Η ιστορία της ζωής του κουβανού χορευτή Κάρλος Ακόστα, ενός θρύλου του χορού, αλλά και του πρώτου έγχρωμου που κατάφερε να σπάσει τα ταμπού συμπεριλαμβανόμενος στις ομάδες των παραδοσιακότερων μπαλέτων του κόσμου, όπως το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου. Η ιστορία τον ακολουθεί από τα παιδικά του χρόνια μέσα στους δρόμους της Αβάνας, ως το ένδοξο τώρα του.
Σκηνοθεσία:
Iciar Bollain
Κύριοι Ρόλοι:
Carlos Acosta … Carlos Acosta
Keyvin Martinez … Carlos Acosta (νεαρός)
Edlison Manuel Olbera Nunez … Carlos Acosta (παιδί)
Laura De la Uz … Maestra Chery
Yerlin Perez … Maria
Mario Elias … Mario
Andrea Doimeadios … Berta
Cesar Dominguez … Opito
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Laverty
Παραγωγή: Andrea Calderwood, Gail Egan
Μουσική: Alberto Iglesias
Φωτογραφία: Alex Catalan
Μοντάζ: Nacho Ruiz Capillas
Σκηνικά: Laia Colet
Κοστούμια: Jessica Braun, Celia Ledon
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Yuli
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Χορός της Ζωής μου
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Yuli: The Carlos Acosta Story
Σεναριακή Πηγή
- Αυτοβιογραφία: No Way Home του Carlos Acosta.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για βραβείο νέου ηθοποιού (Carlos Acosta), σεναρίου, μουσικής, φωτογραφίας και ήχου στα Goya.
- Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/8/2019
Δεν διατυπώνεται εδώ κάτι για το στερεότυπο περί ασυμβίβαστου μεταξύ μπαλέτου και ανδρικής ιδιοσυγκρασίας που δεν είχε ειπωθεί και στον «Γεννημένο Χορευτή», ωστόσο η ταινία της Bollain αποδεικνύει σε περισσότερα του ενός σημεία ότι αποτελεί σίγουρα κάτι πολύ παραπάνω από έναν χλωμό μιμητή του πονήματος του Stephen Daldry.
Πέρα από τις πανέμορφες εμβόλιμες χορογραφίες που χωρίζουν το σύνολο σε μικρές θεματικές ενότητες, βάζοντάς το ταυτόχρονα σε μια θέση να δείξει ότι πρόκειται για ένα φιλμ που ενδιαφέρεται ειλικρινά για το αντικείμενό του και δεν το παρατηρεί αποστασιοποιημένα σαν μια τυπική βιογραφία, ο «Χορός της Ζωής μου» είναι κι ένας ύμνος στο άτομο ως ευγενής υπόσταση, που υπερβαίνει σε σημασία ακόμη και τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που το περιτριγυρίζουν. Προκαλεί έκπληξη, όχι απαραίτητα δυσάρεστη, το ότι ο στρατευμένος Paul Laverty επιλέγει να αφηγηθεί μια τέτοια ιστορία, που εμπεριέχει μεν ξεκάθαρες αναφορές πολιτικού χαρακτήρα, τόσο στη δουλεία των μαύρων στην Κούβα μέχρι και τον 19ο αιώνα όσο και στις διαχρονικές δυσκολίες της νήσου, από τις εποχές του ωμού αμερικανικού επεμβατισμού μέχρι τα μελανά σημεία του καθεστώτος του Castro, αλλά επιλέγει να βάλει στο επίκεντρο την αγάπη και την αφοσίωση στην τέχνη. Κρατώντας αξιοθαύμαστες ισορροπίες, το σενάριο καταφέρνει ταυτόχρονα να ξεφύγει από την παγίδα του απολιτίκ, αλλά και να αποδώσει φόρο τιμής όχι μόνο στον ίδιο τον Carlos Acosta αλλά και στη σημασία της ιδιότητάς του, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποκαλεστεί και λειτούργημα.
Ακόμη και τα, ομολογουμένως αρκετά, κλισέ που υπάρχουν διάσπαρτα στον κορμό της ιστορίας δεν ενοχλούν ουσιαστικά, μιας κι εδράζονται στο αντικειμενικό πλαίσιο των υπαρκτών προβλημάτων που σχεδόν πάντοτε πάνε μαζί με τις απόπειρες ενός μη προνομιούχου να ξεφύγει μέσω της χαρισματικότητάς του από τα στεγανά της τάξης του. Μέχρι και η εμβάθυνση δεν είναι απαραίτητη, καθώς είναι προφανές πως εδώ ο στόχος δεν είναι το ψυχογράφημα, αλλά μια γενική θεώρηση ενός βίου που αποτελεί αφορμή για ένα τρόπον τινά οδοιπορικό στις σημαντικότερες στάσεις του, όπως και στη μεγαλοπρέπεια του χορού αλλά και της κοινωνίας της Κούβας, με τις φωτεινές και τις σκοτεινές της πλευρές. Η Bollain έχει αποδείξει επανειλημμένως πως μπορεί με πολύ απλούς και συνάμα αποτελεσματικούς τρόπους να ανεβάσει τον παράγοντα «συναίσθημα» πολύ κοντά στο μάξιμουμ, κι αυτό πράττει κι εδώ, σπανίως υποκύπτοντας στον μελοδραματισμό κι επιλέγοντας ως επί το πλείστον τη σεμνότητα και την αμεσότητα, εκμαιεύοντας τη συγκίνηση όσο πιο φυσικά γίνεται από τις χειρονομίες, τις κινήσεις και τις εκφράσεις των ηθοποιών της, χωρίς να καταφεύγει σε πιο χειριστικές λύσεις όπως για παράδειγμα με έντονη χρήση της μουσικής ή υπερεμφατικές τεχνικές της κάμερας.
Η επιλογή ενός επίσης χορευτή (Keyvin Martinez) στον ρόλο του Acosta σε νεαρή ηλικία τονίζει ακόμη περισσότερο την προσέγγιση που επιλέγεται, η οποία δίνει βάση περισσότερο στο πόσο παθιασμένα και πιστά θα αποτυπωθεί η μορφή τέχνης που βρίσκεται στον θεματικό πυρήνα του φιλμ, επιστρατεύοντας επομένως κι έναν εκ των βασικότερων ερμηνευτών ώστε να επιτελέσει τον συγκεκριμένο ρόλο και όχι τον παραδοσιακό μιας βιογραφίας, που θέλει τον πρωταγωνιστή να δίνει ερμηνευτικό ρεσιτάλ. Αυτό δεν σημαίνει πως ο ίδιος δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στα σημεία που απαιτούν υποκριτική ικανότητα, αν και το βάρος να καλύψει αυτό το κομμάτι αναλαμβάνει κυρίως ο έξοχος Santiago Alfonso, υποδυόμενος τον αβανταδόρικο ρόλο του αυστηρού και άκαμπτου αλλά υποστηρικτικού πατέρα.
Με προστιθέμενες στο σύνολο τις σκηνές όπου το πραγματικό πρόσωπο κάνει παρεμβάσεις δημιουργικού χαρακτήρα επάνω στην ίδια την ταινία αλλά κι εκτίθεται μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης, προσφέροντας έτσι έναν σχολιασμό σχετικό με τη φύση του δημιουργού ως ταυτόχρονα διαμορφωτή και διαμορφώμενου από το έργο του, το αποτέλεσμα είναι αρκούντως έντονο και παράλληλα σκεπτόμενο δίχως να εγκλωβίζεται σε μια δύστροπη εγκεφαλικότητα, έτσι ώστε να ξεπερνά με ευκολία τον χαρακτηρισμό του ακαδημαϊκού που πολλάκις συνοδεύει το είδος στο οποίο ανήκει.
Βαθμολογία: