
18ος αιώνας. Λίγο πριν την απαρχή των κινημάτων ανεξαρτησίας, ένας αξιωματικός του ισπανικού στέμματος που υπηρετεί στην επαρχία, περιμένει μάταια για ένα γράμμα από τον βασιλιά που θα του ανακοινώνει την προαγωγή και μεταφορά του στο Μπουένος Άιρες. Το γράμμα όμως δεν φτάνει ποτέ. Αναγκασμένος να δεχτεί την κάθε αποστολή που του αναθέτει ο εκάστοτε κυβερνήτης, ο Ζάμα συνοδεύει μια ομάδα στρατιωτών που κυνηγά έναν επικίνδυνο ληστή. Ο Ζάμα θα βρεθεί σε απόμερα εδάφη, όπου και θα αιχμαλωτιστεί. Κι όμως, είναι ίσως η μοναδική του ευκαιρία να ζήσει.
Σκηνοθεσία:
Lucrecia Martel
Κύριοι Ρόλοι:
Daniel Gimenez Cacho … Δον Diego de Zama
Lola Duenas … Luciana Pinares de Luenga
Matheus Nachtergaele … Vicuna Porto
Juan Minujin … Ventura Prieto
Rafael Spregelburd … καπετάνιος Parrilla
Mariana Nunes … Malemba
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Lucrecia Martel
Παραγωγή: Vania Catani, Benjamin Domenech, Santiago Gallelli, Matias Roveda
Φωτογραφία: Rui Pocas
Μοντάζ: Karen Harley, Miguel Schverdfinger
Σκηνικά: Renata Pinheiro
Κοστούμια: Julio Suarez
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Zama
- Ελληνικός Τίτλος: Ζάμα
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Zama του Antonio Di Benedetto.
Κύριες Διακρίσεις
- Καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτος αντρικός ρόλος (Daniel Gimenez Cacho), σενάριο, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια, ήχος και μακιγιάζ/κομμώσεις στα εθνικά βραβεία της Αργεντινής.
- Επίσημη πρόταση της Αργεντινής για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Η Lucrecia Martel ανακοίνωσε το φιλμ από το 2012. Όλα έδειχναν ότι θα ξεκινήσει γυρίσματα το 2014, αλλά αυτά ξεκίνησαν τον Μάιο του 2015. Έπειτα πέρασε σε μια δίχρονη περίοδο post-production, μια και η δημιουργός έμαθε πως πάσχει από καρκίνο, και έδωσε μάχη να διατηρήσει την υγεία της μέχρι και το πέρας της παραγωγής (ευτυχώς τέλη του 2016 η ασθένεια υποχώρησε).
- Στη μακρά λίστα συμπαραγωγών, βρίσκουμε ονόματα όπως των Agustin Almodovar, Pedro Almodovar, Gael Garcia Bernal και Danny Glover.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/1/2018
Η νέα ταινία της Lucrecia Martel, της οποίας οι δημιουργίες δεν βρίσκουν πάντα το δρόμο τους στις ελληνικές αίθουσες, είναι ένα «σκληρό καρύδι» νοηματολογικά και υφολογικά που μοιάζει να δημιουργήθηκε ώστε να υπάρχει ως αντιπαράδειγμα στην παραδοσιακή δομή των ταινιών εποχής, ωστόσο το να περιορίσει κάποιος το εύρος των προθέσεων του φιλμ αποκλειστικά και μόνο στο συγκεκριμένο σκοπό θα ήταν άδικο για μια δουλειά τόσο μελετημένη και πολυεπίπεδη.
Βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Antonio di Benedetto που θεωρείται μνημειώδης για την αργεντίνικη λογοτεχνία, το “Zama” είναι άκρως εσωστρεφές και δύστροπο, όποιος όμως αποκωδικοποιήσει έστω τις πιο βασικές από τις ιδέες που εμπεριέχονται θα ανταμειφθεί με ένα ιδιαίτερο ψυχογράφημα το οποίο λειτουργεί παράλληλα ως μια αποδόμηση της αποικιοκρατίας και του μοντέλου του επωφελημένου από αυτήν την κατάσταση δυτικού ανθρώπου σε προνομιούχα θέση επιρροής. Φιλήδονος, φιλόδοξος, με σύμπλεγμα ανωτερότητας (χαρακτηριστική η άρνηση της παραδοχής του ότι τον έλκουν σεξουαλικά και γυναίκες που δεν ανήκουν στη λευκή φυλή) και κατά βάθος ψυχολογικά ανώριμος, ο αντιήρωας του di Benedetto μέσα από το φίλτρο της Martel είναι στην ουσία ο απόλυτος εκπρόσωπος μιας ολόκληρης νοοτροπίας εξουσιαστικής συνύπαρξης που επικράτησε με την επέλαση των Ισπανών στις χώρες της Λατινικής Αμερικής με έναν τρόπο που καθιστά το πορτραίτο αυτό (που υφίσταται και μεταβολές μέχρι το τέλος) μελέτη και όχι απλά μια καρικατούρα κακού.
Η σκηνοθέτις παίρνει μια αποστασιοποιημένη ματιά απέναντι στον πρωταγωνιστή της, τον παρατηρεί όπως ένας φυσιοδίφης θα παρακολουθούσε στενά ένα ζώο καταγράφοντας όλες τις λεπτομέρειες στη συμπεριφορά του. Η κάμερα ναι μεν δεν φεύγει σχεδόν ποτέ από τον Zama, όμως η κινηματογράφηση δεν υιοθετεί ποτέ την οπτική γωνία του ψυχισμού του κρατώντας μια αντικειμενική στάση απέναντι στις πράξεις του και αποφεύγοντας τα υπερβατικά σχήματα, με εξαίρεση το πραγματικά έξοχο φινάλε, λυτρωτικό με τον πιο απρόσμενο τρόπο. Υπάρχει η εντύπωση ότι η δημιουργός παίζει συνεχώς με τις προσδοκίες ενός μέσου θεατή: παρότι ταινία εποχής, οπτικά η ταινία δεν πνίγεται στις πολυτελείς εσωτερικές διακοσμήσεις, ακριβώς γιατί η πρόθεση είναι να μην υπάρξει ένα οφθαλμόλουτρο πλουτισμού των κατακριτέων ηρώων που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία γιατί θα υπήρχε αντίφαση με το νόημα που βρίσκεται στον πυρήνα. Ίσα ίσα που το κάδρο είναι ευρύ και πλούσιο στους εξωτερικούς, φυσικούς χώρους, ενώ όταν η δράση μεταφέρεται μέσα σε κτήρια το πλάνο γίνεται ασφυκτικό, κλειστοφοβικό σχεδόν, «κόβοντας» κεφάλια και λεπτομέρειες στα πλάγια, μια αισθητική επιλογή που λειτουργεί και ως μεταφορά για το έλλειμμα ξεκάθαρων πληροφοριών για τα δρώμενα της αφήγησης και που συνδυάζεται ιδανικά με το συγκαλυμμένο ερωτισμό που ξεχειλίζει σε αρκετές σκηνές.
Το τελευταίο μέρος του φιλμ έχει απόηχους μέχρι κι από το αξεπέραστο “Apocalypse Now” από την άποψη ότι το ταξίδι προς αναζήτηση που διεξάγεται υπό την ηγεσία του Zama είναι και μια εσωτερική δοκιμασία για τον ίδιο επειδή θα το φέρει αντιμέτωπο με μια δυνητική, που έχει περάσει στην άλλη πλευρά από τη συμβατική λογική, πλευρά του εαυτού του με τον ίδιο τρόπο που Willard και Kurtz στο αριστούργημα του Coppola ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι λόγοι για τους οποίους το φιλμ δεν απογειώνεται αφορούν το μικρό εύρος των φιλοδοξιών της Martel που καθιστούν το τελικό αποτέλεσμα εσωστρεφές στο μεγαλύτερο μέρος του σε αντίθεση με το μεγαλειώδες αντιιμπεριαλιστικό αριστούργημα που θα μπορούσε να είναι, ενώ και οι αργοί ρυθμοί σε κάποιο σημείο περισσότερο κουράζουν παρά λειτουργούν μυσταγωγικά. Αξίζει να σημειωθεί η χρήση της μουσικής, αταίριαστα εύθυμη με το κλίμα που επικρατεί, χρησιμοποιείται με μια λεπτή ειρωνεία που εντείνει την προαναφερθείσα αίσθηση αποστασιοποίησης που οικοδομείται κατά τη διάρκεια του έργου.
Δεν είναι φτιαγμένο για να αρέσει στο ευρύ κοινό, όμως όσοι αρέσκονται σε ένα σινεμά πέρα από συνταγές θα βρουν στο “Zama” μια ευχάριστη έκπληξη, μια απόδειξη ότι ο αποκαλούμενος κινηματογράφος του δημιουργού ζει και βασιλεύει.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Σπανός
Έκδοση Κειμένου: 14/7/2023
Η ταινία της Lucrecia Martel βασίζεται στο ομώνυμο υπαρξιστικό μυθιστόρημα του Αργεντινού συγγραφέα Antonio di Benedetto, που πλέον θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα της ισπανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Δεδομένων των θεμάτων της στασιμότητας και της μάταιης προσμονής που πραγματεύεται η ταινία, δεν θα μπορούσε παρά να είναι αργών, ναρκωτικών ρυθμών και να απευθύνεται σε ένα σκληροπυρηνικό σινεφίλ κοινό. Και ακόμα και αν κάποιες στιγμές εύχεσαι -όπως και ο πρωταγωνιστής Zama- να συνέβαινε κάτι περισσότερο, και αν ο υπαινικτικός χαρακτήρας της ταινίας, οι ρυθμοί της και η έλλειψη εξέλιξης (αλλά πάντως με διαρκή κίνηση) κάποιες φορές δοκιμάζουν τη συγκέντρωση του θεατή, αυτή ανταμείβεται και με το παραπάνω όσο βυθίζεσαι στον «παράλογο ρεαλισμό» της ταινίας ακολουθώντας τον τραγικό αντιήρωα Zama, αλλά και μετά τη θέαση, αφού είναι σίγουρο ότι η ταινία συνεχίζει να δουλεύεται στο μυαλό σου για μέρες. Και φυσικά ειδική μνεία πρέπει να αποδοθεί για την εντυπωσιακή φωτογραφία του πρωταγωνιστικού Λατινοαμερικάνικου τοπίου, αλλά και για τον εμβυθιστικό ηχητικό σχεδιασμό της ταινίας.
Βρισκόμαστε λοιπόν στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Don Diego de Zama (Daniel Giménez Cacho σε μια εξαιρετική, συγκρατημένη ερμηνεία) είναι διοικητικός υπάλληλος (corregidor) του Ισπανικού θρόνου, σχεδόν ξεχασμένος από τον κόσμο σε κάποιο απομονωμένο χωριό της Λατινοαμερικάνικης αποικίας της Ισπανικής Αυτοκρατορίας (σημερινή Asunción της Παραγουάης) μέσα στην τροπική ζούγκλα. Είναι ένας Americano, δηλαδή Ισπανικής καταγωγής αποικιοκράτης, όμως δεύτερης γενιάς, γεννημένος στη Λατινική Αμερική, πράγμα που σημαίνει ότι, αν και Ισπανός, δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωριστεί ως ισότιμος από την υψηλή τάξη των αρχικών Ισπανών αποικιοκρατών που γεννήθηκαν στην Ευρώπη. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τον βλέπουμε μοναχικό, σε μια διαρκή limbo, μια αφόρητη στασιμότητα, καθώς οι ελπίδες του προσκρούουν συνέχεια σε Καφκικά εμπόδια. Διεκπεραιώνει με τυπικότητα τα δικαστικά καθήκοντά του, φυσικά πάντα προς όφελος των αποικιοκρατών, προσπαθώντας να κερδίσει τον σεβασμό της κοινότητας που μάλλον τον ειρωνεύεται συγκαταβατικά, την καρδιά μιας Ισπανίδας ευγενούς που μόνο θολές προσδοκίες του αφήνει, και, περισσότερο από όλα, μια…επικείμενη ευνοϊκή μετάθεση σε μεγαλύτερη πόλη που όλο και καθυστερεί. Όσο εκείνος κορδώνεται και μιμείται τους ευγενείς τρόπους ή παρακαλάει τον τοπικό άρχοντα, το πλοίο με τον μισθό του δεν φτάνει ποτέ, το σπίτι και τα έπιπλά του -κρατική περιουσία γαρ- κατάσχονται ανεξήγητα, οι άλλοι τοπικοί αξιωματούχοι έρχονται και φεύγουν, και ο ίδιος, αν και περήφανος για τη λευκή καταγωγή του ώστε να δηλώνει ότι δεν καταδέχεται να συνευρεθεί με μη-λευκές γυναίκες, έχει ήδη σκαρώσει ένα παιδί με μια ιθαγενή. Η ίδια η ταινία σαρκάζει υποδόρια διαρκώς την υποκρισία και τη μεγαλομανία του Zama με Μπρεχτική αποστασιοποίηση. Ταυτόχρονα, φασματικοί ήχοι επιτονίζουν υπόκωφα τη διαρκή διάψευση των ελπίδων του.
Εν τέλει, μετά από καιρό απογοητεύσεων, ως ύστατη λύση αποφασίζει να συμμετάσχει σε μια εκστρατεία στην ενδοχώρα για τη σύλληψη του διαβόητου μυθικού ληστή Vicuña Porto, που όλο λέγεται ότι τον εκτελούν και όλο αυτός επανεμφανίζεται, ελπίζοντας ίσως έτσι να κερδίσει την πολυπόθητη χάρη από τον Βασιλιά. Μόνο που τελικά, συναντώντας τον ληστή, θα συνειδητοποιήσει ότι η φαντασιακή μεγαλομανής ταυτότητα που έχει κατασκευάσει ο ίδιος για τον εαυτό του δεν είναι λιγότερο επινοημένη από τον μύθο του Vicuña Porto, στο πρόσωπο του οποίου η κοινότητα των αποικιοκρατών έχει αποδώσει όλα τα διαπραγμένα εγκλήματα. Και οι δύο άνδρες άλλωστε δεν κυνηγούν παρά μάταιες αυταπάτες. Τουλάχιστον ο Zama θα είναι μαζί του ειλικρινής: «Κάνω για εσένα αυτό που κανένας δεν έκανε για εμένα: λέω όχι στις ελπίδες σου». Παρ’ όλες τις ήττες και τις διαψεύσεις, στο τέλος ο Zama ακόμα και βαριά τραυματισμένος συνεχίζει να προσκολλάται στη ζωή. Η Martel φαίνεται να λέει ότι είμαστε δέσμιοι της ελπίδας μας και των αυταπατών μας, μέσα σε μια παράλογα δομημένη κοινωνία. Μόνο όταν απωλέσουμε κάθε μάταιη ελπίδα και προσδοκία μπορούμε ίσως να αρχίζουμε να γινόμαστε ελεύθεροι.
Βαθμολογία: