Ο Δρ. Φρέντερικ Φρανκενστάιν έρχεται στην Τρανσυλβανία για να κληρονομήσει τον πύργο του παππού του. Μαζί με τον πύργο κληρονομεί και τον καμπούρη υπηρέτη αλλά και την παρανοϊκή οικονόμο, που του δίνουν την έμπνευση να κάνει αυτό που έκανε κι ο παππούς του, να δημιουργήσει ζωή. Θα προχωρήσει στα πειράματά του και θα πετύχει. Μόνο που το τέρας που θα προκύψει δεν είναι σαν τα άλλα.

Σκηνοθεσία:

Mel Brooks

Κύριοι Ρόλοι:

Gene Wilder … Δρ Frederick Frankenstein

Peter Boyle … το τέρας

Marty Feldman … Igor

Cloris Leachman … Κα Blucher

Teri Garr … Inga

Madeline Kahn … Elizabeth

Kenneth Mars … επιθεωρητής Kemp

Richard Haydn … Gerhardt Falkstein

Gene Hackman … Harold

Mel Brooks … Victor Frankenstein (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mel Brooks, Gene Wilder

Παραγωγή: Michael Gruskoff

Μουσική: John Morris

Φωτογραφία: Gerald Hirschfeld

Μοντάζ: John C. Howard

Σκηνικά: Dale Hennesy

Κοστούμια: Dorothy Jeakins

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Young Frankenstein
  • Ελληνικός Τίτλος: Φρανκενστάιν Τζούνιορ

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • ΜυθιστόρημαFrankenstein; or, The Modern Prometheus της Mary Shelley.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου και ήχου.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Cloris Leachman) σε κωμωδία/μιούζικαλ, και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Madeline Kahn).

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία είναι άμεσα παρωδία των κινηματογραφικών εκδοχών του διάσημου βιβλίου -κυρίως- κατά τη δεκαετία του 1930 από τη Universal Pictures. Αρκετό από το υλικό που χρησιμοποιήθηκε ως σκηνικό για το εργαστήριο ήταν απευθείας από τον Kenneth Strickfaden από την ταινία του 1931 (ζούσε ακόμα, και τα είχε αποθηκευμένα). Επί αυτού ήταν και η απόφαση να γυριστεί ασπρόμαυρο, κάτι που σπάνιζε πολύ τη συγκεκριμένη δεκαετία, αλλά κι επιμέρους λεπτομέρειες (όπως οι τίτλοι και το μοντάζ) παραπέμπουν επίσης στα 1930.
  • Η ιδέα γεννήθηκε καταμεσής των γυρισμάτων του Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες (1974), με τον Gene Wilder να “πετάει” πάνω στον καφέ τη σκέψη για μια κωμωδία με τον Φρανκενστάιν.
  • Ο Mel Brooks ήθελε τουλάχιστον 2,3 εκατομμύρια δολάρια μπάτζετ, με την Columbia Pictures να αποφασίζει ότι 1,7 θα ήταν αρκετά. Έτσι, ο δημιουργός απευθύνθηκε για τη διανομή στην 20th Century Fox, όπου συμφώνησαν σε περισσότερα χρήματα.
  • Η ατάκα του Ιγκόρ “walk this way” έμελλε να εμπνεύσει τον τίτλο του κλασικού τραγουδιού των Aerosmith, που βγήκε την επόμενη χρονιά. Ο Steven Tyler το έγραψε το επόμενο πρωινό που όλη η μπάντα παρακολούθησε μαζί την ταινία.
  • Ο Gene Hackman έμαθε για την ταινία από τον συχνό του αντίπαλο στο τένις, Gene Wilder, και ζήτησε κάποιον ρόλο θέλοντας να δοκιμαστεί στην κωμωδία. Για τις τέσσερις ημέρες που χρειάζεται να βρίσκεται στο πλατό, δεν πήρε καμία αμοιβή, ενώ δεν αναφέρεται το όνομα του στους τίτλους.
  • Ο Mel Brooks δεν εμφανίζεται, όπως συνήθιζε, καθόλου ως ηθοποιός, μετά από παράκληση του Wilder ώστε να μη χαθεί η ψευδαίσθηση. Παρέχει όμως τη φωνή του παππού του δόκτορα, αλλά και τα “ηχητικά” εφέ του λυκάνθρωπου και της γάτας που ουρλιάζει.
  • Με κόστος που έφτασε τα 2,8 εκατομμύρια δολάρια, το φιλμ ευτύχησε να βγάλει 86,2. Κυριότερα, όμως, κατατάσσεται ανάμεσα στις κλασικότερες κωμωδίες όλων των εποχών, και η cult φήμη του δεν έχει ξεθωριάσει.
  • Στη 40ή επέτειο της πρεμιέρας, ο Mel Brooks είχε πει ότι αυτή ήταν η καλύτερη ταινία που είχες δημιουργήσει. Όχι όμως και η αστειότερη του, μια και τοποθέτησε ψηλότερα ως προς αυτό το Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλες και το Αυτοί οι Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί.
  • Από το 2007 το σενάριο έγινε και θεατρικό μιούζικαλ στο Μπρόντγουεϊ, σε στίχους και μουσική του ίδιου του Mel Brooks.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 12/8/2021

Ο αφιλότιμος ο Mel Brooks κατάφερε μέσα στην ίδια χρονιά, το 1974, να κάνει τον πλανήτη να αρχίσει να γελάει… και να μην έχει σταματήσει ακόμα. Κι παρότι το βασικό του σχέδιο ήταν το Μπότες Σπιρούνια και Καυτές Σέλες, εδώ η παρωδική αναφορά είναι πιο «βαρβάτη», και χτυπάει στο «δόξα πατρί» τα σινεφιλικά μας ένστικτα.

Μια ταινία που με το έμπα της σου προσφέρει αξέχαστες σκηνές κινηματογραφικής κωμωδίας, κι όμως είναι μια τέλεια αναπαράσταση ενός λατρεμένου σινεμά που έμελλε να μας στοιχειώνει ως σήμερα. Με τεχνική και ύφος που θα αρκούσαν για ένα υπέροχο ριμέικ-σούμα της κλασικής σειράς της Universal από τη δεκαετία των 1930, ο Mel Brooks καταθέτει το στεφάνι του σε ένα είδος μαγείας που αναγκαστικά είχε εκλείψει, και ταυτόχρονα αναζωογονεί τις ρίζες της σύγχρονης αμερικανικής κωμωδίας που η σχολή της Νέας Υόρκης είχε ήδη πριν λίγα χρόνια θεμελιώσει.

Και ενώ θα επιβάλλονταν να αναλύσει κάποιος περαιτέρω το τεχνικό κομμάτι μιας ταινίας που διδάσκει τόσο την αναβίωση όσο και την παρωδία, ίσως θα ήταν πιο «σύγχρονα εύστοχο» να μιλούσαμε εδώ για το καστ. Και οι 7 ήταν υπέροχοι! Wilder, Boyle, Feldman, Leachman, Garr, Kahn και Mars (χωρίς να αγνοούμε το πέρασμα-έκπληξη του Gene Hackman) στο άνθος της κωμικής τους τέχνης, όλοι στήνουν στην εντέλεια τον χαρακτήρα και τα γκαγκ που τον συνοδεύουν, αλλά και προσπερνούν τα πατροπαράδοτα κλισέ που θέλοντας και μη κουβαλάνε, γράφοντας ιστορία συλλογικού καστ. Ειδικά η αποκάλυψη που ονομάζονταν Marty Feldman χρίζει αυτόνομης μελέτης (ακόμα κι από ψυχιατρικής πλευράς…), αν και δεν ήταν περίεργο που μέχρι και τον πρόωρο θάνατο του δεν μπόρεσε να κρατήσει εξίσου ιδανικά τους πρώτους ρόλους που του προσφέρθηκαν.

Καμία αναφορά σε αστεία, μόνο ζημιά θα κάνει σε όσους δεν έχει τύχει ως σήμερα να δουν την ταινία (μα τι σκεφτόσασταν;..), αλλά κι όσοι την έχουν δει, έτσι κι αλλιώς έχουν τα περισσότερα καρφιτσωμένα στη μνήμη. Αυτό το απόλυτο πάντρεμα κλασικού και σύγχρονου κινηματογράφου είναι ό,τι πιο ταιριαστό για θερινή κοπάνα, και μία ακόμα απόδειξη ότι το σινεμά είδους και το ποιοτικό ταβάνι δεν είναι ένας ουτοπικός συνδυασμός.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 16/8/2021

Ο Δρ Frederick Frankenstein (Gene Wilder) είναι καθηγητής ιατρικής σχολής και τυχαίνει να είναι εγγονός του τρελού επιστήμονα βαρόνου von Frankenstein, του οποίου τα τερατώδη ανδραγαθήματα έχουν αναφερθεί ευρέως σε βιβλία, ταινίες και κόμικς. Ο Frankenstein κατοικούσε σ’ έναν πύργο στην Τρανσυλβανία όπου πειραματιζόταν με την ανάσταση των νεκρών. Όταν τελικά κατάφερε να δώσει ζωή σ’ ένα αποκρουστικό σύνολο από νεκρά ανθρώπινα μέλη, το τέρας διέφυγε σπέρνοντας τη φρίκη και τον τρόμο.

Ο Frederick θέλοντας να αποσυνδεθεί από την κακή φήμη του διάσημου προγόνου του, προφέρει το επώνυμό του «Fronk-un-steen» και σε κάθε ευκαιρία τον χαρακτηρίζει τσαρλατάνο. Ωστόσο όταν μαθαίνει ότι κληρονόμησε την περιουσία του παππού του, αφήνει προσωρινά την πλούσια και ψυχρή μνηστή του, Elizabeth (Madeline Kahn), και σπεύδει να επιβιβαστεί στο επόμενο διαθέσιμο τρένο για την Τρανσυλβανία. Κατά την άφιξή του στο απόκοσμο κάστρο, συναντά τον πιστό υπηρέτη Igor (Marty Feldman), την αλλόκοτη οικονόμο Frau Blücher (Cloris Leachman), και την ελκυστική βοηθό εργαστηρίου Inga (Teri Garr). Όταν μάλιστα ανακαλύπτει ένα βιβλίο του παππού του με τον εύγλωττο τίτλο «Πως το έκανα», ο Frederick δεν μπορεί να αντισταθεί στην επανάληψη των πειραμάτων του. Αφού κλέβει ένα πτώμα, αναθέτει στον Igor να αποσπάσει από το αποθετήριο τον εγκέφαλο ενός σπουδαίου άνδρα. Ατυχώς, ο Igor ρίχνει το δοχείο με τον εγκέφαλο ενός πραγματικά σπουδαίου άντρα και παίρνει το διπλανό του, χωρίς να προσέξει την ένδειξη «Μην χρησιμοποιείς αυτόν τον εγκέφαλο: ανώμαλος». Χωρίς να γνωρίζει αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια, ο Frederick ακολουθεί τις σημειώσεις του παππού για τα πειράματά, αλλά οι προσπάθειές του να αναζωογονήσουν το πτώμα αποδεικνύονται ανεπιτυχείς. Ή έτσι νομίζει…

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο σπουδαίος κωμικός ηθοποιός και σκηνοθέτης Mel Brooks έκανε μια αξιόλογη σειρά ταινιών: «The Producers» (1968), «The Twelve Chairs» (1970), «Blazing Saddles» (1974), «Silent Movie» (1976), «High Anxiety» (1977), «History of the World: Part I» (1981). Στη συνέχεια η καριέρα του ακολούθησε φθίνουσα πορεία, με το χιούμορ του να γίνεται φθηνό, χοντροκομμένο και ενοχλητικά σεξιστικό. Το ύφος του έργου του Brooks χαρακτηρίζεται από την ανελέητη σάτιρα των κινηματογραφικών ειδών του Χόλιγουντ, την αποκαθήλωση των κοινοτοπιών και των στερεοτύπων της αμερικανικής καταναλωτικής κουλτούρας. Βασικός στόχος των παρωδιών του είναι η σοβαροφάνεια, η επίφαση καλλιτεχνικότητας και τα παιδαριώδη μηνύματα με τα οποία η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος πλασάρει τα ψυχαγωγικά προϊόντα της. Το «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» είναι η πιο συνεκτική, πειθαρχημένη, οπτικά εφευρετική ταινία του Brooks και σίγουρα μία από τις πιο αστείες κωμωδίες στην ιστορία του σινεμά. Ο Brooks καταφέρνει να συνδυάσει αρμονικά μια εξαιρετική δραματουργική ανέλιξη με έναν καταιγισμό αξέχαστων αστείων με πλατφόρμα το κλασικό μυθιστόρημά «Frankenstein» (1818) της Mary Shelley. Η πρώτη μεταφορά του έργου της Shelley στο σινεμά έγινε το 1931 με το «Frankenstein» του σπουδαίου σκηνοθέτη ταινιών τρόμου James Whale, που γύρισε και τη συνέχεια «The Bride of Frankenstein» (1935).

Το φιλμ του Brooks είναι υποδειγματικό για το πώς φτιάχνεται μια παρωδία, εξαιρετικά καυστική και μερικές φορές σχεδόν σουρεαλιστική, χωρίς να διολισθαίνει στο τυπικό πρόβλημα του είδους, την αλλοίωση της πρωτογενούς ιστορίας ή τη θλιβερή μετατροπή της σε απλό πρόσχημα.

Ο σκηνοθετικός χειρισμός του Brooks είναι ιδιοφυής. Χρησιμοποίει άψογα όλα τα συστατικά στοιχεία του είδους. Μαυρόασπρη εξπρεσιονιστική φωτογραφία, στυλιζαρισμένα πλάνα, απειλητική ατμόσφαιρα. Όμως, την κρίσιμη στιγμή της μέγιστης έντασης της αγωνίας εισβάλλει ένα κωμικό εύρημα που μετασχηματίζει αυτόματα και λυτρωτικά τον τρόμο σε τρανταχτό γέλιο. Και βέβαια δημιουργεί αθάνατες κινηματογραφικές φιγούρες, όπως ο γουρλομάτης βοηθός που η καμπούρα που αλλάζει ανεξήγητα διαρκώς θέση, ο τυφλός ερημίτης (ένας αγνώριστος Gene Hackman) που παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να περιποιηθεί το τέρας το καταταλαιπωρεί (σε μια σεκάνς ανθολογίας όπου αντιστρέφονται με απολαυστικό τρόπο οι ρόλοι θύτη-θύματος), η ζοφερή Frau Blücher που μόνο η προφορά του ονόματος της προκαλεί πανικό στα άλογα, ή η νυμφομανής μνηστή του Frankenstein που ανακαλύπτει το «γλυκό μυστήριο της ζωής» στην αγκαλιά του τέρατος, που αποδεικνύεται δεινός εραστής.

Ο Gene Wilder (που συνυπογράφει το πανούργο σενάριο) είναι θαυμάσιος στον ρόλο του Frankenstein, ενώ ο Peter Boyle είναι άξιος διάδοχος του Boris Karloff, ερμηνεύοντας το τέρας με τρόπο που καταφέρνει να είναι τρομακτικό, ξεκαρδιστικό και συμπαθητικό ταυτόχρονα. Φυσικά η κορυφαία στιγμή της ταινίας είναι όταν ο Δρ Frankenstein και το δημιούργημά του ανεβαίνουν στη σκηνή και δίνουν μια απαράμιλλη απόδοση του «Puttin’ On the Ritz» χορεύοντας κλακέτες.

Το ξεκαρδιστικό και πνευματώδες χιούμορ του φιλμ έχει ως στόχο να φωτίσει τους χαρακτήρες ή τις καταστάσεις, καθώς και οι δύο διαστάσεις του έργου -τραγική και κωμική- ανατροφοδοτούν συνεχώς και ενισχύουν την κεντρική ιδέα του ηθικού μύθου: η απόπειρα υποκατάστασης της Φύσης ή του Θεού από τον άνθρωπο αποτελεί Ύβριν που τιμωρείται, όπως επιβάλλει και η παράδοση της αρχαίας τραγωδίας.

Τελικά ο εξαιρετικά ταλαντούχος και ευφυής Mel Brooks, αφού διασκεδάσει τον θεατή  με αυτή την πολύ αστεία ταινία, του θέτει αδιόρατα το πολύ σοβαρό ερώτημα: ποιος είναι πιο επικίνδυνος για την ανθρωπότητα, το καλόβολο τέρας ή ο ψυχοπαθής επιστήμονας που το δημιούργησε;

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

39 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *