
Λευκός Θόρυβος
- White Noise
- 2022
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δραμεντί, Επιβίωσης, Καταστροφής, Μαύρη Κωμωδία, Σάτιρα, Τρόμου
- 08 Δεκεμβρίου 2022
Μια σύγχρονη αμερικανική οικογένεια πασχίζει να ανταπεξέλθει στις τετριμμένες συγκρούσεις της καθημερινής ζωής, παλεύοντας παράλληλα με τα οικουμενικά μυστήρια της αγάπης, του θανάτου και της πιθανότητας να ευτυχήσει κανείς σε έναν αβέβαιο κόσμο. Κι όλα αυτά, ενώ ένα ατύχημα σε τρένο έχει κατακλύσει με θανατηφόρα χημικά απόβλητα όλη την πόλη.
Σκηνοθεσία:
Noah Baumbach
Κύριοι Ρόλοι:
Adam Driver … καθηγητής Jack Gladney
Greta Gerwig … Babbette Gladney
Raffey Cassidy … Denise
Don Cheadle … καθηγητής Murray Siskind
Sam Nivola … Heinrich Gladney
May Nivola … Steffie Gladney
Andre 3000 … Elliot Lasher
Jodie Turner-Smith … Winnie Richards
Lars Eidinger … Arlo Shell
Sam Gold … Alfonse
Barbara Sukowa … αδελφή Hermann Marie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Noah Baumbach
Παραγωγή: Noah Baumbach, David Heyman, Uri Singer
Μουσική: Danny Elfman
Φωτογραφία: Lol Crawley
Μοντάζ: Matthew Hannam
Σκηνικά: Jess Gonchor
Κοστούμια: Ann Roth
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: White Noise
- Ελληνικός Τίτλος: Λευκός Θόρυβος
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: White Noise του Don DeLillo.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Adam Driver) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Ο Noah Baumbach είχε διαβάσει το βιβλίο του Don DeLillo (από το 1985) την εποχή σχεδόν που είχε κυκλοφορήσει. Έτυχε όμως να το διαβάσει ξανά το 2020, παρατηρώντας τις ομοιότητες του τότε και του τώρα.
- Το 2004 ήταν ο Barry Sonnenfeld που ετοιμάζονταν να διασκευάσει το βιβλίο, αναθέτοντας το σενάριο στον Stephen Schiff. Τα δικαιώματα του έργου όμως ήρθαν το 2016 στα χέρια του επιχειρηματία και παραγωγού Uri Singer, με τον Michael Almereyda να εμφανίζεται το 2016 ως πιθανότερος να το αναλάβει σκηνοθετικά και σεναριακά. Εντέλει έφτασε το 2016, οπότε και επήλθε η συμφωνία με τον Baumbach και το Netflix.
- Πρώτη σκηνοθετική δουλειά για τον Baumbach που δεν βασίζεται σε δικό του αυθεντικό σενάριο.
- Δεν αποτελεί το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο, αλλά για τα αδέλφια Sam και May Nivola είναι η πρώτη τους σημαντική εμφάνιση επί της οθόνης. Πρόκειται για τα παιδιά των Alessandro Nivola και Emily Mortimer.
- Ο Lol Crawley ανέλαβε τη διεύθυνση φωτογραφίας όταν ο σκηνοθέτης απέλυσε τον Michael Seresin.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η ροκ μπάντα LCD Soundsystem συνεισφέρει με το ορίτζιναλ κομμάτι New Body Rhumba.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 7/12/2022
“Αν κάτι μπορείς να το γράψεις ή να το σκεφτείς, μπορείς να το κινηματογραφήσεις” είχε πει ο Stanley Kubrick. Μια σημαντική παράμετρος σε αυτή τη ρήση που πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας όμως, είναι πως αυτό δεν μπορεί να γίνει από τον οποιονδήποτε. Γι’ αυτό και οι ταινίες που βασίζονται στα λεγόμενα «ακινηματογράφητα» βιβλία προέρχονται από την προσωπική φιλοδοξία του εκάστοτε σκηνοθέτη-δημιουργού, αφού δύσκολα ένας σώφρων παραγωγός θα αναζητούσε έναν απλώς διαθέσιμο σκηνοθέτη για να φέρει εις πέρας την αποστολή.
Δεν έχω διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του Don DeLillo, αλλά έχω δει τις δύο ταινίες βασισμένες σε άλλα έργα του, το κάκιστο “Μία για Πάντα” του Benoit Jacquot, και το “Cosmopolis” που ούτε η ξεχωριστή ιδιοφυία του David Cronenberg δεν κατάφερε να περισώσει. Και φαίνεται λογικό. Από τη στιγμή που κανείς δεν περιμένει να περιγραφεί με λέξεις η οπτική κωμική σάτιρα του Roy Andersson, γιατί έχουμε την αξίωση να γίνει το αντίστροφο με τη γραπτή κωμική σάτιρα του DeLillo;
“Ήθελα να κάνω μια ταινία που να είναι τόσο τρελή όσο φαντάζει ο κόσμος γύρω μου αυτή τη στιγμή. Έρχεται αντιμέτωπη με την ιδέα του θανάτου, πως ο μόνος τρόπος για να ζήσεις πραγματικά τη ζωή σου είναι να ξέρεις ότι πρόκειται να τελειώσει”. Αυτή η εξήγηση του Noah Baumbach, πέρα από το ότι φαντάζει σαν μια τεράστια κοινοτοπία, αντανακλά όλο το ανόητο που διατρέχει αυτή την ταινία. Το σύντομο κείμενο που δίνεται σαν υπόθεση διόλου τυχαία δεν αναφέρεται στην ιστορία, αφού η περιγραφή της είναι σαφώς αδύνατη, και μιλά για τα “οικουμενικά μυστήρια της αγάπης, του θανάτου και της ευτυχίας”. Αν κάτι έχουν φανερώσει οι κορυφαίες στιγμές του κινηματογράφου είναι πως αυτά τα ζητήματα δεν αντιμετωπίζονται με 136 λεπτά όπου οι ηθοποιοί επιστρατεύουν όλη τους την τέχνη ώστε να κάνουν τις γραμμές του βιβλίου να ακουστούν σαν ακατάπαυστος διάλογος.
Δεν βρίσκω το νόημα να αναφερθώ στο πώς ο Baumbach χειρίζεται την κάμερά του ή πόσο πετυχημένα οι ηθοποιοί ενσαρκώνουν τους ρόλους τους. Ξέρουμε ότι πρόκειται για μια υπερβολικά ταλαντούχα ομάδα συντελεστών που καταφέρνει και να ενθουσιάσει σε επίπεδο θεάματος, κυρίως στις σκηνές της καταστροφής με το δηλητηριώδες αέριο, αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο, κυρίως σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα της Greta Gerwig, παρά το αλλοπρόσαλλο που χαρακτηρίζει τα κίνητρά της. Η ουσία όμως που πυροδοτεί την δημιουργία αυτής της ταινίας είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν την άκουσα να αναλύεται από τους συντελεστές στις ομαδικές συνεντεύξεις που έδωσαν. Όχι ιδιαίτερα κολακευτικό ως προς την κινηματογραφική υπόσταση της ίδιας της ταινίας, δεν νομίζετε;
Αν κάτι καταφέρνει να μεταδώσει ιδανικά και αψεγάδιαστα το όλο πνεύμα και νόημα των 326 σελίδων του βιβλίου που με εμμονική πιστότητα μετέγραψε ο Baumbach σε σενάριο, είναι τα τελευταία πέντε λεπτά. Ενώ πέφτουν οι τίτλοι τέλους, στην οθόνη εξελίσσεται μια εντυπωσιακή χορογραφία τοποθετημένη σε σούπερ-μάρκετ, όπου πλήθος ανθρώπων αλληλοεπιδρά κινησιολογικά με τα προσφερόμενα προϊόντα υπό τους ήχους του “New Body Rhumba” των LCD Soundsystem. Απολύτως άσχετη με την πλοκή, χωρίς την παραμικρή πρόθεση λεκτικής μετάδοσης, είναι η μία και μοναδική σκηνή που θα έπρεπε να αποτελεί τον “Λευκό Θόρυβο” του Noah Baumbach, καλύπτοντας πλήρως τον χαρακτηρισμό του ως πετυχημένη κινηματογραφική μεταφορά ενός ακινηματογράφητου βιβλίου.
Βαθμολογία: