Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1900, δραπετεύει από την φυλακή καβάλα σε ένα άσπρο άλογο ένας επικίνδυνος ληστής: ο Μεγαλέξαντρος, όπως τον αποκαλεί ο λαός. Με τη συνδρομή των παλικαριών του, απάγει μια ομάδα άγγλων διπλωματών και τους κρατάει ομήρους στο χωριό του, ζητώντας από την κυβέρνηση αμνηστία και την επιστροφή της γης στους χωρικούς. Οι τελευταίοι τον χαιρετίζουν ως λυτρωτή, μόνο που η μεταξύ τους αρμονία δεν θα διαρκέσει για πολύ.

Σκηνοθεσία:

Θόδωρος Αγγελόπουλος

Κύριοι Ρόλοι:

Omero Antonutti … Μεγαλέξαντρος

Εύα Κοταμανίδου … η κόρη του Μεγαλέξαντρου

Μιχάλης Γιαννάτος … Δραγουμάνος

Γρηγόρης Ευαγγελάτος … δάσκαλος

Χριστόφορος Νέζερ … Τσελέπης

Μιράντα Κουνελάκη … Κα Τσελέπη

Laura De Marchi … ιταλίδα αναρχικός

Francesco Carnelutti … ιταλός αναρχικός

Norman Mozzato … ιταλός αναρχικός

Τούλα Σταθοπούλου … χωριανή

Θάνος Γραμμένος … χωρικός

Ηλίας Ζαφειρόπουλος … Αλέξανδρος (παιδί)

Νίκος Κούρος … υπουργός

Χάρης Πισιμίσης

Γιώργος Κωβαίος

Στράτος Παχής

Γιώργος Μπάρτης

Ελπιδοφόρος Γκότσης

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Πέτρος Μάρκαρης

Παραγωγή: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Αγγελόπουλος

Μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης

Φωτογραφία: Γιώργος Αρβανίτης

Μοντάζ: Γιώργος Τριανταφύλλου

Σκηνικά: Μικές Καραπιπέρης

Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ο Μεγαλέξαντρος
  • Διεθνής Τίτλος: Alexander the Great
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Ο Μεγαλέξανδρος

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας, σκηνικών και ήχου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Επίσης, βραβείο ΠΕΚΚ και δήμου Θεσσαλονίκης.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Ειδικό βραβείο επιτροπής και βραβείο FIPRESCI.

Παραλειπόμενα

  • Ιστορικά η ταινία παραπέμπει στην επονομαζόμενη “σφαγή του Δήλεσι”, που έλαβε χώρα το 1870. Την απαγωγή όμως είχε διαπράξει η συμμορία των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη, ενώ Αλέξανδρος (Αλέξανδρος Ανεμογιάννης) τύχαινε να ονομάζεται ο έλληνας ξεναγός των Άγγλων. Το όνομα εδώ χρησιμοποιείται καθαρά συμβολικά. Σύμφωνα με τον ιστορικό Sergio Arreco, το όνομα παραπέμπει μέσω του αρχικού Α στον Αγγελόπουλο και τον Άρη Βελουχιώτη.
  • Από τις λίγες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου που δεν ανήκει σε μια γενικότερη ενότητα, γυρισμένη ανάμεσα στην Τριλογία της Ιστορίας και την Τριλογία της Σιωπής.
  • Μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια ελληνικές ταινίες, γυρισμένη με ελληνικά, ιταλικά και γερμανικά κεφάλαια. Υπάρχει πλέον και κόπια 235 λεπτών σε φιλμ 35mm.
  • Τα κύρια γυρίσματα έγιναν στον νομό Γρεβενών, όπως στην πόλη των Γρεβενών, στο Δοτσικό και στη Δεσκάτη. Κάποια όμως είναι στην Πιερία (Παλαιός Παντελεήμονας, Σκοτεινά), Μεσσηνία (Ραμοβούνι), αλλά και Ερμούπολη Σύρου. Σε πρώτο πλάνο βλέπουμε και τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, ενώ στο φινάλε μια πανοραμική εικόνα της Αθήνας.
  • Ο Akira Kurosawa είχε καταλήξει τις δηλώσεις του πάνω στην ταινία λέγοντας ότι: “Όσο για μένα, παρακολουθώντας αυτό το φιλμ, ένιωσα βαθιά την απόλαυση του κινηματογράφου, με την πιο απόλυτη έννοια του όρου”.
  • Κόβοντας 73.415 εισιτήρια, ήρθε στην 18η θέση ανάμεσα σε 25 ελληνικές ταινίες της σαιζόν.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 30/3/2023

Ο «Μεγαλέξαντρος» πάντοτε ήταν συγκριτικά με άλλες δημιουργίες του Αγγελόπουλου πιο παραγκωνισμένος, ίσως όχι μόνο λόγω δύσκολων αναφορών (κακά τα ψέματα, κάποια από τα φιλμ του είναι περισσότερο βατά, όσο και αν αυτοί που πολέμησαν το σινεμά του δεν θα το παραδεχτούν στα πλαίσια ενός αστείου ανένδοτου ενάντια στην «ψευτοκουλτούρα» κατά τους ίδιους) αλλά και λόγω νοήματος, που αποτελεί μια βαθιά ενδοσκόπηση σε όλα όσα δίχασαν την ελληνική Αριστερά κυρίως κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Δεν διαθέτει την οικουμενικότητα του «Θίασου», την πιο διορατική φιλοδοξία του «Βλέμματος του Οδυσσέα» ή το σχετικά πιο «φιλόξενο» πνεύμα του «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα». Το ότι δεν εντάσσεται από τον ίδιο τον κινηματογραφιστή στις ταινίες που απαρτίζουν την περίφημη «Τριλογία της Ιστορίας» που προηγήθηκε χρονικά έχει τη σημασία του, είναι σαν ο ίδιος ο Αγγελόπουλος να τονίζει την αυτονομία των συλλογισμών του εδώ, ως ένα μικρό «ένθετο» κριτικής επάνω σε μερίδα του πολιτικού του χώρου. Είναι επίσης μια από τις πλέον «αποστασιοποιημένες» δουλειές του, καθώς όλοι οι χαρακτήρες σχεδόν λειτουργούν ως σύμβολα, η εστίαση δεν είναι ανθρωποκεντρική όπως για παράδειγμα στο «Ταξίδι στα Κύθηρα».

Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «σκληρό καρύδι» λόγω τεράστιας διάρκειας κι εγκεφαλικότητας, είναι όμως κι ένα φιλμ αξιοθαύμαστο ως προς την πολυπλοκότητα της τεχνικής του και με συμβολισμούς που απαιτούν άνω του μέσου όρου επεξεργασία από τον θεατή για να αποκωδικοποιηθούν σε όλο τους το εύρος (ενδεικτικά, η σύνδεση ανάμεσα στο ψευδώνυμο του πρωταγωνιστή και στην αληθινή φιγούρα που εμμέσως εκπροσωπεί είναι σαν να βρίσκεται στο σημείο που τέμνονται ο βαθύς θαυμασμός με μια επίπληξη ενάντια στη νοοτροπία του πολιτικού μεσσιανισμού). Στα πλαίσια ενός ιστορικού παραλληλισμού που σίγουρα δεν είναι τυχαίος στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ το γεγονός της Σφαγής του Δηλεσιού διαθέτει πτυχές που είναι οι ίδιες αναπόσπαστο κομμάτι της αγγελοπουλικής προβληματικής (η πίεση του διεθνούς παράγοντα στα ελληνικά πράγματα, η βία ως βασικό συστατικό της πολιτικής), ίσως το επίκεντρο του σεναρίου να βρίσκεται αλλού αν μεταφερθεί κανείς κατά τη διάρκεια της ίδιας χρονιάς στη Γαλλία και στο πού οδήγησαν οι σχετικές ζυμώσεις ελάχιστο καιρό αργότερα… Η κατάληξη του στοχασμού που επιχειρείται, παρά την ιδιαίτερα έντονη και βίαιη κλιμάκωση, είναι τελικά αισιόδοξη και συνοψίζεται από την τελευταία φράση που ακούγεται και στο πώς αυτή «διαβάζεται» μέσα και από το πλάνο του φινάλε που κάνει και τη μετάβαση στο σήμερα.

Υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο που δηλώνει το «παρών» εδώ και που γενικά κυριαρχεί στην πλειοψηφία της φιλμογραφίας της οποίας αποτελεί μέρος: μια ανάγνωση της ελληνικότητας στην ουσία της, ξεφεύγοντας από τη γραφικότητα του φολκλόρ. Ο τρόπος με τον οποίο «αιχμαλωτίζονται» τα τοπία από τον φακό, με γήινα και αυστηρά χρώματα, η αιώνια «εθνική μελαγχολία» που τόσο εύστοχα αντικατοπτρίζεται από την άκρως αφαιρετική προσέγγιση των ερμηνειών, η ματιά απέναντι στο concept του ηρωισμού που είναι σαν να φτύνει στα μούτρα την αντίστοιχη με την οποία είχε γαλουχηθεί το εγχώριο κοινό λίγα χρόνια πριν από τις παραγωγές του Τζέιμς Πάρις, έστω και με διαφορετική αφετηρία, όλα αποτελούν πινελιές που συνθέτουν ένα κινηματογραφικό όραμα με ισχυρή αίσθηση ταυτότητας και που «συνομιλεί» ταυτόχρονα με μια παγκοσμιότητα όσον αφορά τη γλώσσα του.

Παρατηρώντας εκ των υστέρων το σύνολο του έργου του Αγγελόπουλου, μπορεί κανείς να αποφανθεί για την κομβικότητα του «Μεγαλέξαντρου». Είναι η ταινία που γεφύρωσε την περίοδο με την οποία καταπιάστηκε με το παρελθόν με την ύστερη, που στράφηκε στο «τώρα». Παράλληλα, η βαρύτητα των συμπερασμάτων της ίσως και να έχει αυξηθεί με την πάροδο των δεκαετιών με τις συνεχείς αλλαγές πάνω στη θεώρηση του τι σημαίνει Αριστερά στην Ελλάδα. Οπωσδήποτε είναι μια εμπειρία μυσταγωγική, που απαιτεί από το κοινό της να είναι καλά προετοιμασμένο για να λάβει τα μέγιστα για τις σχεδόν τέσσερις ώρες της διάρκειας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

30 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *