Ο καταξιωμένος χορογράφος και σκηνοθέτης Τζο Γκίντεον αρνείται πεισματικά να δει πως ζει μια εξουθενωτική καθημερινότητα, η οποία ορίζεται από τις πυρετώδεις προετοιμασίες για το επόμενο μιούζικαλ, το μοντάζ της τελευταίας του ταινίας, και φυσικά τα μεγάλα πάθη του: τις γυναίκες, το τσιγάρο, το ποτό και τις αμφεταμίνες.

Σκηνοθεσία:

Bob Fosse

Κύριοι Ρόλοι:

Roy Scheider … Joseph ‘Joe’ Gideon

Jessica Lange … Angelique

Leland Palmer … Audrey Paris

Ann Reinking … Kate Jagger

Cliff Gorman … Davis Newman

Ben Vereen … O’Connor Flood

Erzsebet Foldi … Michelle Gideon

David Margulies … Larry Goldie

Max Wright … Joshua Penn

Michael Tolan … Δρ Ballinger

John Lithgow … Lucas Sergeant

Sandahl Bergman … κύρια χορεύτρια

Keith Gordon … Joseph ‘Joe’ Gideon (νεαρός)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Robert Alan Aurthur, Bob Fosse

Παραγωγή: Robert Alan Aurthur

Μουσική: Ralph Burns

Φωτογραφία: Giuseppe Rotunno

Μοντάζ: Alan Heim

Σκηνικά: Philip Rosenberg

Κοστούμια: Albert Wolsky

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: All That Jazz
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Παράσταση Αρχίζει

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ μουσικής, μοντάζ, σκηνικών και κοστουμιών. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Roy Scheider), αυθεντικό σενάριο και φωτογραφία.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Roy Scheider) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
  • Βραβείο Bafta φωτογραφίας και μοντάζ. Υποψήφιο για πρώτο αντρικό ρόλο (Roy Scheider), σκηνικά, κοστούμια και ήχο.
  • Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Ο Fosse χρησιμοποίησε για το σενάριο προσωπικά βιώματα από την καριέρα του ως χορογράφος, σκηνοθέτης και χορευτής, ενώ πιο συγκεκριμένα επικαλείται στη μνήμη του την εποχή που μανιωδώς προσπαθούσε να ολοκληρώσει το μοντάζ του Λένι ο Βρωμόστομος και ταυτόχρονα να ανεβάσει στο Μπρόντγουεϊ το μιούζικαλ Chicago.
  • Όταν είδε ότι ο προϋπολογισμός ανέβαινε (από τα αρχικά 6,5 εκατομμύρια δολάρια του μπάτζετ εκτοξεύθηκε στα 10), η Columbia αρνήθηκε να συνεχίσει τη χρηματοδότηση (κι ενώ τα γυρίσματα δεν είχαν ολοκληρωθεί), και παραχώρησε την ταινία στη Fox.
  • Η δομή θυμίζει πολύ το 8½ του Federico Fellini, που επίσης βασίζεται σε αυτο-βιογραφικές μνήμες.
  • Αρχικός Τζο Γκίντεον ήταν ο Richard Dreyfuss, αλλά έχασε την εμπιστοσύνη του στην παραγωγή, κι εγκατέλειψε κατά τις πρόβες. Αργότερα δήλωσε μετανιωμένος που προσπέρασε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον Bob Fosse. Υποψήφιοι για τον ίδιο ρόλο ήταν οι: Alan Alda, Robert Blake, Elliott Gould, Alan Bates, Jon Voight, Paul Newman, Gene Hackman, Jack Nicholson και George Segal. Ο δε Warren Beatty ήθελε να παίξει, αλλά μόνο αν ο χαρακτήρας είχε διαφορετική μοίρα στο φινάλε.
  • Παρότι η Ann Reinking ήταν ερωτική σύντροφος εκείνη την εποχή του Fosse, κι ενώ ερμηνεύει εδώ μια εκδοχή του εαυτού της, χρειάστηκε κι αυτή να περάσει από οντισιόν.
  • Μία από τις λίγες, αλλά και η έσχατη εμφάνιση της Leland Palmer επί της μεγάλης οθόνης.
  • Η νεαρή Erzsebet Foldi δεν συμμετείχε ξανά -ή προηγούμενα- ποτέ σε άλλη ταινία.
  • Όταν πρωτοείδε την ταινία ο Stanley Kubrick, είχε δηλώσει πως ήταν η καλύτερη ταινία που είχε παρακολουθήσει ποτέ.
  • Ως βιντεοκασέτα, ήταν η πρώτη με στερεοφωνικό ήχο.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ανάμεσα σε πολλά διασκευασμένα τραγούδια και ρυθμούς (αλλά και Antonio Vivaldi), ανήκοντας στο είδος των “Jukebox” μιούζικαλ, ξεχώρισε η ερμηνεία του After You’ve Gone. Είναι ένα τραγούδι του 2018, που εδώ ερμηνεύεται από τους Leland Palmer, Ann Reinking και Erzsebet Foldi.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 8/7/2024

Ο αμερικανός χορευτής, χορογράφος και σκηνοθέτης Bob Fosse (1927-1987) έφερε επανάσταση στα μιούζικαλ με το ξεχωριστό στυλ του χορού του, την αποφυγή ελαφρών κωμικών ιστοριών και την προτίμησή του σε πιο σκοτεινές και εσωστρεφείς πλοκές. Ξεκίνησε στα θέατρα του Broadway σε αξιόλογες παραγωγές όπως τα «Sweet Charity» (1966–67, 1986–87) και «Chicago» (1975–77), και αργότερα είχε μια επιτυχημένη, αν και σύντομη, κινηματογραφική καριέρα. Η πρώτη ταινία του, «Sweet Charity», ήταν μια μουσική κωμωδία προσαρμοσμένη από τη θεατρική παράσταση του Broadway, εμπνευσμένη χαλαρά από το «Le Notti di Cabiria» (1957) του Fellini. Ακολούθησε το «Cabaret» (1972), ένα νοσταλγικό μιούζικαλ βασισμένο στους στερεοτυπικούς κώδικες του γερμανικού μουσικού καμπαρέ, στην αυγή του ναζισμού. Το ημι-ντοκιμαντέρ μιούζικαλ «Lenny» (1975) αποτελεί βιογραφία του αιρετικού κωμικού Lenny Bruce, ενώ η τελευταία του ταινία, «Star ’80» (1983), αφηγείται την αληθινή ιστορία της ζωής και του θανάτου μιας δεκαοχτάχρονης στάρλετ του Playboy.

Το «All That Jazz» (1979) είναι σαφώς επηρεασμένο, στην έμπνευση και την -κατακερματισμένη μη γραμμική- αφηγηματική του δομή, από το «8½» του Fellini, με το σενάριο των Robert Alan Aurthur και Fosse να υιοθετεί έναν τόνο κάπου ανάμεσα στο χιουμοριστικό και στο πεισιθάνατο. Μια ορμή θανάτου κρύβεται πίσω από τον φαινομενικό βιταλισμό του σκηνικού, της σκηνογραφικής μεγαλοπρέπειας και της θεαματικής χορογραφίας. Υπάρχουν βέβαια και διαφορές με το αριστούργημα του Fellini: εδώ αυτό που φαίνεται να ανησυχεί τον σκηνοθέτη δεν είναι η δημιουργική κρίση, αλλά η σωματική και ψυχική υγεία. Επίσης, ενώ ο Fellini διατηρεί πάντα μια απολαυστικά επαρχιώτικη και τσιρκολάνικη εμφάνιση, ο Fosse κινείται μέσα στον υπέρλαμπρο κόσμο του Hollywood και του Broadway, με τα όρια ανάμεσα στο θέαμα και τη ζωή να διαλύονται.

Άξονας της ιστορίας είναι ο Joe Gideon (Roy Scheider), το αδιαμφισβήτητο alter-ego του Fosse, ένας σκηνοθέτης που ετοιμάζει πυρετωδώς μια ταινία για έναν stand-up κωμικό, αλλά και ένα μιούζικαλ στο Broadway. Η τελειομανία του τον οδήγησε να ξεπεράσει το χρονοδιάγραμμα και τον προϋπολογισμό της ταινίας, ενώ πρέπει να ασχοληθεί και με την εξέλιξη της νέας του παράστασης -κάστινγκ, πρόβες, χορογραφίες, κ.λπ.-, την ίδια στιγμή που πρέπει να διαχειριστεί τις σχέσεις του με τις γυναίκες της ζωής του: την πρώην σύζυγο Audrey Paris (Leland Palmer ), την έφηβη κόρη Michelle (Erzsebet Foldi) και την ερωμένη Kate Jagger (Ann Reinking).

Αυτές οι αλληλεπιδράσεις έργων, ανθρώπων και καταστάσεων μάς αποκαλύπτουν τα βασικά χαρακτηριστικά του Joe: εγωκεντρικός και άπιστος, υπερταλαντούχος και περφεξιονιστής, κυνικός και ταυτόχρονα ευαίσθητος, ιδιοφυής και αυτοκαταστροφικός. Παράλληλα σκιαγραφούνται και τα χαρακτηριστικά του κόσμου του θεάματος στην Αμερική: όνειρα και διαψεύσεις, ψέματα και απογοητεύσεις, ματαιοδοξία και αυταπάτες, αντίθεση μεταξύ δημιουργικής και εμπορικής διάστασης, διαλυμένες ιδιωτικές ζωές και εθισμοί σε ουσίες.

Η καθημερινότητα του Joe ξεκινά με το «Concerto alla Rustica» του Vivaldi, σταγόνες για το κοκκίνισμα των ματιών του, αναβράζοντα δισκία αντιόξινων, ταμπλέτες αμφεταμινών και απαγγελία μπροστά στον καθρέφτη της προσωπικής του φράσης: «Η παράσταση αρχίζει». Για να μπορέσει να αντέξει το αβάσταχτο βάρος της εργασιακής ρουτίνας, προσθέτει ως «μπαχαρικά» περιστασιακό σεξ με όποια γυναίκα έχει στη διάθεση του, αλλά και ασταμάτητο κάπνισμα, παρά τον επίμονο βήχα του. Καθώς η σωματική και ψυχική κατάστασή του επιδεινώνεται, αρχίζει να έχει σουρεαλιστικά οράματα με την «Angelique» (Jessica Lange), μια υπερβατική φιγούρα, λουσμένη σε λευκό φως, που μπορεί να είναι ένας άγγελος θανάτου. Όταν μάλιστα παθαίνει καρδιακή προσβολή και καταλήγει στο νοσοκομείο, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, ανακαλεί το παρελθόν, αναθεωρεί τη φιλοσοφία και επανεξετάζει τις σχέσεις και την τέχνη του.

Το κεντρικό θέμα του «All That Jazz» είναι η διασταύρωση θνητότητας και καλλιτεχνικής εμμονής. Η αδυσώπητη ορμή του Gideon για τελειότητα αντικατοπτρίζει τις εμπειρίες του ίδιου του σκηνοθέτη στη βιομηχανία του θεάματος. Η ταινία εξερευνά πώς αυτή η εμμονή μπορεί να οδηγήσει σε αυτοκαταστροφή, τόσο σωματική όσο και συναισθηματική. Ο υψηλής ενέργειας τρόπος ζωής του Joe έρχεται σε αντίθεση με τη συνεχή παρουσία του θανάτου. Αυτή η δυαδικότητα είναι πιο εμφανής στην αριστουργηματική κορύφωση της ταινίας, όπου η εκρηκτικά ενεργητική τελική του παράσταση τον οδηγεί, με γαλήνιο βλέμμα, να κατευθυνθεί προς την λύτρωση που του προσφέρει η «Angelique».

Ως μουσικό δράμα, το «All That Jazz» περιλαμβάνει περίτεχνες χορευτικές σεκάνς που ενσωματώνονται οργανικά στην αφήγηση, προωθούν την πλοκή και χρησιμεύουν ως προεκτάσεις των εσωτερικών σκέψεων και συναισθημάτων του ήρωα. Το μοντάζ της ταινίας συγχρονίζεται με τον ρυθμό της χορογραφίας του Fosse, με τις κοφτές, ακριβείς κινήσεις να εκφράζουν τη γιορτή της ζωής και το αναπόφευκτο του θανάτου.

Η οπτική παλέτα της ταινίας, που πιστώνεται στον Giuseppe Rotunno (διευθυντή φωτογραφίας πολλών ταινιών του Fellini), μεταβάλλεται ανάμεσα στον φωτεινό, ζωηρό, πολύχρωμο κόσμο της show-business και στους πιο σκοτεινούς, σκληρούς, κλινικούς τόνους της προσωπικής ζωής και της υγείας του Joe.

Το σάουντρακ περιλαμβάνει μια εξαιρετική επιλογή από πρωτότυπα κομμάτια και αναδιατάξεις από τον πιανίστα, συνθέτη και μαέστρο Ralph Burns. Ανάμεσά τους, το κλασικό «Bye Bye Love» των Everly Brothers, η υπέροχη ερμηνεία του «On Broadway» του George Benson, το «Take Off With Us» των Sandahl Bergman & Chorus, το «Everything Old Is New Again» του Peter Allen και το «Perfect Day» του Harry Nilsson.

Στο «All That Jazz» η ζωή γίνεται παράσταση, μια παράσταση που πρέπει να συνεχιστεί με κάθε κόστος, ακόμα και με αυτό του θανάτου. Αυτή η ταινία, ένα είδος καθαρτήριου καθρέφτη, απέκτησε προφητική διάσταση λίγα χρόνια αργότερα. Ο Fosse πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1987, εξαντλημένος από τις καταχρήσεις και την υπερδραστηριότητα του, σε ηλικία μόλις 60 ετών. Ωστόσο είχε την οξύμωρη ευκαιρία να σκηνοθετήσει τον δικό του θάνατο κατά τη διάρκεια της ζωής του, και μάλιστα με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

35 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *