύ αυτών που κάνουν μικρές η μεγαλύτερες αναφορές του φιλμ σε ταινίες τους είναι οι: Martin Scorsese, Quentin Tarantino, Francis Ford Coppola, Jim Jarmusch, John Woo, Johnnie To, David Fincher, Bernardo Bertolucci, Aki Kaurismaki, Takeshi Kitano, Georges Lautner, Nicolas Winding Refn, Luc Besson και οι αδελφοί Coen.
- Υπάρχει ένα μυστήριο γύρω από την πηγή έμπνευσης του σεναρίου. Ο ίδιος ο Jean-Pierre Melville είχε αναφέρει την ταινία Η Αγάπη του Γκάνγκστερ (This Gun for Hire), ένα νουάρ του Frank Tuttle από το 1942, και το μυθιστόρημα The Ronin της Joan McLeod. Αυτό όμως το τελευταίο μοιάζει να μην υπήρξε ποτέ, με μια πιθανή εκδοχή να το θέλει να παραμένει ανέκδοτο. Οι τίτλοι δεν αναφέρουν πάντως κάποια πηγή διασκευής.
- Ο Melville έγραψε τον κεντρικό ρόλο ειδικά για τον Alain Delon.
- Πρώτη ταινία για τη Nathalie Delon, σύζυγο τότε του πρωταγωνιστή. Με το πέρας όμως του φιλμ πήραν διαζύγιο, με τη Nathalie να συνεχίζει κανονικά την καριέρα της ως ηθοποιός χωρίς να αλλάζει το επίθετο.
- Το ιδιωτικό στούντιο του Melville, το Studios Jenner, καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά ενόσω η ταινία ήταν σε παραγωγή. Ο σκηνοθέτης αποκάλεσε τη φωτιά “ύποπτη”, και ολοκλήρωσε το φιλμ σε άλλο στούντιο. Υπάρχουν όμως και πολλά εξωτερικά γυρίσματα, όλα στο Παρίσι.
- Το ρητό στην έναρξη, που φέρεται ότι προέρχεται από βιβλίο των Σαμουράι, στην πραγματικότητα γράφτηκε από τον σκηνοθέτη.
- Το 1972 προβλήθηκε η ταινία στις ΗΠΑ ντουμπλαρισμένη με τίτλο The Godson. Φυσικά και δεν είχε νόημα ο τίτλος αυτός σε σχέση με την πλοκή, αφού απλά ήταν μια πονηρή εμπορική παραπομπή στον Νονό του Coppola που τότε έκανε θραύση.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 22/8/2024
Ο «Σαμουράι» είναι μια ταινία που γυρίστηκε στα τέλη του γαλλικού Νέου Κύματος, από έναν σκηνοθέτη που ξεκινώντας το δικό του στούντιο και κάνοντας ανεξάρτητες ταινίες με μικρούς προϋπολογισμούς, ουσιαστικά έδειξε τον δρόμο για αυτό το κίνημα. Το πιο εμβληματικό έργο του Νέου κύματος ήταν το ντεμπούτο του Godard, «Με Κομμένη την Ανάσα» (1960) -στο οποίο ο Melville έκανε μια κάμεο εμφάνιση-, που ακολουθούσε έναν παράνομο «σε φυγή». Ωστόσο ο Godard αγνόησε τα στερεότυπα της αστυνομικής ταινίας, αποκαλύπτοντας μια βασική αρχή του Νέου Κύματος: το στυλ, η μορφή και ο τόνος μιας ταινίας αντικατοπτρίζουν την ουσία του κύριου χαρακτήρα. Είναι εύλογο λοιπόν να αναλογιστούμε το «Με Κομμένη την Ανάσα» ως αντίστιξη του «Σαμουράι», γιατί, σε αντίθεση με τον «ασεβή» Godard, ο Melville αντιμετωπίζει το είδος του φιλμ νουάρ με τελετουργική ευλάβεια.
O «Σαμουράι» είναι ένα αποφασιστικό βήμα προς την παγωμένη αφαίρεση που χαρακτηρίζει το τελευταίο μέρος της φιλμογραφίας του Melville. Η συνάντησή του με τον Alain Delon, που ερμηνεύει συγκλονιστικά τον ρόλο ενός ψυχρού και αδιαφανούς εκτελεστή με ορυκτή θλίψη, γεννά ένα άυλο και απόκοσμο νουάρ. Ο Melville ζήτησε από τον Henri Decae «να κάνει μια έγχρωμη ταινία σε μαύρο και λευκό», με την παλέτα του να περιλαμβάνει ένα φάσμα ψυχρών γκρι και των θαμπών μπλε αποχρώσεων. Ο μινιμαλισμός της δράσης συνοδεύεται από ένα ακραίο στυλιζάρισμα: ψυχρή τελειότητα στο καδράρισμα και τη φωτογραφία, εγκατάλειψη χαρακτήρων υπέρ μυθικών μορφών, διάχυτη αίσθηση τραγωδίας.
«Δεν υπάρχει μοναξιά πιο βαθιά από αυτήν του σαμουράι, εκτός ίσως από αυτήν του τίγρη στη ζούγκλα…». Το απόσπασμα του Μelville, με το οποίο ξεκινά η αφήγηση, συνδέει το έργο όχι μόνο με τον κώδικα τιμής του Σαμουράι της φεουδαρχικής Ιαπωνίας αλλά και με τον ασκητισμό τού να ζεις σύμφωνα με ιδανικά υψηλότερα από εκείνα που έχουν επικρατήσει στις σύγχρονες κοινωνίες.
Για τον «Σαμουράι» έχουν γραφεί αναρίθμητες κριτικές και αναλύσεις που κυρίως αναφέρονται στην εικαστική πτυχή της ταινίας και ελάχιστα στην ερμηνεία της ελλειπτικής αφήγησής της. Η ταινία ανοίγει με ένα μακρινό πλάνο, με τον Jef Costello (Alain Delon) ξαπλωμένο και ντυμένο στο κρεβάτι του, στο γυμνό και θλιβερό διαμέρισμά του, να καπνίζει στοχαστικά ένα τσιγάρο. Ακούγονται μόνο τα κελαηδίσματα ενός σπίνου στο κλουβί. Ο Jef σηκώνεται, φορά καμπαρντίνα και φεντόρα, και βγαίνει στον δρόμο. Μπαίνει σε ένα ξεκλείδωτο Citroen, βγάζει ένα τεράστιο μπρελόκ με δεκάδες κλειδιά και αρχίζει ήσυχα να τα δοκιμάζει. Όταν ένα κλειδί λειτουργεί, ο Jef φεύγει με το κλεμμένο αυτοκίνητο. Στο φανάρι μια εντυπωσιακά όμορφη οδηγός τον κοιτά ερωτικά. Αυτός ανταποκρίνεται για λίγο αλλά απότομα αποστρέφει το βλέμμα του -είναι σε αποστολή. Μπαίνει σε ένα άθλιο συνοικιακό συνεργείο και χωρίς να ανταλλάξει λέξη με τον ιδιοκτήτη αγοράζει ένα όπλο και μια νέα πινακίδα.
Τώρα πρέπει να κανονίσει το άλλοθι του. Επισκέπτεται την Jane (Nathalie Delon), και όταν μαθαίνει ότι θα φιλοξενήσει τον τακτικό «πελάτη» της στις 2 τα ξημερώματα, κανονίζει και δεύτερο άλλοθι για το υπόλοιπο της νύχτας με παιχνίδι πόκερ. Στη συνέχεια, πηγαίνει στο νυχτερινό κέντρο του Martey, όπου μια όμορφη πιανίστα της τζαζ, η Valerie (Cathy Rosier), παίζει στη σκηνή. Φορώντας λευκά γάντια, περνά αθόρυβα σε ένα εσωτερικό δωμάτιο και σκοτώνει τον Martey. Καθώς φεύγει, πέφτει πάνω στη Valerie ανταλλάσσοντας στιγμιαίες ματιές. Βγαίνει έξω, πετάει το όπλο και τα γάντια στο ποτάμι. Με ηρεμία επιστρέφει στα άλλοθι του για να καλυφθεί.
Στη συνέχεια η εστίαση μετατοπίζεται στην αστυνομική έρευνα για τη δολοφονία, η οποία διευθύνεται από έναν ευφυή αστυνομικό που όλοι αποκαλούν με τον βαθμό του, «Commissaire» (ένας υπέροχος Francois Perier). Ο «Commissaire» διατάζει τη σύλληψη εκατοντάδων υπόπτων για αναγνώριση από τους αυτόπτες μάρτυρες. Μυστηριωδώς η Valerie δεν αναγνωρίζει τον Jef, αλλά ο «Commissaire» τον θεωρεί βασικό ύποπτο και δίνει εντολή για παρακολούθηση και τοποθέτηση κοριού στο διαμέρισμά του.
Στην παραλαβή της αμοιβής του, ο Jef δέχεται αντί για λεφτά τη σφαίρα ενός πιστολά (Jacques Leroy), αλλά γλυτώνει με έναν επιπόλαιο τραυματισμό. Ο Jef υποπτεύεται ότι η Valerie μπορεί να γνωρίζει ποιος έδωσε την εντολή δολοφονίας του. Τα λίγα βαθιά βλέμματα που έχουν ανταλλάξει φαίνεται να τους ενώνουν με κάποια συναισθηματική συνάφεια. Μήπως είναι έρωτας; Αφού την εντοπίσει, τη συνοδεύει στο πολυτελές διαμέρισμά της. Στο κρίσιμο ερώτημα, του υπόσχεται να του δώσει πληροφορίες σε δυο ώρες. Όμως μετά φαίνεται προβληματισμένη και δεν απαντά στα τηλεφωνήματά του. Αργότερα ο πιστολάς που παραλίγο να τον σκοτώσει μπαίνει στο διαμέρισμα του Jef και του προτείνει ένα νέο συμβόλαιο θανάτου. Ο Jef αφοπλίζει τον πιστολά και καταφέρει να του αποσπάσει τη διεύθυνση και το όνομα του αφεντικού του συνδικάτου: Olivier Rey (Jean-Pierre Posier).
Αφού ξεφύγει από μια φοβερή καταδίωξη από αστυνομικούς στο μετρό του Παρισιού, ο Jef κλέβει ένα ακόμη Citroen με τον συνηθισμένο του τρόπο και ετοιμάζεται να εκτελέσει το νέο του συμβόλαιό. Όμως πριν από αυτό επισκέπτεται τον Olivier Rey -με τεράστια έκπληξη διαπιστώνει ότι είναι το ίδιο σπίτι που μένει η Valerie. Αφού τον σκοτώσει, πηγαίνει στο νυχτερινό κέντρο όπου μας επιφυλάσσεται μία ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη. Φορώντας τα λευκά γάντια του, κινείται αργά προς το πιάνο της Valerie. «Μη μένεις εδώ», του λέει. Τότε βγάζει το όπλο του και τη σημαδεύει. «Γιατί Jef;», τον ρωτά. «Πληρώθηκα για αυτό», απαντά λυπημένα. Ακούγονται πυροβολισμοί. Ο Jef παγώνει σαν μαρμάρινο άγαλμα, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος του, τα λευκά γάντια πάνω σε ένα σκούρο παλτό, με μια λεπτή στάλα αίματος να κυλά στο πρόσωπο. «Είχατε άγιο», της λέει ένας αστυνομικός. «Όχι» τον διορθώνει ο «Commissaire», που έλεγξε το όπλο του Jef και το βρήκε άδειο.
Ο Melville είχε παραδεχτεί ότι στις ταινίες του σκέφτεται τους γκάνγκστερ ως αξιολύπητους «losers». Όσο για τον αριστουργηματικό «Σαμουράι» του τον περιέγραψε ως «ένα μακρύ διαλογισμό για τη μοναξιά». Ο βασικός χαρακτήρας -που επανέρχεται σταθερά στη φιλμογραφία του Melville- αποτελεί την επιτομή του καταδικασμένου αλλά ευγενούς αντιήρωα, του μοναχικού αουτσάιντερ που τηρεί θρησκευτικά τον προσωπικό του κώδικα τιμής. Όπως ο «Πορτοφολάς» του Robert Bresson, ο Jef είναι ένας άνθρωπος που διέπεται από τη μεθοδικότητα, με τη σχολαστική εκτέλεση του έργου του να είναι η βασική πτυχή του χαρακτήρα του. Ο μοναχικός επαγγελματισμός του τον θέτει σε μια ανώτερη ηθική πλατφόρμα από τους εργοδότες του και την αστυνομία, που τον καταδιώκουν σκληρά με κάθε διαθέσιμη βρώμικη μέθοδο. Ο Jef είναι τελικά ένας ήρωας τραγωδίας, με την έννοια ότι ένα εσωτερικό ελάττωμα του χαρακτήρα του έχει ως αποτέλεσμα την πτώση και τον θάνατό του. Το «ελάττωμα» του Jef είναι ότι ερωτεύεται τη μοναδική μάρτυρα του εγκλήματός του και αποτυγχάνει να εκτελέσει το τελικό του συμβόλαιο που περιλαμβάνει τη δολοφονία αυτής της γυναίκας. Η τελική του πράξη έχει τον συμβολικό χαρακτήρα του «seppuku» (χαρακίρι) των Σαμουράι. Με αυτή την πράξη λυτρώνεται από το υπαρξιακό του αδιέξοδο αλλά ταυτόχρονα απαλλάσσει από τα προβλήματα που τους προξένησε τις δυο γυναίκες για τις οποίες ενδιαφέρεται. Και για αυτό αξίζει τον σεβασμό μας.
Βαθμολογία: