Αϊτή, 1962. Ένας άνδρας επιστρέφει από τους νεκρούς μόνο για να βρεθεί σκλάβος σε μια φυτεία ζαχαροκάλαμων. Μισό αιώνα μετά, σε ένα έγκριτο σχολείο του Παρισιού, η εγγονή του ομολογεί ένα παλιό οικογενειακό μυστικό στις νέες φίλες της, χωρίς να υπολογίζει τα όσα αδιανόητα πρόκειται να ακολουθήσουν.

Σκηνοθεσία:

Bertrand Bonello

Κύριοι Ρόλοι:

Louise Labeque … Fanny

Wislanda Louimat … Melissa

Mackenson Bijou … Clairvius Narcisse

Katiana Milfort … Katy

Adile David … Salome

Ninon Francois … Romy

Mathilde Riu … Adele

Sayyid El Alami … Pablo

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Bertrand Bonello

Παραγωγή: Bertrand Bonello, Judith Lou Levy

Μουσική: Bertrand Bonello

Φωτογραφία: Yves Cape

Μοντάζ: Anita Roth

Σκηνικά: Katia Wyszkop

Κοστούμια: Pauline Jacquard

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Zombi Child
  • Ελληνικός Τίτλος: Zombi Child

Παραλειπόμενα

  • Το μεγαλύτερο μέρος του καστ απαρτίζεται από πρωτοεμφανιζόμενους.
  • Ο δαίμονας Samedi είναι ο ίδιος που εμφανίζονταν στο Sugar Hill, μια blaxploitation ταινία ζόμπι του 1974. Η εμφάνιση τους επίσης είναι σχεδόν ίδια, προερχόμενη από το αϊτινό φολκλόρ.

Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου

Έκδοση Κειμένου: 15/12/2022

Αποτελώντας ακόμη μία ενδιαφέρουσα προσθήκη στη φιλμική ζώνη του Bertrand Bonello, το Zombi Child μπορεί να αντιμετωπιστεί σα δράμα, σαν “κοινωνική ταινία” -όσο γελοιωδώς ευρύς και να είναι ο χαρακτηρισμός αυτός- , σαν ταινία genre, ή σαν ένα ποτ-πουρί όλων των παραπάνω. Η θόλωση μεταξύ ειδών και το βασικό κόνσεπτ της ταινίας -το δέσιμο δύο ιστορικών περιόδων (του 1962 και του σήμερα) μέσω της άχρονης επαφής που επιτρέπει το μεταφυσικό- ακούγεται σίγουρα ενδιαφέρον από μόνο του. Καταφέρνει ωστόσο ο σκηνοθέτης να διαχειριστεί μια ταινία τέτοιου νοητικού βεληνεκούς;

Η πρώτη σεκάνς της ταινίας φαίνεται να υπονοεί την παρουσία κινηματογραφικής σπιρτάδας και ενεργής εμπλοκής του δημιουργού σε μια σύλληψη που μόνο κινηματογραφικά θα μπορούσε να επικοινωνηθεί. Η φωτογραφία, το μοντάζ της εικόνας και του ήχου, το καδράρισμα, όλα ξεκινούν με εκρηκτική ποιότητα, απορροφώντας τον μέσο δυτικό θεατή σε ατμόσφαιρα πραγμάτων και συνηθειών ανοίκειων στο βίωμά του, χωρίς να φετιχοποιεί την αποστασιοποίηση από αυτό που κάποιος μειωτικά στη χειρότερη και ελλείψει καλύτερης λέξης στην καλύτερη θα αποκαλούσε “εξωτικό”. Αντιθέτως, η ειλικρινής συναισθηματική εμπλοκή με το στοιχείο αυτό είναι που κρατά την ταινία ενδιαφέρουσα στα σημεία που δένει επιτυχώς με την πλοκή.

Δυστυχώς τα σημεία αυτά είναι πολύ λίγα, και η συνεκτικότητα που απαιτείται για συναισθηματική επένδυση στην πειραματική χρονική προσέγγιση της ταινίας έρχεται πολύ αργά, αφήνοντας τη μερίδα του λέοντος στη σύγχρονη μεριά της πλοκής, με πρωταγωνίστριες τα μέλη μιας κλίκας ενός γαλλικού λυκείου θηλέων για ιδιαιτέρως προνομιούχα παιδιά, ταξικά μιλώντας. Οι χαρακτήρες που κινούν την πλοκή της ταινίας είναι το βασικό πρόβλημά της -ανεπαρκώς σκιαγραφημένοι και σε στιγμές εκνευριστικά μονότονοι, η παρουσία τους γίνεται φορτική και ο διάλογός τους πασαλειμμένες αλληγορίες ιδεών. Αντιθέτως, η παρουσία των χαρακτήρων του παρελθόντος είναι συναισθηματική και αιθέρια, με την ουσιώδη επιρροή τους στην πλοκή να έρχεται όμως αλληγορικά και δυστυχώς, όπως προείπα, αργά στην ταινία.

Ο τρόπος που ο Bonello διαχειρίζεται το μοντάζ της ταινίας θυμίζει αμυδρά έναν από τους πιο ενδιαφέροντες εκπροσώπους του σύγχρονου λατινοαμερικάνικου κινηματογράφου, τον Carlos Reygadas. Συγκεκριμένα, η συνειρμικότητα, η επικέντρωση στη συναισθηματική παρά τη νοητική συνέχεια, η ανορθόδοξη διαχείριση χρόνου και ιδεών. Εκεί που η ποιητικότητα και η ωμή δυναμική των συνειρμών του Reygadas κινούν την κελαρυστή ροή των κινηματογραφικών χαϊκού του, η εγκεφαλικότητα του συγκεκριμένου υφαντού του Bonello το κάνει δυσκίνητο, άνισο και, κοινώς, βαρετό.

Το αφηγηματικό του παιχνίδισμα παρά τα προβλήματά του παραμένει ενδιαφέρον, και τις στιγμές που ιδέες και διαθέσεις επικοινωνούνται επιτυχώς -ιδιαιτέρως προς την τρίτη πράξη της ταινία, είναι δύσκολο κανείς να μη νιώσει πηγαία ικανοποίηση για τη μοναδικότητα των δυνατοτήτων του κινηματογραφικού λεξιλογίου. Όμως, άλλες τόσες στιγμές που οι χαρακτήρες μένουν άψυχοι λόγω ερμηνειών και ρομποτικού, φανερά επεξηγηματικού διαλόγου, φανερώνει πως μια πιο προσεκτική σεναριακή διαχείριση των μοναδικά σινεματικών συλλήψεων αυτών θα τις δικαίωνε καλύτερα, και ίσως η φιλοδοξία που ενέχει όλο το Zombi Child να μην κατέρρεε κάτω από το ίδιο της το βάρος.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

18 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *