Το Δωμάτιο των Θαυμάτων
- Wonderstruck
- 2017
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Δραματική, Μυστηρίου, Οικογενειακή
- 11 Ιανουαρίου 2018
1927: η Ρόουζ το σκάει από το σπίτι της στο Νιου Τζέρσεϊ, για να πιάσει λίγη από τη λάμψη του ειδώλου της, της Λίλιαν Μέιχιου. 1977: ο Μπεν, που ζει με την οικογένεια του στη Μινεσότα, φεύγει για τη Νέα Υόρκη, όταν πεθαίνει η μητέρα του και βρίσκει ένα μυστηριώδες σημείωμα. Παρά τα πενήντα χρόνια διαφοράς, οι δύο αυτοί νέοι άνθρωποι μοιράζονται τα ίδια περίεργα κοινά.
Σκηνοθεσία:
Todd Haynes
Κύριοι Ρόλοι:
Oakes Fegley … Ben
Julianne Moore … Lillian Mayhew/Rose
Michelle Williams … Elaine Wilson
Millicent Simmonds … Rose
Jaden Michael … Jamie
Tom Noonan … Walter
Cory Michael Smith … Walter
James Urbaniak … Δρ Kincaid
Amy Hargreaves … θεία Jenny
Damian Young … Otto
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Brian Selznick
Παραγωγή: Pamela Koffler, John Sloss, Christine Vachon
Μουσική: Carter Burwell
Φωτογραφία: Edward Lachman
Μοντάζ: Affonso Goncalves
Σκηνικά: Mark Friedberg
Κοστούμια: Sandy Powell
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Wonderstruck
Ελληνικός Τίτλος: Το Δωμάτιο των Θαυμάτων
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Wonderstruck του Brian Selznick.
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Παρά τον χαμηλό προϋπολογισμό της (7 εκατομμύρια δολάρια), η ταινία βγήκε χαμένη από τα ταμεία, με έσοδα μόλις 3,3.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 14/10/2019
Παρότι τελειώνοντας δεν γίνεται να μη σε αφήσει με ένα θετικό συναίσθημα, αυτό δεν θα πει ότι βγήκες και ικανοποιημένος από το φιλμ του Todd Haynes. Κι αυτό επειδή είναι πολλά αυτά που το συνθέτουν ως δομή, αλλά και ως αίσθηση. Το κυριότερο όμως θέμα που ενσκήπτει είναι το πού αληθινά απευθύνεται ο δημιουργός. Είναι σαν να θέλει να μιλήσει ταυτόχρονα στον ενήλικο και σε ένα παιδί, αλλά όχι με τις ίδιες λέξεις. Κάτι τέτοιο βέβαια θα ήταν αδύνατο να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, κι εκεί είναι που το έργο χάνει κομμάτι κι από τα δύο αυτά είδη κοινού.
Ομορφιά στις ερμηνείες, για την ακρίβεια τις ανήλικες, μια φοβερή δουλειά επί του μοντάζ που παρέχει την απαραίτητη ροή στο δράμα, αλλά το κυριότερο θετικό δεν αφήνεται απερίσπαστο να αποτελέσει και τον κύριο πυρήνα. Κι αυτό είναι κάτι που επιστρέφει τον Haynes στην πρώτη δημιουργία που μας έκανε να τον προσέξουμε, το Safe. Είναι η αίσθηση, αλλά ως προς το ότι προκαλεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της έλλειψης ακοής, ώστε επί των εικόνων και των εκτός εικόνας ήχων να «ακούσει» με τις υπόλοιπες αισθήσεις του. Σαν να θέλει να βάλει επί της οθόνης τη βιολογική ιδιότητα της όξυνσης των υπόλοιπων αισθήσεων, όταν μία από αυτές δεν λειτουργεί. Αυτό θα παρήγαγε ακόμα και αριστούργημα, αλλά μετά από κάποιο σημείο, φαίνεται ο σκηνοθέτης να το βάζει στην άκρη. Σαν να φοβάται μήπως δεν τον αντιληφθούν. Είναι το επί της πλοκής μυστήριο που επικεντρώνεται πλέον, ένα μυστήριο όμως που είναι εξαιρετικά αδύναμο μπροστά στις άλλες αρετές του φιλμ, και μοιάζει να υπάρχει απλά για να μην αφήσει σε αταξία τις εικόνες.
Εντέλει, είναι μάταιο να περίμενε ο Haynes από έναν ενήλικα να έρθει σε εγρήγορση εδώ πάνω σε όσα αφορούν τους ανθρώπους που στερούνται κάποιων βασικών ανθρωπίνων ιδιοτήτων, όπως η ακοή. Δεν είναι η ταινία που θα τον «τρομάξει» ώστε να ξυπνήσει από τον τυχών λήθαργο του επί του ζητήματος. Έτσι, στρεφόμαστε στα παιδιά, που αυτά θα εντοπίσουν ευκολότερα το νόημα που απορρέει, αλλά δυστυχώς είναι υπερβολικά σινεφίλ για αυτά το έργο ώστε να έχουν την υπομονή να το δουν με προσήλωση. Κι έτσι χάνεται το μεγαλύτερο κομμάτι από τον τελικό σκοπό, με τις αδιαμφισβήτητες χάρες του φιλμ να μένουν μάλλον μετέωρες και διάσπαρτες. Αυτό φυσικά δεν θα πει ότι δεν είναι εδώ, και δεν προσφέρουν αυτή τη θετική αίσθηση που αναφέραμε εξαρχής, αν φυσικά έχετε την υπομονή να ξεπεράσετε τον σκόπελο που λέγεται «δημιουργικό μπέρδεμα», και που μπορεί να σας «αφήσει πίσω» ήδη από τα μισά της θέασης.
Βαθμολογία: