Δεν έχει πολύ καιρό που ο μικροαπατεώνας και επαγγελματίας χαρτοπαίκτης Τζόνι Φάρελ έφτασε στο Μπουένος Άιρες και σύντομα κατάφερε να γίνει το δεξί χέρι ενός ιδιοκτήτη παράνομου καζίνο, του Μπέιλιν Μάντσον. Κι ενώ όλα κυλούν ομαλά, τα πάντα ανατρέπονται όταν ο Μάντσον επιστρέφει από ένα ταξίδι μαζί με τη γυναίκα του, τη γοητευτική Γκίλντα.

Σκηνοθεσία:

Charles Vidor

Κύριοι Ρόλοι:

Rita Hayworth … Gilda Mundson

Glenn Ford … Johnny Farrell

George Macready … Ballin Mundson

Joseph Calleia … ντετέκτιβ Maurice Obregon

Steven Geray … θείος Pio

Joe Sawyer … Casey

Gerald Mohr … αστυνόμος Delgado

Mark Roberts … Gabe Evans

Donald Douglas … Thomas Langford

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jo Eisinger, Marion Parsonnet, Ben Hecht

Στόρι: E.A. Ellington

Παραγωγή: Virginia Van Upp

Μουσική: Hugo Friedhofer

Φωτογραφία: Rudolph Mate

Μοντάζ: Charles Nelson

Σκηνικά: Stephen Goosson, Van Nest Polglase

Κοστούμια: Jean Louis

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Gilda
  • Ελληνικός Τίτλος: Τζίλντα

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Κάποτε είχε σχολιάσει η Rita Hayworth την ατομική της επιτυχία ως σύμβολο του σεξ στην ταινία λέγοντας ότι “Ερωτεύτηκαν την Τζίλντα, και ξύπνησαν με εμένα”.
  • Ο Humphrey Bogart αρνήθηκε τον ρόλο του Τζόνι, γιατί όπως είπε όλοι θα κοιτούσαν τη Hayworth.
  • Παρότι πρωταγωνιστής, ο Glenn Ford δεν υπάρχει σε καμία ορίτζιναλ αφίσα. Το όνομα Τζόνι ακούγεται όμως 101 φορές επί του φιλμ.
  • Μετά την οικονομική επιτυχία του φιλμ, αρχικά ο ατζέντης της κι έπειτα η ίδια η Hayworth με “κόλπο” πέτυχαν η σταρ να εισπράττει το 25% των κερδών από τις επόμενες  ταινίες της με την Columbia Pictures.
  • Η τέταρτη ατομική βόμβα που δοκιμάστηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό έφερε πάνω της μια εικόνα της Τζίλντα. Παρότι όμως αυτό έγινε ως κομπλιμέντο προς της ομορφιά της, η Hayworth δήλωσε βαθιά προσβεβλημένη.
  • Το φόρεμα της ηρωίδας στο Amado Mio πουλήθηκε σε δημοπρασία στη Νέα Υόρκη το 2014 προς 161 χιλιάδες δολάρια.
  • Στην Ελλάδα μπορεί να τιτλοφορήθηκε Τζίλντα, στην πραγματικότητα όμως το όνομα προφέρεται Γκίλντα.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ιστορία έγραψε η Rita Hayworth ερμηνεύοντας το Put the Blame on Mame και το Amado Mio (γραμμένα από τους Doris Fisher και Allan Roberts). Στην πραγματικότητα όμως η φωνή άνηκε στην Anita Ellis. Επί χρόνια, παρόλα αυτά, όλοι πίστευαν ότι ήταν η μόνη τραγουδιστική εμφάνιση της Hayworth. Η αλήθεια είναι πως πληρώθηκαν μαθήματα φωνητικής από το αφεντικό της Columbia Pictures για να γίνει αυτό, αλλά η φωνή της δεν ήταν ικανοποιητική.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 17/1/2024

Ο ουγγρικής καταγωγής αμερικανός σκηνοθέτης Charles Vidor (1900-1959) έγινε γνωστός στα μέσα του 20ού αιώνα όταν και δημιούργησε μια ποικιλία ταινιών από διαφορετικά είδη, όπως δράματα, μιούζικαλ και θρίλερ. Διακρινόταν για την οπτικά κομψή σκηνοθεσία του και την ικανότητά του να συνεργάζεται αρμονικά με τους ηθοποιούς για να αναδείξει δυνατές ερμηνείες. Οι ταινίες του παρουσίαζαν έναν συνδυασμό αίγλης, ρομαντισμού και συναρπαστικής αφήγησης. Στα αξιοσημείωτα έργα του περιλαμβάνονται τα «Cover Girl» (1944), ένα μιούζικαλ με πρωταγωνιστές τη Rita Hayworth και τον Gene Kelly, και «The Swan» (1956), μια ρομαντική ταινία με την Grace Kelly. Ωστόσο το διασημότερο όλων είναι η «Gilda» (1946), με πρωταγωνίστρια το «sex symbol» της εποχής, Rita Hayworth, στον ομώνυμο ρόλο.

1945, Μπουένος Άιρες. Ο Johny Farrell (Glenn Ford) είναι ένας κυνικός τζογαδόρος που χρησιμοποιεί πειραγμένα ζάρια για να κερδίσει ένα παιχνίδι δίπλα στη θάλασσα. Ένας τύπος προσπαθεί να τον ληστέψει, αλλά τον σώζει ένας καλοντυμένος άγνωστος που κρατά ένα μπαστούνι-στιλέτο. Αποδεικνύεται ότι ο σωτήρας του είναι ιδιοκτήτης ενός παράνομου καζίνο, ονομάζεται Ballin Mundson (George Macready) και μετά από λίγο καιρό προσλαμβάνει τον Farrell ως δεξί του χέρι. Όλα πάνε καλά μέχρι που ο Mundson επιστρέφει από ένα ταξίδι με μια σύζυγο, τη σαγηνευτική τραγουδίστρια Gilda (Rita Hayworth), που όμως τυχαίνει να είναι πρώην ερωμένη του Farrell. Αυτό το ερωτικό τρίγωνο θέτει τις βάσεις για μια σειρά έντονων και συχνά χειριστικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των χαρακτήρων…

Η «Gilda» είναι ένα κλασικό φιλμ νουάρ που γυρίστηκε αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντλεί τη δύναμή της από την ισορροπημένη μείξη κινηματογραφικών ειδών, καθώς αποτελεί τη χρυσή τομή ανάμεσα στα σκληροπυρηνικά φιλμ νουάρ και στα μελοδράματα της δεκαετίας του ’40. Ταυτόχρονα απεικονίζει καθηλωτικά τη συγκρουσιακή  αλληλεπίδραση των τριών κεντρικών ρόλων, ενώ πραγματεύεται με θαρραλέο τρόπο τολμηρά σεξουαλικά ζητήματα όπως η ερωτική ελευθεριότητα, η ανικανότητα και ο ομοερωτισμός. Αγγίζει επίσης κοινωνικοπολιτικά θέματα της εποχής, όπως η μεταπολεμική απογοήτευση, ο αντίκτυπος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι μεταβαλλόμενοι ρόλοι ανδρών και γυναικών στην κοινωνία. Ο χαρακτήρας της Gilda αμφισβητεί τους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, απεικονίζοντας μια ισχυρή, ανεξάρτητη γυναίκα που ασκεί τη δική της επίδραση σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.

Η «Gilda» είναι μια ταινία με τολμηρά τρίγωνα. Το πρώτο αναπτύσσεται μεταξύ δύο ανδρών και ενός όπλου: του πλούσιου, διεφθαρμένου Mundson, του κακότυχου τζογαδόρου Farell και του μπαστουνιού του Mundson, το οποίο κρύβει μια λεπίδα στην οποία αναφέρεται με προφανή φαλλικό συμβολισμό, ως ο «μικρός του φίλος». Όταν ο Mundson συστήνει τον Johnny στην Gilda, σχεδόν αμέσως δημιουργείται μια περίεργη ηλεκτρική ένταση μεταξύ των τριών. Ο Mundson φουσκώνει από περηφάνια, ανυπομονώντας να επιδείξει την όμορφη νύφη, αλλά ο Johnny δυσαρεστείται πριν καν τη δει, σαν να μη ζηλεύει τον Mundson που κατέκτησε μια όμορφη γυναίκα, αλλά ζηλεύει τη γυναίκα που του πήρε τον στενό φίλο και ευεργέτη του. Έτσι δημιουργείται ένα παράξενο «ménage-à-trois», με τον καθένα να επιδιώκει να χειραγωγεί τους άλλους για τους δικούς του σκοπούς. Η σχέση του Johnny και της Gilda είναι έντονη και γεμάτη άλυτα συναισθήματα, δημιουργώντας τεταμένη ατμόσφαιρα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ο χαρακτήρας της Gilda είναι αινιγματικός καθώς χρησιμοποιεί τη γοητεία και το πνεύμα της τόσο ως αμυντικό μηχανισμό όσο και ως εργαλείο χειραγώγησης. Η Rita Hayworth έγινε διάσημη κυρίως για τον αισθησιασμό που αποπνέει, ειδικά στην εμβληματική ερμηνεία της στο τραγούδι «Put the Blame on Mame», που αποτελεί και το αποκορύφωμα της ταινίας.

Πέρα από όλα τα άλλα, ο Vidor εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους στερεοτυπικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες του Χόλιγουντ, όπως ο ντετέκτιβ Mauricio Obregón (Joseph Calleia), ένας αστυνομικός που είναι υπεύθυνος για την εξιχνίαση των δολοφονιών, αλλά και ο παντογνώστης θυρωρός του καζίνο, ο απολαυστικός θείος Pio (Steven Geray), που ενεργεί ως άτυπος σχολιαστής της ιστορίας. Όσον αφορά το οπτικό ύφος της ταινίας, είναι αξιοσημείωτο, με τη χρήση σκιών και χαμηλού φωτισμού να συμβάλλουν στη σκοτεινή, ζοφερή ατμόσφαιρα και να τονίζουν τα συναισθήματα των χαρακτήρων και τη μεταξύ τους ένταση. Ο κινηματογραφιστής Rudolf Maté είναι γνωστός για την τεχνική του, ενώ σκηνοθέτησε κιόλας μερικά από τα καλύτερα νουάρ όπως το έξοχο «D.O.A» (1950).

Ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του κλασικού αμερικανικού φιλμ νουάρ είναι η εμμονή με την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Η «Gilda» προχωρά ακόμη πιο μακριά και παρουσιάζει αυτό που είναι ίσως η πιο διαστροφική, αποπνικτική και ειλικρινής απεικόνιση μιας καταστροφικής σχέσης άνδρα-γυναίκα, που ζουν ένα γκροτέσκο σαδομαζοχιστικό τελετουργικό στο οποίο η αγάπη και το μίσος θολώνουν σε τέτοιο βαθμό που τα δύο πάθη γίνονται δυσδιάκριτα. Η αφήγηση του Farrell περιλαμβάνει μία από τις σπουδαίες φράσεις του φιλμ: «Ήταν στον αέρα που ανέπνεα και στο φαγητό που έτρωγα». Από τη μεριά της η Gilda σε κάποια στιγμή του λέει: «Σε μισώ τόσο πολύ που νομίζω ότι θα πεθάνω από αυτό». Ωστόσο, αυτά ακούγονται ως λόγια λατρείας και όχι άσβεστου μίσους.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *