
Βρισκόμαστε στο 2010, και οκτώ γυναίκες ζουν απομονωμένες σε μια αποικία Μεννονιτών. Η πίστη τους αγέρωχη, αλλά θα κλονιστεί από την ανείπωτη πραγματικότητα, όταν αποκαλύπτεται ότι οι άντρες της κοινότητας βιάζουν τις γυναίκες κάθε νύχτα επί χρόνια, ναρκώνοντας τες. Θα μείνουν και θα παλέψουν, ή θα αναγκαστούν να φύγουν;
Σκηνοθεσία:
Sarah Polley
Κύριοι Ρόλοι:
Rooney Mara … Ona Friesen
Claire Foy … Salome Friesen
Jessie Buckley … Mariche Loewen
Judith Ivey … Agata Friesen
Ben Whishaw … August Epp
Frances McDormand … Scarface Janz
Sheila McCarthy … Greta Loewen
Emily Mitchell … Miep
Kira Guloien … Anna
Michelle McLeod … Mejal Loewen
Liv McNeil … Neitje Friesen
Shayla Brown … Helena
Vivien Endicott Douglas … Clara
August Winter … Melvin Gerbrandt
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sarah Polley, Miriam Toews
Παραγωγή: Dede Gardner, Jeremy Kleiner, Frances McDormand
Μουσική: Hildur Gudnadottir
Φωτογραφία: Luc Montpellier
Μοντάζ: Christopher Donaldson, Roslyn Kalloo
Σκηνικά: Peter Cosco
Κοστούμια: Quita Alfred
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Women Talking
- Ελληνικός Τίτλος: Γυναικείες Κουβέντες
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Women Talking της Miriam Toews.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα σεναρίου και μουσικής.
Παραλειπόμενα
- Η διάσημη και ως ηθοποιός Sarah Polley σκηνοθετεί ξανά μετά από 10 έτη.
- Η καναδή συγγραφέας του βιβλίου του 2018, η Miriam Toews. μεγάλωσε ως μέλος μεννονιτικής κοινότητας, όπου όμως αποχώρησε όταν ήταν 18 χρονών. Η ιστορία της βασίστηκε ελαφρά σε μια αληθινή περίπτωση που έλαβε χώρα σε μεννονιτική κοινότητα στη Βολιβία.
- Κριτική ασκήθηκε πάνω στον χρωματισμό της εικόνας που πλησιάζει το ασπρόμαυρο, με τη δημιουργό να απαντάει ότι δοκίμασαν τα όρια του χρωματικού κορεσμού ώστε να δημιουργηθεί μια αίσθηση ενός κόσμου που στο παρελθόν είχε ήδη ξεθωριάσει.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το κεντρικό μουσικό θέμα του φιλμ, με τίτλο Speak Up, κυκλοφόρησε και σε σινγκλ.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 23/2/2023
Σαν να ήθελε η Sarah Polley με το νέο της φιλμ να απαντήσει με το δικό της σκεπτικό στο ερώτημα του «και μετά τι;» σχετικά με τα όσα ακολούθησαν το #MeToo, πέρα και από το να μιλήσει για μια πολύ συγκεκριμένη συνθήκη καθημερινής ζωής υπό την αιγίδα ενός θρησκευτικού δόγματος, που περιλαμβάνει θεσμοθετημένα κακοποίηση και καταπίεση. Οι προτάσεις της είναι θετικές και ουσιαστικές, αν και κάπως γενικόλογες. Ευτυχώς τα πράγματα δεν μένουν μόνο εκεί και υπάρχει και υπολογίσιμη κινηματογραφική αξία.
Η θεατρικού τύπου δομή του σεναρίου ίσως να μην αρέσει σε μια μερίδα του σύγχρονου κοινού που επιθυμεί πιο ζωηρούς ρυθμούς, η Polley όμως βρίσκει τρόπους να «σπάσει» τη στατικότητα με εμβόλιμες σκηνές που είναι ουσιώδεις για την προβληματική που αναπτύσσεται. Και, το κυριότερο, κινηματογραφεί με δεξιοτεχνία, δίνοντας μεν έμφαση στους ερμηνευτές που έχει στη διάθεσή της, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν δημιουργεί και αξιομνημόνευτες εικόνες στην πορεία (οι εκρήξεις βίας σοκάρουν όταν μπαίνουν στο κάδρο λόγω και της αντίθεσης με την ηρεμία του ύφους που κατά τα άλλα επικρατεί), έχοντας και τη βοήθεια της ιδιαίτερης δουλειάς του Luc Montpellier στη φωτογραφία, με χρώματα που μοιάζουν «πνιγμένα» για να υπογραμμιστεί ο ασφυκτικός περίγυρος των ηρωίδων.
Όπως είναι αναμενόμενο, το βάρος πέφτει στο κείμενο για να αναδείξει τις θεματικές. Ευτυχώς αποφεύγεται η υπεραπλουστευτική παγίδα του «κάθε άτομο εκπροσωπεί και μια διαφορετική τοποθέτηση», μιας και η πλειοψηφία των χαρακτήρων υφίσταται μεταβολές και αποτελείται από στοιχεία που συχνά βρίσκονται και σε διαμάχη μεταξύ τους. Υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερα εύστοχες ατάκες και δύσκολα ερωτήματα που αναγνωρίζονται, αλλά και μια τάση προς το σχηματικό, τόσο όσον αφορά το πώς αρθρώνονται κάποια επιχειρήματα όσο και στο πώς χρησιμοποιείται το εργαλείο του συμβολισμού, είτε στον λόγο είτε οπτικά. Και γενικά εκεί είναι που «φρενάρει» το σύνολο, όταν εγκαταλείπει τα πιο καλλιτεχνικά στοιχεία της ταυτότητάς του και αποφασίζει να κάνει την ουσία περισσότερο «νιανιά» ή να ξεδιαλύνει τυχόν αμφισημίες. Ένας διχασμός ευρύτερος εντοπίζεται ανάμεσα σε μια πιο ανεξάρτητη (όχι απαραίτητα και καθαρόαιμα σινεφίλ) λογική και σε μια πρόθεση να υπάρξει ένα άνοιγμα και στον θεατή που επιθυμεί μια πιο στρωτή προσέγγιση στο κινηματογραφικό προϊόν που καταναλώνει.
Και στο πεδίο των μηνυμάτων, ενώ τονίζονται κάποιες παράμετροι που έχουν κρίσιμη σημασία για όσα θίγονται (η ανάγκη να υπάρξουν θετικά πρότυπα αρρενωπότητας για τις επόμενες γενιές μακριά από τις σκιές του παρελθόντος, η βαρύτητα του πασιφισμού ως επιλογή), μερικές άλλες πινελιές μοιάζουν αταίριαστα συντηρητικές μέσα στο φεμινιστικό κλίμα που επικρατεί (η επιμονή για ένα θρησκευτικό πλαίσιο αξιών).
Πάντως η Polley δικαιώνεται ως προς το να ποντάρει πολλά στους ηθοποιούς της, από τους οποίους αποσπά έξοχες ερμηνείες ως επί το πλείστον. Ως κορυφαία σε επιδόσεις από το καστ μάλλον αναδεικνύεται η Claire Foy, φιλοτεχνώντας ένα πορτρέτο που είναι αρκετά παράδοξο που δεν την οδήγησε φέτος και σε μια οσκαρική αναγνώριση. Αποδίδει με συναρπαστική ένταση τον πόνο και την οργή της γυναίκας που έχει μάθει να ζει με την κακοποίηση ως δεδομένη και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το πώς κατορθώνει να μεταφράσει και να διοχετεύσει στην πορεία όλη αυτήν τη συσσωρευμένη απέχθεια σε αγάπη για τα άτομα με τα οποία συμπορεύεται κι έχουν υποστεί τα ίδια και σε ελπίδα για την εύρεση της τελικής λύσης.
Με την ίδια σεναριακή αφετηρία ίσως να μπορούσε να προκύψει και κάτι υπερβατικά εξαιρετικό με εν μέρει διαφορετικούς χειρισμούς, αλλά σε τελική ανάλυση το πρόσημο είναι θετικό. Οι «Γυναικείες Κουβέντες» πετυχαίνουν σε μεγάλο βαθμό να προσθέσουν αρκετά «λιθαράκια» στον δημόσιο διάλογο που έχει εμπλουτιστεί τα τελευταία χρόνια στο σινεμά γύρω από μια θηλυκοκεντρική οπτική του εν λόγω μέσου και να αποτελέσουν μια πρόταση που διατυπώνει αρκετές αλήθειες που πρέπει να ακουστούν στο σημερινό, άκρως δηλητηριασμένο και διχασμένο παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό κλίμα.
Βαθμολογία: