Σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην εξοχή, ένας άντρας χρησιμοποιεί όλα τα θεμιτά μέσα για να πείσει μια παντρεμένη γυναίκα να φύγει μαζί του. Η γυναίκα μόλις και μετά βίας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη της την ερωτική ιστορία που είχαν, ή μήπως δεν είχαν, τον προηγούμενο χρόνο στο Μαρίενμπαντ. Ο σύζυγος ή συνοδός παραμένει σταθερά και διακριτικά στο πλευρό της, ρωτώντας κάθε λίγο για την υγεία της, αδιαφορώντας για τα αισθήματά της.
Σκηνοθεσία:
Alain Resnais
Κύριοι Ρόλοι:
Delphine Seyrig … A
Giorgio Albertazzi … X
Sacha Pitoeff … M
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Alain Robbe-Grillet
Παραγωγή: Pierre Courau, Anatole Dauman, Robert Dorfmann, Raymond Froment
Μουσική: Francis Seyrig
Φωτογραφία: Sacha Vierny
Μοντάζ: Jasmine Chasney, Henri Colpi
Σκηνικά: Jacques Saulnier
Κοστούμια: Bernard Evein
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: L’Annee Derniere a Marienbad
- Ελληνικός Τίτλος: Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ
- Διεθνής Τίτλος: Last Year at Marienbad
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Last Year in Marienbad
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ αυθεντικού σεναρίου.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση.
- Χρυσό Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
- Επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Από τις πλέον διαδραστικές ταινίες της Νουβέλ Βαγκ, με χαρακτηριστικά κατάλοιπα σε δουλειές των Ingmar Bergman, Federico Fellini, Stanley Kubrick και David Lynch.
- Παρόλο που η αινιγματική πλοκή της ταινίας δεν αποσαφηνίζει επακριβώς την τοποθεσία, το Μαρίενμπαντ είναι υπαρκτή πόλη και βρίσκεται στην Τσεχία.
- Ο Alain Resnais γύρισε το φιλμ εντός πολυτελέστατων κατοικιών, που άνετα θα χαρακτηρίζονταν σύγχρονα παλάτια, όπως το Nymphenburg και το Schleissheim της Βαυαρίας. Μέρος συμπληρωματικών σκηνών γυρίστηκαν σε στούντιο.
- Ο δημιουργός επέλεξε να φιλμάρει με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να παραχθεί ένας αποπροσανατολισμένος χώρος, όπου το γεωγραφικό και χρονικό πεδίο δεν συγκεκριμενοποιείται.
- Τα ονόματα των τριών χαρακτήρων δεν γίνονται ποτέ γνωστά, με τα γράμματα που τους συνοδεύουν να βρίσκονται μονάχα επί του σεναρίου.
- Ο Robbe-Grillet παρέδωσε ένα σενάριο με τέτοια λεπτομέρεια, που ήταν να σαν το σκηνοθετούσε πλάνο-πλάνο και μέχρι το μοντάζ. Ο Resnais επέλεξε να ακούσει τις “οδηγίες” πολύ προσεκτικά, παρεμβαίνοντας μονάχα όπου ήταν ανάγκη. Ο λογοτέχνης-σεναριογράφος δεν παρευρίσκονταν καθόλου στα γυρίσματα, αλλά όταν είδε το πρώτο μοντάζ, δήλωσε ότι αυτό ακριβώς είχε κατά νου. Έπειτα, έβγαλε το σενάριο εν είδει cine-roman (σινε-ρομάντζο), όπου το κείμενο συνοδεύονταν από εικόνες της ταινίας.
- Ντεμπούτο για τη Francoise Bertin, μετά από άνω των 10 ετών εμπειρία στο θέατρο, ως ένα τα χαρακτηριστικά πρόσωπα στο ξενοδοχείο.
- Ο Resnais αρνήθηκε να πάει την ταινία στο φεστιβάλ Κανών, συνυπογράφοντας το “μανιφέστο των 121” του Jean-Paul Sartre που εναντιώνονταν στον γαλλο-αλγερινό πόλεμο.
- Παρότι η παγκόσμια κριτική το έχει αναδείξει σε αριστούργημα, υπάρχει πλήθος σύγχρονων κυρίως κριτικών που επιμένουν στο ακριβώς αντίθετο. Αυτό ξεκίνησε από την εποχή που συγγραφέας και σκηνοθέτης έδωσαν αντικρουόμενες ερμηνείες πάνω στο αν το ζευγάρι των ηρώων συναντήθηκε πράγματι τον προηγούμενο χρόνο ή όχι.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 3/5/2010
Για το «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» του Alain Resnais έχουν γραφτεί τόνοι από σχόλια, κριτικές και πραγματείες, συνεχίζουν να γράφονται και όπως φαίνεται δεν θα πάψουν ποτέ. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι ο σκηνοθέτης και ο (συγγραφέας-σκηνοθέτης) Alain Robbe-Grillet δημιούργησαν ένα έργο που: 1/ λειτουργεί ως πρότυπο-μήτρα-δομή τέτοια, που ανάγει μέσα της κάθε στοχασμό πάνω στη φύση του κειμένου-μυθιστορήματος-ταινίας και 2/ (το πιο σημαντικό) το καταφέρνουν αυτό με τρόπο που παρέχει στον διανοητή μια διαρκή, ανεξάντλητη απόλαυση. Όσες φορές κι αν παίξεις μια ναπολεόντεια πασιέντζα, η πρόκληση να την ξαναπαίξεις παραμένει εσαεί. Η δομή της είναι πανίσχυρη. Όπως και αυτού του φιλμ.
Ναι, έχουμε να κάνουμε πριν απ’ όλα με την φύση του μυθιστορήματος. Άλλωστε η σχέση του σινεμά με την λογοτεχνία (ή και το δοκίμιο) ως αδελφής τέχνης είναι προφανής και πανθομολογούμενη. Το μυθιστόρημα είναι πολιτισμικό προϊόν της αστικής τάξης και ακόμη περισσότερο θα έλεγα της γαλλικής. Τα ερείσματά του είναι δυο. Η ψυχή εκδηλούμενη με τον έρωτα, σε συσχέτιση και διαπλοκή με την (αστική πάντα) κοινωνία. Στην «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλομπέρ όταν τα χρέη έρχονται στην επιφάνεια, πνίγουν την φαντασίωση της κυρίας για μια ονειρεμένη ζωή και ο έρωτας διαλύεται σαν όνειρο από το οποίο ξυπνάς. Γιατί κορμός και φύλλα του έρωτα ήταν η μουσελίνα, το μετάξι, το μαργαριτάρι, η συνάθροιση για χορό στο σαλόνι, ο αέρας των χειρονομιών και των συζητήσεων, ώστε να φτάσουμε στο άνθος του φιλιού. Πολύ αργότερα ο Προυστ θα καταγράψει με υποδόριο σαρκασμό την παρακμή αυτής της κοινωνίας που εξακολουθεί να χορεύει γύρω από τον έρωτα και το χρήμα με την απελπισία της ανίας και την γελοιότητα του να κυνηγάς την χίμαιρα με απόχη για πεταλούδες, ενώ ο χρόνος εμφανίζεται ως αμείλικτος θεός που διδάσκει.
Κι ύστερα… έρχεται ο νέος αιώνας φέρνοντας, μαζί με τη βιομηχανική εποχή, τον στρουκτουραλισμό, την ανάλυση του κώδικα, της γλώσσας, την αποδόμηση, σε ένα δραματικό ιστορικό πέρασμα που ξεκίνησε με την ευφορία του μοντερνισμού και κατέληξε στο ψυχρό δράμα του μεταμοντερνισμού όπως π.χ. με το «Ζωή: οδηγίες χρήσης» του Ζορζ Περέκ – οι γάλλοι στοχάστηκαν πάνω στη ζωή και την κοινωνία και παράλληλα, ανεξάρτητα από την μαρξιστική λογική. Για να κατανοήσει λοιπόν κανείς το εν λόγω έργο, έχει στο νου του όλα αυτά, πριν φτάσουμε στο σινεμά. Δεν είναι παράξενο που η nouvelle vague είναι τόσο πολύ συνδεδεμένη με τον λόγο και ιδίως με το μυθιστόρημα. Πολλές ταινίες των δημιουργών είναι κείμενα που συνοδεύονται από την εικόνα παρά το αντίθετο, αν και στην εδώ περίπτωση ισοψηφούν. Θα μπορούσα να φανταστώ το «Πέρσι στο Μαρίενμπαντ» ως μια ζωντανή παράσταση όπου ο αφηγητής διαβάζει ενώ βλέπουμε στην οθόνη φωτογραφίες από την ταινία. Αν εξαιρέσεις τα τράβελινγκ, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικό – χωρίς αυτό να μειώνει τη φιλμική αξία.
Στην ταινία, η αστική τάξη με το στυλ και τους έρωτές της είναι πλέον ένα συνολικό φάντασμα. Ένα μπαρόκ μέγαρο «ντυμένο» με «νεκρώσιμη» μουσική από όργανο, λειτουργεί ως μαυσωλείο παλιάς elegance, μνήμης και πιθανοτήτων. Η περσινή πιθανή συνάντηση των ηρώων, ένας πιθανός έρωτας, ένας πιθανός σύζυγος, ένας πιθανός φόνος, και μια σίγουρη αδυναμία να ζήσουν μια «πιο πραγματική» «πραγματικότητα». Το αδιεξοδικό στροβίλισμα απροσδιόριστων συναισθημάτων-ενορμήσεων θυμίζει την ακατανόητη γραφειοκρατία στον «Πύργο» του Κάφκα, θυμίζει φετιχιστικό ιδρυματισμό ή την αυτοπαγίδευση των αστών στον «Άγγελο Εξολοθρευτή» που γύρισε ο Μπουνουέλ ένα χρόνο μετά.
Το φιλμ, θέλει δεν θέλει, αποτελεί σατιρικό ρέκβιεμ της αστικής φαντασμαγορίας. Ιδιαίτερα σήμερα μοιάζει και με γιγαντιαίο clip για μεγάλο οίκο μόδας. Αλλά είναι κάτι παραπάνω: Άραγε «αφηγείται την αφήγηση» του μυθιστορήματος και του είδους της ταινίας που αντιστοιχεί σε μυθιστόρημα; – με την έννοια ότι άλλες ταινίες (π.χ. του Παζολίνι) αντιστοιχούν σε ποιήματα. Μήπως δεν αφηγείται τίποτε αφού δεν υπάρχει εξέλιξη και μοιάζει σαν ο χρόνος να έχει γίνει ένας κλειστός κύκλος; Είναι και μια αποδόμηση του χρόνου με ανάλογο τρόπο όπως στο 8½ του Fellini; Μήπως «αφηγείται» την «Επικράτεια των σημείων», άρα και την σημειολογική επικράτεια του σινεμά; Είναι δράμα και κωμωδία της γραφής; Οι σκέψεις που γεννιούνται παρασύρονται στο ίδιο χαοτικό πατρόν με αυτό του φιλμ.
Ούτως ή άλλως, το απολαυστικό (προ πάντων), διανοητικό παιχνίδι των Resnais-Grillet έχει νικήσει το χρόνο, κάτι που διαπίστωσα, επιστρέφοντας κι εγώ στο Μαρίενμμπαντ, μια ακόμη φορά.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 7/7/2021
Σε ένα πανέμορφο, καταπράσινο εξοχικό ξενοδοχείο, ένας άντρας και μια γυναίκα συναντιούνται, ίσως για πρώτη φορά, ίσως μετά από έναν χρόνο. Ο άντρας Χ (Giorgio Albertazzi) πιστεύει ότι έχουν γνωριστεί στο παρελθόν, ότι είχαν σχέδια να φύγουν μαζί, ότι του είπε να περιμένει έναν χρόνο. Η γυναίκα Α (Delphine Seyrig), ωστόσο, δεν θυμάται, ή προσποιείται ότι δεν θυμάται, ή θυμάται μόνο αποσπασματικές λεπτομέρειες. Το τρίγωνο συμπληρώνει ο σκοτεινός Μ (Sacha Pitoeff), που φαίνεται να έχει κάποιον έλεγχο στην Α. Ο Μ προκαλεί συνεχώς τους άντρες του ξενοδοχείου σε ένα παράξενο παιχνίδι με σπίρτα. «Μπορώ να χάσω, αλλά δεν χάνω ποτέ» δηλώνει με παγερή βεβαιότητα…
Εξήντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το «Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ» εξακολουθεί να θεωρείται ένα έργο αινιγματικό και πρωτοποριακό, παράξενο και μοναδικό, ένα ακραίο αισθητικό επίτευγμα και ορόσημο στην ιστορία του κινηματογράφου. Η αλληλεξάρτηση του χρόνου και της μνήμης ήταν ένα κρίσιμο θεματικό ίχνος της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του μοντερνιστή Alain Resnais, Χιροσίμα Αγάπη μου (1959), και βρήκε την πιο ποιητική έκφραση της σε αυτή τη δεύτερη ταινία του, μια εντυπωσιακή συνεργασία με τον σεναριογράφο Alain Robbe-Grillet. Τα θεματικά θεμέλια του «roman nouveau» του Robbe-Grillet απογειώνονται από την αίσθηση μυστηριακής έντασης με τις παράξενες, αποσταθεροποιητικές εικόνες του Resnais να εναλλάσσονται μεταξύ στατικών, αυστηρά δημιουργημένων συνθέσεων και ρευστών πλάνων στους αχανείς διαδρόμους της έπαυλης.
Το φιλμ δημιούργησε τεράστια αίσθηση στη Γαλλία κατά την πρώτη του κυκλοφορία. Χαιρετίστηκε από πολλούς ως αριστούργημα του μοντερνισμού, αλλά απορρίφθηκε από άλλους ως επιβλητική κενολογία. Ωστόσο, η ταινία κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1961, και κατατάσσεται μόνιμα ως μία από τις «100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών». Ιστορικοί και κριτικοί ταινιών έχουν διατυπώσει αμέτρητες ερμηνείες για το τελικό νόημα της ταινίας, χωρίς μέχρι σήμερα να καταλήξουν σε οριστικό συμπέρασμα.
Η ταινία ανοίγει με μια εκτενή σεκάνς, στην οποία η ευέλικτη κάμερα του Sacha Vierny γλιστρά απαλά στους άδειους διαδρόμους του ξενοδοχείου, απεικονίζοντας τους περίτεχνα διακοσμημένους τοίχους, τους παραμορφωτικούς καθρέφτες και τους κρεμαστούς, λαμπρούς πολυελαίους. Η φωνή του αφηγητή παρέχει μια ρυθμική, επαναλαμβανόμενη απαγγελία του ίδιου κειμένου με λεπτές παραλλαγές κάθε φορά. Ακριβώς μόλις ο θεατής αρχίσει να νοιώθει παγιδευμένος σε αυτό το ψυχρό και άψυχο σύμπαν, θα δει κάποιες ανθρώπινες φιγούρες. Ωστόσο μοιάζουν με μια συλλογή από ανδρείκελα, καθισμένα, ακίνητα, ανέκφραστα να παρακολουθούν ένα θεατρικό έργο. Ακόμα κι όταν στη συνέχεια κινούνται, δεν είναι πειστικοί ως ανθρώπινα όντα. Περιφέρονται ως άυλες φιγούρες στον βιωμένο χώρο και χρόνο, είναι άκαμπτοι και ήρεμοι, κοιτάζουν μακριά, περιπλανιούνται άσκοπα στους διαδρόμους, συμμετέχουν σε κουβέντες για το παρελθόν που σημαδεύονται από μακρές, άβολες σιωπές. Είναι πιθανό ότι αυτές οι εικόνες είναι θραύσματα μνήμης, ονείρου και φαντασίας στο μυαλό του αφηγητή, και αποτελούν τμήματα μιας ευρύτερης ιστορίας. Όμως είναι πρακτικά αδύνατον ο θεατής να επινοήσει έναν τρόπο για να ανασυγκροτήσει, να ευθυγραμμίσει με ορθολογισμό αυτά τα θραύσματα. Είναι προτιμότερο να αφεθεί στη σαγήνη των καθηλωτικών εικόνων που απευθύνονται αποκλειστικά στην ευαισθησία και στις αισθήσεις του.
Το φιλμ του Resnais παραβιάζει με σουρεαλιστική αυθάδεια όλους τους κανόνες της κινηματογραφικής γραφής. Η υποκειμενική του άποψη είναι αναξιόπιστη και ασταθής, οπότε καταλήγουμε να μην ξέρουμε τι να πιστέψουμε, ή μάλιστα αν πρέπει να πιστέψουμε οτιδήποτε βλέπουμε ή ακούμε. Η ιστορία δεν παίρνει ποτέ συγκεκριμένη μορφή, ποτέ δεν στερεοποιείται, και όμως με κάθε επανάληψη τα συναισθηματικά ρεύματα γίνονται πιο δηλωτικά για το σημαινόμενο: την επίδραση του ρομαντισμού στον ανθρώπινο ψυχισμό, τη σύγκρουση νοσταλγίας και λήθης, τη συνύφανση μνήμης και φαντασίας στους μαιάνδρους του ανθρώπινου μυαλού. Ακόμη και η απεικόνιση του χρόνου και του χώρου της ταινίας μοιάζει αποπροσανατολιστικά εξωπραγματική. Βλέπουμε τα ίδια γεγονότα να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, αλλά με διακριτικά διαφορετικούς τρόπους. Η ροή του χρόνου είναι κατακερματισμένη, ακανόνιστη, με τις εμπειρίες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος να διαπλέκονται με τρόπο που καθιστά αδύνατη κάθε έννοια αιτιότητας.
Με τις αποσταθεροποιητικές μετατοπίσεις στον χρόνο, το πλάσιμο της ιστορίας και τη συνεχή αναίρεση της, τις εξαιρετικά στυλιζαρισμένες συνθέσεις και την ιλιγγιώδη κυκλικότητα του, το «Μαρίενμπαντ» δημιουργεί έναν οπτικοακουστικό λαβύρινθο που παγιδεύει απολαυστικά τον θεατή. Και όμως, η απόκοσμη σαγήνη που εκπέμπει το φιλμ μάς μαγνητίζει, μας προκαλεί να λύσουμε το αίνιγμα του, παρόλο που ξέρουμε ότι στο τέλος θα μας νικήσει, όπως ο μυστηριώδης Μ (άραγε Mort: Θάνατος;) στο παιχνίδι με τα σπίρτα.
Βαθμολογία: