Η ταινία αποτυπώνει την άνοδο, την πτώση και την αναγέννηση του Ρόμπι Γουίλιαμς, ενός εκ των εμπορικότερων καλλιτεχνών της βρετανικής μουσικής σκηνής. Ακολουθεί τον τραγουδιστή από τα παιδικά του χρόνια και τη συμμετοχή του στο επιτυχημένο συγκρότημα Take That μέχρι τις ανεπανάληπτες επιτυχίες του ως σόλο τραγουδιστής, θίγοντας παράλληλα και τις προκλήσεις που έφερε στη ζωή του η δόξα.

Σκηνοθεσία:

Michael Gracey

Κύριοι Ρόλοι:

Robbie Williams … Robbie Williams (φωνή)

Jonno Davies … νεαρός Robbie Williams (φωνή)

Steve Pemberton … Peter

Alison Steadman … Betty

Damon Herriman … Nigel Martin Smith

Raechelle Banno … Nicole Appleton

Anthony Hayes … Chris Briggs

Kate Mulvany … Janet

Frazer Hadfield … Nate

Jake Simmance … Gary Barlow

Liam Head … Howard Donald

Jesse Hyde … Mark Owen

Chase Vollenweider … Jason Orange

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Simon Gleeson, Oliver Cole, Michael Gracey

Παραγωγή: Paul Currie, Jules Daly, Michael Gracey, Coco Xiaolu Ma, Craig McMahon

Μουσική: Batu Sener

Φωτογραφία: Erik Wilson

Μοντάζ: Martin Connor, Jeff Groth, Lee Smith, Spencer Susser

Σκηνικά: Joel Chang

Κοστούμια: Cappi Ireland

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Better Man
  • Ελληνικός Τίτλος: Better Man

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα τραγουδιού (Forbidden Road).
  • Υποψήφιο για Bafta οπτικών εφέ.

Παραλειπόμενα

  • Ο πολυπράγμων Michael Gracey επιστρέφει στην κινηματογραφική σκηνοθεσία μετά το 2017 και το The Greatest Showman, που ήταν επίσης μιούζικαλ.
  • Ο Robbie Williams ερμηνεύει τον εαυτό του (ομοίως ο Jonno Davies τη νεανική του εκδοχή) αλλά μόνο μέσω του motion capture. Εμείς τον βλέπουμε πάντα με τη μορφή ενός χιμπατζή.
  • Ο Michael Gracey χρειάστηκε ενάμιση χρόνο για να ολοκληρώσει τις συνομιλίες του με τον Robbie Williams στο στούντιο ηχογράφησης του δεύτερου στο Λος Άντζελες. Μέσα από αυτές δημιουργήθηκε το σενάριο.
  • Ο σκηνοθέτης περιέγραψε την ταινία του ως ένα “σατιρικό μιούζικαλ”.
  • Ο Williams περιέγραψε με τη σειρά του την εμπειρία του ως “σούπερ περίεργη”, ειδικά επειδή κάποια δίπλα του ερμήνευε τη γιαγιά του και κάποιοι άλλοι τον πατέρα και τη μητέρα του.
  • Τα κεντρικά γυρίσματα έγιναν στα Docklands Studios της Μελβούρνης, αλλά οι σκηνές του Live At The Albert είναι πράγματι από το Royal Albert Hall, δανεισμένες από συναυλίες από τις 6 και 7 Νοέμβρη του 2022.
  • Η αφίσα είναι μια “μαϊμουδίσια” παραλλαγή του πρώτου σόλο άλμπουμ του Williams από το 1997, το Life thru a Lens.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Πέρα από τις γνωστές επιτυχίες του Robbie Williams, ηχογραφημένες εκ νέου για την ταινία, ο βρετανός καλλιτέχνης ερμηνεύει και το Forbidden Road που έγραψε ειδικά για το φιλμ.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 2/1/2025

Το “Better Man” σίγουρα δεν είναι μια συμβατική βιογραφική ταινία, αν και προβλέπω να προκαλεί κάποιες γκρίνιες αντίστοιχες με αυτές των “Bohemian Rhapsody” και “Rocketman”, επειδή όμως σε αντίθεση με τον ήπιο χαρακτήρα τους, εδώ έχουμε μια άκρως ιδιόρρυθμη προσέγγιση. Ο Robbie Williams είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς καλλιτέχνες της δικής μου γενιάς, αυτής των Millennials, που αντίθετα με τις περσόνες των Freddie Mercury και Elton John για τους οποίους ήδη είχαμε συμφωνήσει για την αξία και την αποδοχή τους, ο Williams εξελισσόταν παράλληλα με εμάς, με την καλλιτεχνική του πορεία να γνωρίζει έντονα ύψη και βάθη, τη στιγμή που κι εμείς περνούσαμε από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και μετέπειτα στην ενηλικίωση. Ήταν ένας τραγουδιστής που, άσχετα με τις φάσεις τις οποίες περνούσαμε και άλλοτε μας τον έκαναν συμπαθή ή αντιπαθητικό, η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσαμε με τίποτα να αποφύγουμε. Αυτή η αμφιλεγόμενη ανταπόκρισή του είναι το κομβικό υπόβαθρο που χαρακτηρίζει θεματικά την ταινία.

Ο Robbie Williams φαινόταν πάντα να διψά να βρίσκεται και στις δύο πλευρές του νομίσματος, να είναι ταυτόχρονα αγαπητός αλλά και να μην κρύβει τις δυσάρεστες εκφάνσεις του χαρακτήρα του, με τους στίχους του “Come Undone” -τραγούδι που έχει τη δική του εξέχουσα θέση στην ταινία- να σκιαγραφεί καθόλου διακριτικά την προσωπικότητά του. Και ο σκηνοθέτης Michael Gracey μοιάζει εδώ ο τέλειος συνεργάτης, με την εμπειρία του στα ποπ βιντεοκλίπ και το μιούζικαλ “The Greatest Showman”, που βάζει σκοπό να ανακατασκευάσει το είδος της μουσικής βιογραφίας, οπτικοποιώντας κυριολεκτικά τη δήλωση του Williams πως στα πρώτα χρόνια της καριέρας του ένιωθε σαν εκπαιδευμένος πίθηκος. Και στο “Better Man” αποδεικνύει πως οι καινοτόμες ιδέες των βιντεοκλίπ μπορούν να λειτουργήσουν και στη μεγάλη κλίμακα μιας ταινίας, προχωρώντας σε μια θεαματική μίξη τραγουδιών και μονταζιακών σεκάνς με φιλόδοξα οπτικά εφέ όπου περισσότερο από την παρουσίαση των γεγονότων μετράει η συναισθηματική εντύπωση γύρω από την απήχηση τους, τόσο για το πώς την αντιλήφθηκε το κοινό όσο και για το αντίκτυπο που είχε στον ίδιο τον Williams. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οπτική μετουσίωση ολόκληρης της θητείας του στους Take That με μια ευφορική χορογραφία του “Rock DJ” στη Regent Street με εκατοντάδες χορευτές και μια καταιγιστική ακολουθία περιεχομένου.

Σεναριακά, η ταινία αξιοποιεί χαρακτηριστικές φράσεις-κλειδιά από κομβικούς χαρακτήρες-δορυφόρους για να σχηματίσει το περιεχόμενο των σεκάνς της και ξεφαντώνει οπτικά με την ιδέα του να μοιράζεται υπερβολικά πολλά στοιχεία γύρω από την ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή του. Επίσης, μεταφέρει εξαιρετικά καλά την αίσθηση της britpop των ‘90s-’00s, με τη χαρακτηριστική της τάση για απολογισμό και την ερμηνεία της έννοιας της φήμης, υπό το παράδοξο πρίσμα της γλυκόπικρης ταπεινότητας, όλα αυτά με το περιτύλιγμα του “όλα είναι σόου”. Είναι μια ταινία που ενδεχομένως άθελά της να είναι η απόλυτη ταινία εποχής για την περίοδο με την οποία ασχολείται. Τα τραγούδια που χρησιμοποιούνται δεν ανταποκρίνονται στο ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα γεγονότων και κυκλοφορίας, αλλά αυτός ο αναχρονισμός εντείνει την αίσθηση ότι η σκιαγράφηση του πρωταγωνιστή δεν μπορεί να προκληθεί απομονώνοντας τα περιστατικά, παρά μόνο σαν μια εμπειρία ολότητας.

Η διαρκής αναζήτηση της αποδοχής είναι το στοιχείο που ωθεί πραγματικά την ταινία και αυτό σημαίνει πως οι διαπροσωπικές στιγμές ανάμεσα στα μουσικοχορευτικά νούμερα δεν είναι καθόλου ήπιες, βλέποντας κυρίως έναν Williams με έντονες και συχνά δυσάρεστες αντιδράσεις στις σχέσεις του με τους γύρω του. Ο Robbie Williams του “Better Man” είναι γεμάτος αδυναμίες, τις οποίες η ταινία ποτέ δεν ειδωλοποιεί ούτε συγχωρεί, τον βλέπουμε να περνάει από τα στάδια της καριέρας του χωρίς αυταπάτες για το τι τον οδηγεί, είναι ανοιχτός, ειλικρινής, αλαζονικός, αναιδής και χαρισματικός. Και εντέλει τον πιστεύεις, ξεχνώντας από πολύ νωρίς ότι δεν βλέπεις το πρόσωπο του Williams αλλά ενός πιθήκου. Είναι μια καθαρά προσωπική ταινία που πολύ συχνά πονάει, και αυτό δίνει τη βαρύτητα στην ψυχαγωγία που θέλει να προσφέρει. “So need your love, so fuck you all”, πράγματι.

Βαθμολογία:

0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *