Το Ένστικτο της Επιβίωσης
- Journeyman
- 2017
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Αθλητική, Δραματική
- 18 Οκτωβρίου 2018
Ο Μάτι Μπάρτον είναι παγκόσμιος πρωταθλητής στο μποξ. Πλησιάζοντας το τέλος της καριέρας του, θέλει να βγάλει χρήματα για να εξασφαλίσει μια άνετη ζωή στη σύζυγό του, Έμμα, και στη μικρή του κόρη, τη Μία. Κατά τη διάρκεια ενός πολύωρου αγώνα, ο Μάτι τραυματίζεται σοβαρά και πέφτει σε κώμα. Όταν ξυπνά, ξεκινά ο πραγματικός αγώνας, καθώς ο Μάτι που έχει χάσει τη μνήμη του καλείται να ενώσει το παζλ της διαλυμένης ζωής του κομμάτι-κομμάτι.
Σκηνοθεσία:
Paddy Considine
Κύριοι Ρόλοι:
Paddy Considine … Matty Burton
Jodie Whittaker … Emma Burton
Anthony Welsh … Andre Bryte
Paul Popplewell … Jackie
Tony Pitts … Richie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paddy Considine
Παραγωγή: Diarmid Scrimshaw
Μουσική: Harry Escott
Φωτογραφία: Laurie Rose
Μοντάζ: Pia Di Ciaula
Σκηνικά: Simon Rogers
Κοστούμια: Suzanne Cave
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Journeyman
- Ελληνικός Τίτλος: Το Ένστικτο της Επιβίωσης
Παραλειπόμενα
- Ο Paddy Considine μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη του Σταφορντσάιρ που ονομαζόταν Μπάρτον (για την ακρίβεια: Burton-on-Trent), όπως ο ήρωας που εδώ ερμηνεύει.
- Ο βρετανός πρωταθλητής στο μποξ Michael Bisping αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 2018. Όπως είχε δηλώσει, ήταν αυτή η ταινία και η κατάληξη του κεντρικού της ήρωα που τον ώθησε σε αυτή του την απόφαση.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 20/10/2018
Η δεύτερη σκηνοθετική δουλειά του ηθοποιού Paddy Considine μετά τον “Τυραννόσαυρο”, παρόλο που είναι εξίσου προσηλωμένη στον παράγοντα “ερμηνεία” και δίνει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων της ως προς αυτό, είναι ένα πολύ πιο προσιτό κι ευρύ φιλμ, ένα μελόδραμα ουσιαστικά που η εσάνς εργατικής τάξης που το διατρέχει του προσδίδει μια αυθεντικότητα και μια ειλικρίνεια χαρακτηριστικά για τη βρετανική σχολή. Ο Considine προσπερνάει με ευκολία τη θεαματική διάσταση του μποξ που δεν αφορά την προβληματική της δημιουργίας του (δεν είναι τυχαίο ότι ξεμπερδεύει πολύ γρήγορα με την κομβική σκηνή του επίμαχου ματς) για να επικεντρωθεί στα συναισθήματα και στα ανθρώπινα προβλήματα. Η ταινία δε φιλοδοξεί για το “τρίποντο”: το δράμα είναι οπωσδήποτε συγκινητικό και προσεγγίζεται με περισσή ευαισθησία, αλλά ποτέ δεν αγγίζει ένα μεγάλο βεληνεκές, ακόμη και στα ξεσπάσματα οι τόνοι είναι χαμηλοί. Είναι σαν η πρόθεση του σκηνοθέτη εδώ είναι περισσότερο να ευαισθητοποιήσει τον μέσο θεατή γύρω από ένα ζήτημα που περνάει στα ψιλά εξαιτίας και της διάθεσης της βιομηχανίας του αθλητισμού να το “κουκουλώνει”, συγκεκριμένα τις μόνιμες βλάβες υγείας που μπορούν να προκύψουν σε κάποιο αθλητή εξαιτίας της συμμετοχής του στο σπορ στο οποίο ειδικεύεται, όχι να γυρίσει ένα πραγματικά μεγαλειώδες δράμα, περιστρεφόμενο γύρω από το μποξ φαινομενικά αλλά εν τέλει με μεγαλύτερο εύρος, στο πνεύμα ενός “Million Dollar Baby” για παράδειγμα. Εκεί που μπορεί να κριθεί ως άτολμη η ματιά του είναι ότι αποφεύγει να καταγγείλει αυτό το σύστημα, μένοντας σε μια ανθρωποκεντρική ματιά, χωρίς να παίρνει μια στρατευμένη θέση απέναντι στο κρίσιμο ερώτημα “τις πταίει;”.
Ανεξάρτητα από τις ορατές αδυναμίες που υπάρχουν, περιέχονται και αρετές που δε γίνεται να αμφισβητηθούν, με προεξέχουσα τη μεγάλη καρδιά του σεναρίου απέναντι σε όλους ανεξαιρέτως τους ήρωές του. Όλοι περιγράφονται με θετικά χρώματα ως κατά βάση καλοί χαρακτήρες, ως γνήσια λαϊκοί άνθρωποι, όχι εξευγενισμένα σε βαθμό αντιρεαλιστικό αλλά με το στυλ που απεικόνιζε μια κοινότητα των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων (γιατί ακόμη κι αν ο πρωταγωνιστής εδώ έχει χτίσει όνομα και περιουσία στην ουσία σε τέτοιου τύπου κοινωνική τάξη ανήκει) το “Ρόκι, Τα Χρυσά Γάντια”, σαν έναν κόσμο ελαττωματικών αλλά στοργικών και φιλικών ατόμων. Από το σύνολο πάντως ερμηνευτικά ξεχωρίζει το ζευγάρι Considine και Whittaker, ο πρώτος μάλλον αναμενόμενα λόγω βαρύτητας του ρόλου στην οποία ανταποκρίνεται και με το παραπάνω, αλλά με τη δεύτερη να αποτελεί την ευχάριστη έκπληξη χτίζοντας με λεπτότητα και ακρίβεια μέσω πολλών μικρών αλλά καίριων σκηνών έναν χαρακτήρα που λειτουργεί δραματουργικά με εξαιρετικά μεγάλο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με το συμπρωταγωνιστή της.
Αν κάποιος παρακολουθήσει το “Ένστικτο της Επιβίωσης” έχοντας τις προσδοκίες να δει οσκαρικών προδιαγραφών αβανταδόρικη δραματουργία και τιτάνιες, μεγαλύτερες και από τη ζωή κορυφώσεις θα απογοητευθεί, πολύ απλά γιατί η ταινία καλώς δε φιλοδοξεί για τίποτα τέτοιο. Θέλει απλά να λειτουργήσει σαν μια ζεστή κούπα τσάι για την ψυχολογία του θεατή και να αποτελέσει ένας μικρός μεν, πάντοτε ευπρόσδεκτος δε, ύμνος τόσο στη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη όσο και στη δύναμη του ατομικού πνεύματος. Από εκεί και πέρα είναι γεγονός ότι τόσο η δομή όσο και η νοηματική της ταινίας παραείναι απλοϊκές, η μικρή χρονική διάρκεια δε βοηθάει για να αναπτύξει όλες τις υπαρκτές πτυχές του πραγματικού προβλήματος που θίγεται και πως οι δευτερεύοντες χαρακτήρες περνούν ελαφρώς απαρατήρητοι. Σε γενικές γραμμές όμως πρόκειται για ένα σύνολο που στέκεται παραπάνω από απλά αξιοπρεπώς και σίγουρα θα μιλήσει αρκετά στο κομμάτι εκείνο του κοινού που κοιτάζει πρώτα τον συγκινησιακό παράγοντα σε αυτό που βλέπει, χωρίς να δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να “αρμέξει” το δάκρυ. Πρόκειται για σινεμά που κινείται με γνώμονα την απλότητα και τις περισσότερες φορές κερδίζει το στοίχημα, αλλά που ταυτόχρονα βολεύεται στον κάπως χαμηλό πήχη που θέτει για τον εαυτό του μη βγαίνοντας από τη νοητή ζώνη ασφάλειάς του.
Βαθμολογία: