Λονδίνο, 3 Σεπτεμβρίου 1939. Ο κόσμος βρίσκεται στο χείλος του πολέμου. Τις τελευταίες μέρες του, ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ενώ έχει πρόσφατα δραπετεύσει με την κόρη του από το ναζιστικό καθεστώς, δέχεται επίσκεψη από τον καθηγητής της Οξφόρδης Κ.Σ. Λιούις. Την ημέρα αυτή, δύο από τα μεγαλύτερα μυαλά του εικοστού αιώνα συμμετέχουν σε μια μνημειώδη συνεδρία σχετικά με την πίστη στο μέλλον της ανθρωπότητας, την ύπαρξη του θεού, αλλά και την ιδιόρρυθμη σχέση του Φρόιντ με την κόρη του, μέχρι την αντισυμβατική σχέση του Λιούς με τη μητέρα του καλύτερου του φίλου.

Σκηνοθεσία:

Matt Brown

Κύριοι Ρόλοι:

Anthony Hopkins … Sigmund Freud

Matthew Goode … C.S. Lewis

Liv Lisa Fries … Anna Freud

Jodi Balfour … Dorothy Burlingham

Jeremy Northam … Ernest Jones

Orla Brady … Janie Moore

Padraic Delaney … Warren Lewis

Stephen Campbell Moore … J.R.R. Tolkien

Aidan McArdle … Δρ Bernbridge

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mark St. Germain, Matt Brown

Παραγωγή: Matt Brown, Alan Greisman, Hannah Leader, Tristan Lynch, Rick Nicita, Robert Stillman, Meg Thomson

Μουσική: Coby Brown

Φωτογραφία: Ben Smithard

Μοντάζ: Paul Tothill

Σκηνικά: Luciana Arrighi

Κοστούμια: Eimer Ni Mhaoldomhnaigh

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Freud’s Last Session
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Τελευταία Συνεδρία του Φρόιντ

Σεναριακή Πηγή

  • Βιβλίο: The Question of God του Armand Nicholi.
  • Θεατρικό: Freud’s Last Session του Mark St. Germain.

Παραλειπόμενα

  • Δεν πρόκειται για μια αληθινή ιστορία, δεν είναι καν γνωστό αν ποτέ συναντήθηκαν οι δύο αυτοί άντρες. Προέρχεται από θεατρικό του 2009, που με τη σειρά του δανείστηκε την έμπνευση του από βιβλίο του καθηγητή Armand Nicholi.
  • Για οικονομικούς λόγους, το λονδρέζικο σπίτι του Φρόιντ κατασκευάστηκε σε στούντιο του Δουβλίνου.
  • Αντικείμενα της ταινίας (όπως ο καναπές του δόκτορα) βρέθηκαν να εκτίθενται στο μουσείο του Φρόιντ στο Λονδίνο.
  • Ο Anthony Hopkins τυγχάνει να έχει ερμηνεύσει τον Κ.Σ. Λιούις 30 χρόνια πριν στο Στη Χώρα της Σκιάς (1993).

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 22/5/2024

Το φιλμ του Matt Brown είναι δυστυχώς ο ορισμός της χαμένης ευκαιρίας. Όχι μόνο γιατί διαβάζει δύο διανοούμενους με κολοσσιαίο εκτόπισμα μέσα από συμβατικά «γυαλιά», αλλά κι επειδή βάζει τις μυθοπλαστικές εκδοχές τους που επινοεί να ξεστομίζουν τετριμμένα λόγια που δεν ιντριγκάρουν τον θεατή πνευματικά. Και από μια άποψη είναι σαν να υπάρχει επίγνωση των αδυναμιών του κειμένου, καθώς η θεατρικότητα του στησίματος λόγω πρωτογενούς πηγής δεν επικρατεί σε όλη τη χρονική διάρκεια, με αναδρομές στο παρελθόν των δύο κεντρικών προσώπων και για να υπάρξει ένα πιο πλήρες υπόβαθρο γι’ αυτά, αλλά λογικά και για να «σπάσει» η οπτική μονοτονία, που όμως και αυτές, με κάποιες εξαιρέσεις, δεν προσθέτουν κάτι το ουσιαστικό στη νοηματική. Περιέργως, το μεγαλύτερο δραματουργικό ενδιαφέρον δεν βγαίνει από το πρωταγωνιστικό δίπτυχο, αλλά από την Anna Freud που διαθέτει έναν περισσότερο υποστηρικτικό και συμπληρωματικό ρόλο, με τη διαδρομή της μέσα στην ιστορία να παράγει και τα πιο δυνατά ερωτήματα του συνόλου, αν και το κείμενο επιλέγει να επιμείνει στις πιο «εύκολες» πτυχές της ψυχοσύνθεσής της.

Στο φινάλε αυτό που βγαίνει σαν τελική αίσθηση είναι ένα «ε, και;». Ούτε ο μακροσκελής διάλογος ανάμεσα σε Freud και Lewis εξάγει κάποια συγκλονιστικά συμπεράσματα από φιλοσοφικής άποψης, ούτε οι ίδιοι όσο συνομιλούν μοιάζουν να φτάνουν σε εσωτερικές αλλαγές τέτοιες που να καθιστούσαν τη συναναστροφή τους αυτή σημαντική, και η σχεδόν οικογενειακής λογικής σήμανση καταλληλότητας του PG-13 εμποδίζει το σενάριο από το να βουτήξει σε μεγαλύτερο βάθος σε κάποιες πτυχές που αν αναλύονταν με λιγότερη αυτοσυγκράτηση ενδεχομένως να οδηγούσαν σε πιο σύνθετα μονοπάτια. Και οι ίδιες οι στιχομυθίες πάσχουν όσον αφορά τη στιβαρότητα επιχειρημάτων. Ενδεικτικά, αν κάποιος μπει στην αίθουσα όντας στο πλευρό του Lewis, δηλαδή πιστεύοντας στην ύπαρξη του θείου στοιχείου, δεν θα βρει πολλά δυνατά σημεία από τη δική του οπτική γωνία στα οποία θα μπορούσε θεωρητικά να στηριχτεί για να ενισχύσει τη θέση του. Και ο τρόπος με τον οποίο ο Brown αντιμετωπίζει το είδος του δράματος εποχής είναι άκαμπτος και ανιαρός, χώρια το ότι απουσιάζει και η ευχαρίστηση της παρακολούθησης μιας άρτιας ακαδημαϊκής δημιουργίας λόγω περιορισμένου προϋπολογισμού, καταλήγοντας σε μια απεικόνιση που θα ταίριαζε περισσότερο σε εκπαιδευτική ταινία για μαθητές σχολείου, όχι σ’ ένα προϊόν που προορίζεται για τον κινηματογράφο. Αλλά από τη στιγμή που το ίδιο το υλικό έχει προβλήματα, δεν είναι σίγουρο το κατά πόσο μια διαφορετική εκτέλεση θα άλλαζε τα πράγματα προς το καλύτερο.

Κρίμα που ούτε ο Anthony Hopkins φέρνει την άνοιξη μέσω της ερμηνείας του, με κάποιες μονάχα σποραδικές στιγμές που υπενθυμίζουν το βεληνεκές του, αλλά γενικά δείχνοντας να μην έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στο όλο εγχείρημα από το γεγονός ότι δεν στοχεύει για κάτι πέραν του διεκπεραιωτικού. Ευθύνες βέβαια έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ο Brown και το πώς καθοδηγεί τον θρυλικό ηθοποιό, κυριολεκτικά ωθώντας τον ανά λίγες προτάσεις να προσθέτει κι ένα «ja» για να τονίσει την “αυστριακότητα” του Freud, σαν να παίζει στερεότυπο σε παρωδία του Mel Brooks.

Και κάπως έτσι, αυτό που προκύπτει είναι μια αναλώσιμη μετριότητα, από αυτές που δεν είναι μεν προσβλητικές σε βαθμό ασυγχώρητο, που είναι όμως προορισμένες να ξεχαστούν ύστερα από λίγο καιρό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *