1927: η Ρόουζ το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ, για να πιάσει λίγη από τη λάμψη του ειδώλου της, της Λίλιαν Μέιχιου. 1977: ο Μπεν, που ζει με την οικογένεια του στη Μινεσότα, φεύγει για τη Νέα Υόρκη, όταν πεθαίνει η μητέρα του και βρίσκει ένα μυστηριώδες σημείωμα. Παρά τα πενήντα χρόνια διαφοράς, οι δύο αυτοί νέοι άνθρωποι μοιράζονται τα ίδια περίεργα κοινά.

Σκηνοθεσία:

Todd Haynes

Κύριοι Ρόλοι:

Oakes Fegley … Ben

Julianne Moore … Lillian Mayhew/Rose Mayhew

Michelle Williams … Elaine Wilson

Millicent Simmonds … Rose Mayhew (νεαρή)

Jaden Michael … Jamie

Tom Noonan … Walter Mayhew

Cory Michael Smith … Walter Mayhew (νεαρός)

James Urbaniak … Δρ Kincaid

Amy Hargreaves … θεία Jenny

Damian Young … Otto

Morgan Turner … Janet

Lauren Ridloff … Pearl

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Brian Selznick

Παραγωγή: Pamela Koffler, John Sloss, Christine Vachon

Μουσική: Carter Burwell

Φωτογραφία: Edward Lachman

Μοντάζ: Affonso Goncalves

Σκηνικά: Mark Friedberg

Κοστούμια: Sandy Powell

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Wonderstruck
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Δωμάτιο των Θαυμάτων

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Wonderstruck του Brian Selznick.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Τέταρτη συνεργασία ανάμεσα στον Todd Haynes και την Julianne Moore.
  • Ντεμπούτο για τη Millicent Simmonds, που είναι και στην πραγματικότητα κωφή. Η επιλογή της έγινε ανάμεσα σε 200 νεαρά κορίτσια, με τον σκηνοθέτη να αναζητά εξαρχής ένα κωφό παιδί για τον ρόλο.
  • Οι ασπρόμαυρες σκηνές του 1927 είναι γυρισμένες σε αναμορφικό 35άρι φιλμ, με την τεχνολογία -αλλά όχι το κάδρο- μιας βωβής ταινίας εκείνης της εποχής. Αντίστοιχα οι έγχρωμες σκηνές του 1977 ακολουθούν τεχνικές της δεκαετίας του 1970.
  • Παρά τον χαμηλό προϋπολογισμό της (7 εκατομμύρια δολάρια), η ταινία βγήκε χαμένη από τα ταμεία, με έσοδα μόλις 3,3. Στις ΗΠΑ όμως οι Amazon Studios και Roadside Attractions άργησαν να του δώσουν ευρεία διανομή, έχοντας τον νου τους πρωτίστως σε βραβεία.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 14/10/2019

Παρότι τελειώνοντας δεν γίνεται να μη σε αφήσει με ένα θετικό συναίσθημα, αυτό δεν θα πει ότι βγήκες και ικανοποιημένος από το φιλμ του Todd Haynes. Κι αυτό επειδή είναι πολλά αυτά που το συνθέτουν ως δομή, αλλά και ως αίσθηση. Το κυριότερο όμως θέμα που ενσκήπτει είναι το πού αληθινά απευθύνεται ο δημιουργός. Είναι σαν να θέλει να μιλήσει ταυτόχρονα στον ενήλικο και σε ένα παιδί, αλλά όχι με τις ίδιες λέξεις. Κάτι τέτοιο βέβαια θα ήταν αδύνατο να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, κι εκεί είναι που το έργο χάνει κομμάτι κι από τα δύο αυτά είδη κοινού.

Ομορφιά στις ερμηνείες, για την ακρίβεια τις ανήλικες, μια φοβερή δουλειά επί του μοντάζ που παρέχει την απαραίτητη ροή στο δράμα, αλλά το κυριότερο θετικό δεν αφήνεται απερίσπαστο να αποτελέσει και τον κύριο πυρήνα. Κι αυτό είναι κάτι που επιστρέφει τον Haynes στην πρώτη δημιουργία που μας έκανε να τον προσέξουμε, το Safe. Είναι η αίσθηση, αλλά ως προς το ότι προκαλεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της έλλειψης ακοής, ώστε επί των εικόνων και των εκτός εικόνας ήχων να «ακούσει» με τις υπόλοιπες αισθήσεις του. Σαν να θέλει να βάλει επί της οθόνης τη βιολογική ιδιότητα της όξυνσης των υπόλοιπων αισθήσεων, όταν μία από αυτές δεν λειτουργεί. Αυτό θα παρήγαγε ακόμα και αριστούργημα, αλλά μετά από κάποιο σημείο, φαίνεται ο σκηνοθέτης να το βάζει στην άκρη. Σαν να φοβάται μήπως δεν τον αντιληφθούν. Είναι το επί της πλοκής μυστήριο που επικεντρώνεται πλέον, ένα μυστήριο όμως που είναι εξαιρετικά αδύναμο μπροστά στις άλλες αρετές του φιλμ, και μοιάζει να υπάρχει απλά για να μην αφήσει σε αταξία τις εικόνες.

Εντέλει, είναι μάταιο να περίμενε ο Haynes από έναν ενήλικα να έρθει σε εγρήγορση εδώ πάνω σε όσα αφορούν τους ανθρώπους που στερούνται κάποιων βασικών ανθρωπίνων ιδιοτήτων, όπως η ακοή. Δεν είναι η ταινία που θα τον «τρομάξει» ώστε να ξυπνήσει από τον τυχών λήθαργο του επί του ζητήματος. Έτσι, στρεφόμαστε στα παιδιά, που αυτά θα εντοπίσουν ευκολότερα το νόημα που απορρέει, αλλά δυστυχώς είναι υπερβολικά σινεφίλ για αυτά το έργο ώστε να έχουν την υπομονή να το δουν με προσήλωση. Κι έτσι χάνεται το μεγαλύτερο κομμάτι από τον τελικό σκοπό, με τις αδιαμφισβήτητες χάρες του φιλμ να μένουν μάλλον μετέωρες και διάσπαρτες. Αυτό φυσικά δεν θα πει ότι δεν είναι εδώ, και δεν προσφέρουν αυτή τη θετική αίσθηση που αναφέραμε εξαρχής, αν φυσικά έχετε την υπομονή να ξεπεράσετε τον σκόπελο που λέγεται «δημιουργικό μπέρδεμα», και που μπορεί να σας «αφήσει πίσω» ήδη από τα μισά της θέασης.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *