Μασσαλία, 1815. Όλα τα όνειρα του νεαρού Εντμόντ Νταντές πρόκειται να πραγματοποιηθούν -έχοντας πάρει προαγωγή για να γίνει καπετάνιος του πλοίου, μπορεί επιτέλους να παντρευτεί την αγάπη της ζωής του, τη Μερσεντές. Όμως η επιτυχία του εμπνέει ζήλια από διάφορες πλευρές. Προδομένος από αντιπάλους αλλά και αυτούς που θεωρούσε φίλους, και καταγγελθείς ως μέλος μιας συνωμοσίας υπέρ του Βοναπάρτη, φυλακίζεται χωρίς δίκη και χωρίς ελπίδα επιστροφής. Μετά από δεκατέσσερα χρόνια μυστικής καθοδήγησης από τον συγκρατούμενο αβά Φαριά, ο Νταντές καταφέρνει να δραπετεύσει και να καταλάβει τον θρυλικό θησαυρό που κρύβεται στο νησί Μόντε Κρίστο. Τώρα, με μια τεράστια περιουσία, καταστρώνει ένα εξαιρετικό σχέδιο για να πάρει την εκδίκηση που λαχταρά.

Σκηνοθεσία:

Alexandre de La Patelliere

Matthieu Delaporte

Κύριοι Ρόλοι:

Pierre Niney … Edmond Dantes/κόμης Monte Cristo

Bastien Bouillon … Fernand de Morcef

Anais Demoustier … Mercedes Herrera

Anamaria Vartolomei … Haydee

Laurent Lafitte … Gerard de Villefort

Pierfrancesco Favino … αβάς Faria

Patrick Mille … βαρόνος Danglars

Vassili Schneider … Albert de Morcerf

Julien De Saint Jean … Andrea

Oscar Lesage … Maximilien Morrel

Bruno Raffaelli … Morrell

Julie De Bona … Victoria

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alexandre de La Patelliere, Matthieu Delaporte

Παραγωγή: Dimitri Rassam

Μουσική: Jerome Rebotier

Φωτογραφία: Nicolas Bolduc

Μοντάζ: Celia Lafitedupont

Σκηνικά: Stephane Taillasson

Κοστούμια: Thierry Delettre

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Le Comte de Monte-Cristo
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Κόμης Μόντε Κρίστο
  • Διεθνής Τίτλος: The Count of Monte-Cristo

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Le Comte de Monte-Cristo του Alexandre Dumas.

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο σκηνικών και κοστουμιών στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Pierre Niney), δεύτερο αντρικό ρόλο (Laurent Lafitte και Bastien Bouillon), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Anais Demoustier), σενάριο, μουσική, φωτογραφία, μοντάζ, οπτικά εφέ και ήχο.

Παραλειπόμενα

  • Πολλοστή μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του κλασικού έργου του 1844 του πατέρα Alexandre Dumas, με την πρώτη να χρονολογείται πίσω στο 1908.
  • Η ταινία ξεκίνησε τον σχεδιασμό της το 2020, χρηματοδοτημένη από τον Dimitri Rassam, τον παραγωγό του δίπτυχου Οι Τρεις Σωματοφύλακες, πάλι βασισμένο σε έργο του Alexandre Dumas. Σύμφωνα με τον παραγωγό, σκοπός ήταν να θεωρηθεί όλο αυτό ως η γαλλική απάντηση στα μεγάλα αμερικανικά franchise. Οι δε Matthieu Delaporte και Alexandre de La Patelliere ενώνουν τις τρεις αυτές ταινίες σεναριακά, ενώ εδώ αναλαμβάνουν και χρέη σκηνοθετών.
  • Γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Μάλτα και την Κύπρο.
  • Την παγκόσμια πρεμιέρα -εκτός συναγωνισμού- στο φεστιβάλ Κανών συνόδευσε 11λεπτο όρθιο χειροκρότημα.
  • Οι 14 υποψηφιότητες στα Cesar είναι οι δεύτερες περισσότερες για μια ταινία στον θεσμό, μετά από τις 15 του Χαμένες Ψευδαισθήσεις (2021).

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 4/9/2024

Το γαλλικό μπλοκμπάστερ μοιάζει να έχει έρθει για να μείνει, και μαζί του φέρνει μια νέα κινηματογραφική πνοή σε θρυλικά έργα της λογοτεχνίας, όπου αυτή η επιστροφή στη γενέτειρά τους προκαλεί κυρίως μια ατμοσφαιρική αυθεντικότητα.

Στα χνάρια του Martin Bourboulon που πέρυσι έδωσε το δίπτυχο των “Τριών Σωματοφυλάκων”, το σκηνοθετικό δίδυμο των Alexandre de La Patelliere και Matthieu Delaporte αναμετριέται με το ογκωδέστατο μυθιστόρημα του Alexandre Dumas και δίνει στην ιστορία την απαραίτητη διάρκεια ώστε να αναπνεύσει αλλά και να εντυπωσιάσει. Αν την αποδομήσουμε, ο “Κόμης Μόντε Κρίστο” είναι μια αρχετυπική ιστορία εκδίκησης όπου ένας άδικα φυλακισμένος άντρας επιστρέφει μετά από χρόνια για να εκδικηθεί όσους συνέβαλαν στην καταστροφή του, και σε πρώτο επίπεδο η ταινία προσφέρει ένα οπτικό υπερθέαμα με μια γενναιόδωρη επένδυση στα πολυπληθή σκηνικά, κάνοντας την ιστορία να φαντάζει μεγαλύτερη σε εμβέλεια.

Στο ερώτημα αν οι σεναριογράφοι μπορούν να επεξεργαστούν το μυθιστόρημα όπως του αξίζει και να γεννήσουν μια καλή ταινία, η απάντηση είναι ναι, και μάλιστα ανώτερη από τους “Τρεις Σωματοφύλακες”, χωρίς να έχουμε την επανάληψη του λάθους να χωριστεί η ταινία σε δύο μέρη, διακόπτοντας την ορμή της. “Δεν είναι εκδίκηση, είναι δικαιοσύνη” διευκρινίζει ο πρωταγωνιστής Εντμόντ και το πολυεπίπεδο σχέδιό του παρουσιάζεται σχολαστικά σε μια ταινία που, ως εκ τούτου, παίρνει χρόνο για να μπει κάτω από το δέρμα του ιθύνοντα νου. Η ταινία κυλά αρκετά ομαλά και παρασύρει αργά τον θεατή απεικονίζοντας μέσα από το πέρασμα των ετών όσα μπορεί να πάρει ο χρόνος από έναν άνθρωπο, ένα στοιχείο που τονίζεται ψυχολογικά περισσότερο από κάθε προηγούμενη έκδοση. Οι μάσκες που χρησιμοποιεί, καθώς ελίσσεται μέσα στις ανυστερόβουλες λυκοφιλίες των σαλονιών και των πολιτικών συστημάτων της Γαλλίας, μοιάζουν να καταπίνουν την ίδια του την προσωπικότητα με μια αργή και σταθερή αποδόμηση που μόνο στο φινάλε γίνεται αντιληπτή τόσο από τον ίδιο όσο και από εμάς.

Ο πόνος του Εντμόντ απλώνεται σε κάθε καρέ αυτής της περίπλοκης και εκπληκτικά συναισθηματικής ταινίας που αμφισβητεί τις θεσμικές διαδικασίες της δικαιοσύνης, το νόημα της εκδίκησης που γίνεται αυτοσκοπός της ζωής ενός ανθρώπου -ο πρωταγωνιστής με τη μάσκα στο χέρι μοιάζει μια παραλλαγή του Άμλετ με το κρανίο- αλλά και φέρνει μια κλασική επική περιπέτεια στη μεγάλη οθόνη, κάτι που φαντάζει αναζωογονητικό, ελλείψει τέτοιων επιτευγμάτων από την Ευρώπη. Αλλά δεν είναι μόνο ο Εντμόντ που προκαλεί εντύπωση καθώς όλοι οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται ικανοποιητικά από κάθε άποψη. Υπάρχουν τα κάστρα και τα παλάτια και μπορεί κανείς να νιώσει λίγη ζήλια λαμβάνοντας υπόψη πόσα ξοδεύει ο γαλλικός κινηματογράφος για μια διασκευή ενός εθνικού λογοτεχνικού θησαυρού. Οι υψηλές αξίες παραγωγής είναι υπερβολικά έντονες, με έμφαση στην αναμορφική φωτογραφία του Nicolas Bolduc, την πολυτελή σκηνογραφία Stephane Taillasson -που είχε αναλάβει και τους “Τρεις Σωματοφύλακες”- και την επική μουσική ενορχήστρωση του Jerome Rebotier.

Ευτυχώς, ο στιλιστικός εκσυγχρονισμός αποφεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό. Σκηνές υπερκινητικής μάχης με τις οποίες φαίνεται να εμπότισε το είδος ο Guy Ritchie με τον “Σέρλοκ Χολμς” του μπορούν να βρεθούν και εδώ, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος οι σκηνοθέτες αρκούνται στο να εξυψώνουν τη λογική πίσω από μια σκόπιμα παλιομοδίτικη ταινία, αφηγούμενη μια ιστορία που χαρακτηρίζεται από έρωτα και ίντριγκα. Με απόλυτη σοβαρότητα και χωρίς ίχνος ειρωνείας, οι Delaporte και de La Patelliere επανασυστήνουν τον Κόμη Μοντε-Κρίστο ως ένα διασκεδαστικό μελοδραματικό έπος που απαιτεί την κινηματογραφική οθόνη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

24 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *