Δύο αδέλφια, ένας πρώην κακοποιός και ένας χωρισμένος πατέρας δύο παιδιών, αντιμετωπίζουν το επερχόμενο κλείσιμο της οικογενειακής τους φάρμας στο δυτικό Τέξας. Για να γλυτώσουν αυτό το γεγονός, μπαίνουν σε σπείρα ληστών τραπεζών, και δεν αργούν να γίνουν στόχοι ενός αποφασισμένου ρέιντζερ.

Σκηνοθεσία:

David Mackenzie

Κύριοι Ρόλοι:

Chris Pine … Toby Howard

Ben Foster … Tanner Howard

Jeff Bridges … Marcus Hamilton

Gil Birmingham … Alberto Parker

Marin Ireland … Debbie Howard

Katy Mixon … Jenny Ann

Dale Dickey … Elsie

Kevin Rankin … Billy Rayburn

Amber Midthunder … Vernon Teller

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Taylor Sheridan

Παραγωγή: Peter Berg, Carla Hacken, Sidney Kimmel, Julie Yorn

Μουσική: Nick Cave, Warren Ellis

Φωτογραφία: Giles Nuttgens

Μοντάζ: Jake Roberts

Σκηνικά: Tom Duffield

Κοστούμια: Malgosia Turzanska

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Hell or High Water
  • Ελληνικός Τίτλος: Πάση Θυσία

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, δεύτερου αντρικού ρόλου (Jeff Bridges), αυθεντικού σεναρίου και μοντάζ.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), σεναρίου και δεύτερου αντρικού ρόλου (Jeff Bridges).
  • Υποψήφιο για Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Jeff Bridges), σεναρίου και φωτογραφίας.
  • Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Ο αρχικός τίτλος ήταν Comancheria, κάτι που παρέμεινε στη διανομή αρκετών χωρών. Ο τίτλος αυτός άλλαξε μετά από εσωτερικό διαγωνισμό σε μια από τις εταιρίες που χρηματοδότησαν το φιλμ.
  • Πριν οριστικοποιηθεί το όνομα του σκηνοθέτη, ο Peter Berg, που ήταν ήδη στην παραγωγή, ήταν υποψήφιος να αναλάβει το φιλμ κι απ’ αυτό το πόστο.
  • Μαζί με το Στα Ίχνη του Ανέμου και το Sicario: Ο Εκτελεστής αποτέλεσε για τον Taylor Sheridan μια άτυπη νεο-γουέστερν τριλογία με κεντρικό θέμα τη βία στη μεθόριο των ΗΠΑ.
  • Ο Chris Pine αναγκάστηκε να γυρίσει όλες τις σκηνές του στα γρήγορα μέσα σε 2μιση εβδομάδες, λόγω των υποχρεώσεων του με το Star Trek Beyond.
  • Ο επί 30 και άνω έτη σερίφης Parnell McNamara, θείος του σκηνοθέτη, ήταν ο σύμβουλος του Jeff Bridges επί των γυρισμάτων.
  • Η φράση “come hell or high water” σημαίνει να κάνεις αυτό που πρέπει, ανεξαρτήτου περίστασης.
  • Η ταινία αφιερώθηκε στους γονείς του σκηνοθέτη David Mackenzie, αφού αμφότεροι έφυγαν από τη ζωή την εποχή που γίνονταν να γυρίσματα.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 6/10/2017

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι παρέδωσαν στον David Mackenzie ένα σενάριο για καθαρόαιμο γουέστερν, αλλά αυτός αρνήθηκε να το κάνει. Αντί αυτού, λοιπόν, διασκευάζει την ίδια ιστορία σε σύγχρονο περιβάλλον, και την προσαρμόζει στους κανόνες που έχει συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια στην καριέρα του. Βρίσκει, έτσι, μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να παρουσιάσει μια σπουδή πάνω στο τι απέμεινε από την εποχή της Άγριας Δύσης στο σήμερα, χωρίς υπερβολές και χωρίς μυθοπλαστικές ακροβασίες. Οι ήρωες του κινούνται μεν σε ένα πλαίσιο γουέστερν, αλλά είναι ταυτόχρονα τόσο σημερινοί και τόσο ρεαλιστικοί, που εύκολα παρατηρείς ότι ποτέ δεν είχε σημασία το ντεκόρ, αλλά ο άνθρωπος.

Η ταινία παίρνει τον χρόνο της και παρότι κινείται με γνώμονα την πλοκή, οι συνεχείς διάλογοι και οι εναλλαγές στο τοπίο είναι αυτά που υφαίνουν τον αφηγηματικό ιστό, ακόμα κι αν δεν νιώθεις ότι ακούς τη μεγάλη ατάκα. Ακόμα και η εκκωφαντική έκρηξη του φινάλε δεν ξεφεύγει από τους κανόνες που έχει θέσει ο Mackenzie και υπηρετεί την ολότητα. Το υπέροχο, αν και ολιγομελές βασικό καστ έχει γίνει ένα με τους ρυθμούς του σκηνοθέτη, με τους χαρακτήρες να ξετυλίγονται «αντρικά», δίχως να δείχνουν ότι θέλουν να κρατήσουν κάποιο κρυφό χαρτί από κανέναν. Έτσι κινείται σημειολογικά και όλο το φιλμ. Όλα είναι στο φως, ένα φως που χαρακτηρίζει και όλα τα πλάνα, τόσο ανάμεσα στις σχέσεις των ηρώων, όσο και ανάμεσα στον δημιουργό και τον θεατή. Ο Mackenzie θεωρεί μείζον να φανερώσει αυτή τη σχέση παλιού και νέου (ακόμα κι ως εξέλιξη του κατεξοχήν αμερικανικού κινηματογραφικού είδους), και όχι να παίξει κάποιο βαθύτερο νοηματικό παιχνίδι.

Μοιάζει περίεργο που η ταινία ήρθε σε άμεση επαφή με τα μεγάλα βραβεία της χρονιάς της. Όχι ότι δεν ήταν δίκαιο που αυτό συνέβη, απλά δεν φαίνεται να μην το επιζητούσε ποτέ. Μέσα στη σκόνη της και ταυτόχρονα την τιμιότητα της, η ταινία κρατάει χαμηλούς τόνους και προφίλ, σαν να αφήνει περιθώρια σε κάποιον να την παραβλέψει εύκολα ως ένα ακόμα νέο-γουέστερν με ληστές και αστυνόμους. Συνήθως, αυτές τις περιπτώσεις τις παίρνει χαμπάρι η «επίσημη» Αμερική μετά από καιρό, και μετά από την καθιέρωση της cult ή κριτικής φήμης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *